Ο Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας (ΚΟΚ) είναι σαφής σχετικά με το κόκκινο φανάρι και τις περιπτώσεις παραβίασής του, ενώ προβλέπει και σπάνιες εξαιρέσεις που μπορεί η Τροχαία να «χαρακτηρίσει» ανεκτές.
Το κόκκινο φανάρι δεν αποτελεί μόνο σήμα για στάση, αλλά κρίσιμο εργαλείο για την οργάνωση της κυκλοφορίας. Ρυθμίζει την κίνηση σε μεγάλες διασταυρώσεις, εξασφαλίζει ασφαλές πέρασμα πεζών και οχημάτων και αποτρέπει το χάος στο δρόμο.
Παρά ταύτα, αρκετοί οδηγοί αγνοούν συνειδητά το κόκκινο ή το παραβιάζουν από βιασύνη, θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή τους και των άλλων. Η «αγνόηση» του ερυθρού σηματοδότη αποτελεί σοβαρή παράβαση, τιμωρούμενη με υψηλό πρόστιμο και αφαίρεση διπλώματος.
Ωστόσο, υπάρχει μια σπάνια περίπτωση όπου ένας οδηγός μπορεί να περάσει κόκκινο χωρίς να θεωρηθεί παραβάτης. Τα οχήματα άμεσης ανάγκης –όπως ασθενοφόρα, πυροσβεστικά και περιπολικά- έχουν δικαίωμα παραβίασης του κόκκινου, εφόσον ενεργοποιούν φώτα και σειρήνες και δεν προκαλούν πρόσθετο κίνδυνο.
Ο ΚΟΚ προβλέπει επίσης ότι ένας απλός οδηγός μπορεί να κινηθεί πέρα από τη γραμμή ακινητοποίησης ή τον σηματοδότη για να διευκολύνει την πορεία τέτοιων οχημάτων.
Στην περίπτωση αυτή, απαιτείται προσοχή και αποφυγή κινδύνου. Μετά την διέλευση του οχήματος ανάγκης, ο οδηγός πρέπει είτε να σταματήσει πίσω από τη γραμμή μέχρι να ανάψει πράσινο, είτε να επιστρέψει με όπισθεν.
Η παράβαση του κόκκινου φαναριού, σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 2 του ΚΟΚ, κατατάσσεται στην κατηγορία Ε4.
Το πρόστιμο ανέρχεται στα 700 ευρώ με αφαίρεση διπλώματος για 60 ημέρες. Σε δεύτερη παράβαση εντός πενταετίας, το πρόστιμο φτάνει τα 1.000 ευρώ και η αφαίρεση διπλώματος 180 ημέρες. Στην τρίτη υποτροπή, το πρόστιμο ανεβαίνει στα 2.000 ευρώ και η άδεια οδήγησης αφαιρείται για έναν χρόνο.
Σε περίπτωση που η παραβίαση προκαλέσει ατύχημα, το πρόστιμο μπορεί να φτάσει έως 8.000 ευρώ με αφαίρεση διπλώματος έως 4 χρόνια, ενώ προβλέπονται και ποινικές ευθύνες, που ενδεχομένως οδηγούν ακόμη και σε φυλάκιση.