Στα τέλη Ιουλίου του 2012 ο τότε επικεφαλής της ΕΚΤ και νυν Πρωθυπουργός της Ιταλίας Μάριο Ντράγκι με την φράση θα κάνουμε ότι χρειασθεί τερμάτισε την πίεση των Αγορών στους αδύνατους κρίκους της Ευρωζώνης καθώς στην ουσία εγγυήθηκε το αξιόχρεο όλων των χωρών – μελών της Ευρωζώνης.
Πέρσι τον Μάιο Μέρκελ και Μακρόν θέλησαν να προλάβουν τις παρενέργειες της Πανδημίας με την πρόταση τους για το Σύμφωνο Ανάκαμψης που έστω και με τους περιορισμούς και τις οριοθετήσεις που επέβαλαν οι «Φειδωλοί του Βορρά» υπό την ηγεσία της Ολλανδίας θεωρήθηκε σαν ιστορική στροφή στην πορεία εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης καθώς πατούσε την κόκκινη γραμμή του Βερολίνου το οποίο μέχρι τότε απέρριπτε κάθε συζήτηση για αμοιβαιοποίηση των κινδύνων μέσω του κοινού δανεισμού αλλά και την μεταφορά πόρων.
Έτσι πέρσι τον Ιούνιο υπήρχαν αισιόδοξοι που όχι μόνον πίστευαν ότι το άθροισμα των δανείων και των επιχορηγήσεων είναι στο ύψος των περιστάσεων ,είναι δηλαδή επαρκές για την κάλυψη του οικονομικού κόστους της Πανδημίας.
Ο εφησυχασμός ότι αυτή την φορά η Ε.Ε –Ευρωζώνη δεσμευτήκαν να κάνουν ότι μπορούν εγκαίρως δημιούργησε στην Γερμανία μια πίεση για τον προσδιορισμό του χρονικού ορίζοντα επιστροφής στην περιοριστική δημοσιονομική πολιτική όπως αυτή προσδιορίζεται από τον Κόφτη Χρέους σε εθνικό, και από το Σύμφωνο Σταθερότητας σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Όμως με μια Πανδημίας το εύρος , την διάρκεια και το κόστος της οποίας κανείς δεν θα διακινδύνευε σήμερα να προβλέψει εύλογα τίθεται το ερώτημα αν το Σύμφωνο Ανάκαμψης που συμφωνήθηκε τον περασμένο Ιούλιο θωρακίζει τους αδύνατους κρίκους της Ευρωζώνης.
Ας πάρουμε για παράδειγμα την περίπτωση της Ιταλίας το μερίδιο της οποίας από το Σύμφωνο Ανάκαμψης εκτιμάται ότι θα ανέλθει σε περίπου 200 δις Ευρώ.
Η διαχείριση του παραπάνω ποσού προκάλεσε την πτώση της κυβέρνησης Κόντε την οποία διαδέχθηκε η κυβέρνηση εθνικής ενότητας υπό τον Ντράγκι.
Η πρώτη σοβαρή ενδοκυβερνητική κρίση που καλείται να αντιμετωπίσει ο Ντράγκι εξερράγη όταν ο Πρωθυπουργός ανέθεσε στην εταιρία McKinsey την σύνταξη μελέτης για την κατανομή των 200 δις του Ταμείου Ανάκαμψης.
Όμως πέραν των επικοινωνιακών εντυπώσεων που φωτίζουν τα 200 δις ως εγγύηση για την ανάκαμψη της Ιταλίας , μια πιο προσεκτική ματιά μας προσγειώνει στην ανελέητη σκληρή πραγματικότητα των αριθμών και των ποσοστών.
Από τα 200 δις τα 120 είναι δάνεια ,άρα απομένουν 80 δις επιχορηγήσεων σε βάθος πενταετίας δηλαδή γύρω στα 15 δις το χρόνο.
Το 2020 οι απώλειες του ΑΕΠ της Ιταλίας εκτιμώνται γύρω στα 150 δις…
Έτσι προφανώς πολύ σύντομα η Ε.Ε θα βρεθεί μπροστά στην πρόκληση να επιβεβαιώσει ότι διαθέτει την βούληση και την δυνατότητα να κάνει ότι μπορεί ώστε το κόστος της Πανδημίας να μην διευρύνει περαιτέρω τις κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες η αύξηση των οποίων την τελευταία δεκαετία έχει προκαλέσει μια εκτός ελέγχου πολιτική και κοινωνική αποσταθεροποίηση.
Ο Γιώργος Καπόπουλος είναι δημοσιογράφος- διεθνολόγος