Η ελληνική οικονομία έχει χάσει από το 2008 έως σήμερα το 30% του ΑΕΠ ή 80 δισ.€, ως αποτέλεσμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 και της πανδημίας. Το Ταμείο Ανάκαμψης αποτελεί εκ των πραγμάτων τον κύριο χρηματοδοτικό μοχλό ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.
Μετά τους αρχικούς κυβερνητικούς πανηγυρισμούς για τον πακτωλό ευρωπαϊκών κονδυλίων και ενώ δεν έχει εκταμιευθεί ούτε 1€ έως σήμερα, προβάλλουν στη δημόσια συζήτηση οι όροι που συνοδεύουν την ροή των ευρωπαϊκών κονδυλίων.
Η ΕΚΤ προχώρησε έγκαιρα σε εκτεταμένο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, για την αντιμετώπιση της πανδημίας, στο οποίο περιέλαβε τα ελληνικά ομόλογα προσφέροντας ρευστότητα στην ελληνική οικονομία. Σταδιακά με την έξοδο από την πανδημία η ΕΚΤ θα περιορίσει την πρόγραμμα αγοράς ομολόγων και το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την διαχείριση των κόκκινων δανείων στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα θα περιορίσει την ρευστότητα στην οικονομία.
Η ρήτρα διαφυγής της ΕΕ από τους δημοσιονομικούς κανόνες για τα τρία έτη 2020-2022, δηλαδή η αναστολή τήρησης των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων επέτρεψε στην κυβέρνηση να δαπανήσει 18 δισ.€ το 2020 για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Οι δαπάνες καλύφθηκαν κυρίως με νέο δανεισμό με αποτέλεσμα την αύξηση του δημοσίου χρέους τόσο ως απόλυτο μέγεθος, όσο και ως ποσοστό στο ΑΕΠ. Οι χρηματοδοτικές ανάγκες εξυπηρέτησης του χρέους συνακόλουθα αυξήθηκαν από το 10% του ΑΕΠ στο 15% για το 2020 και τα προσεχή χρόνια.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο διεξάγεται διάλογος για την κατανομή του βάρους, μεταξύ των χωρών, του κοινού δανεισμού της ΕΕ για την ενίσχυση της ανάκαμψης, εάν δηλαδή το ποσό που αντιστοιχεί στο δάνειο της ΕΕ θα αντιμετωπίζεται ως εθνικό έλλειμμα και χρέος. Από την απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα εξαρτηθεί η αποτελεσματικότητα του Ταμείου Ανάκαμψης στις χώρες του νότου και ιδιαίτερα στις χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος. Οι κατευθυντήριες γραμμές του Ταμείου Ανάκαμψης έχουν αντίκτυπο στους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ.
Με έκθεση της, η Bundesbank (12/2020) ζητά το χρέος της ΕΕ να υπολογιστεί στο εθνικό χρέος και τα ελλείμματα, όπως ίσχυσε για παράδειγμα με τα δάνεια της χώρας μας από το European Financial Stability Facility (EFSF).
Η πρόταση αυτή αμφισβητείται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς η κατανομή θα ήταν εξαιρετικά δύσκολη έως αδύνατη και η αποπληρωμή του χρέους της ΕΕ δεν μπορεί να διατεθεί σαφώς σε κανένα εθνικό ταμείο. Είναι αδύνατο να υπολογιστεί το ποσόμε το οποίο θα συμβάλει κάθε χώρα της ΕΕ στην αποπληρωμή του χρέους της ΕΕ, από το 2027 έως το 2058, καθώς δεν μπορεί να υπολογιστεί το Ακαθάριστο Εθνικό Εισόδημα (ΑΕΕ)των χωρών τις επόμενες τέσσερις δεκαετίες. Επιπλέον, μέρος της αποπληρωμής του κοινού δανεισμού θα προέλθει από νέους φόρους της ΕΕ. Η κατανομή του «ομοσπονδιακού» χρέους στους εθνικούς προϋπολογισμούς θα καθιστούσε το χρέος αυτό de-facto εθνικό χρέος.
Όμως, ο μηχανισμός Next Generation EU-NGEU χορηγεί δάνεια στις χώρες της ΕΕ και τα δάνεια αυτά έχουν το ειδικό χαρακτηριστικό ότι η χώρα του δανειολήπτη είναι υποχρεωμένη να τα ξεπληρώσει πλήρως, ακόμη και αν ο δανεισμός είναι εγγυημένος από τις χώρες της ΕΕ και τον προϋπολογισμό της ΕΕ.
Επομένως, τα δάνεια του NGEU θα περιληφθούν στο εθνικό δημόσιο χρέος και στο έλλειμμα. Ωστόσο, εάν οι δαπάνες που χρηματοδοτούνται από τα δάνεια αυτά δεν τύχουν ειδικής μεταχείρισης στο δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ, οι χώρες θα πρέπει να μειώσουν τις δαπάνες τους, αλλά όχι τις δαπάνες χρηματοδότησης έργων του NGEU, μόλις ενεργοποιηθούν εκ νέου οι προσωρινά ανασταλέντες δημοσιονομικοί κανόνες.
Για να αποφευχθεί η εξέλιξη αυτή θα πρέπει όλες οι χρηματοδοτούμενες δαπάνες από το NGEU να αντιμετωπίζονται ως εφάπαξ δαπάνες και να μην υπολογίζονται στο διαρθρωτικό ισοζύγιο, καθώς η δημοσιονομική προσαρμογή σύμφωνα με τους κανόνες της ΕΕ ορίζεται από την μεταβολή της διαρθρωτικής ισορροπίας.
Οι κανόνες της ΕΕ περιορίζουν το δημόσιο χρέος και τα δημοσιονομικά ελλείμματα με διάφορους τρόπους. Όταν το έλλειμμα του προϋπολογισμού είναι κάτω από το 3% του ΑΕΠ και το δημόσιο χρέος είναι κάτω από το 60% του ΑΕΠ ή το δημόσιο χρέος είναι υψηλότερο αλλά μειώνεται με τον κανόνα 1/20, το έλλειμμα δεν θεωρείται υπερβολικό και εφαρμόζονται προληπτικά μέτρα. Σε αυτήν την περίπτωση, το διαρθρωτικό ισοζύγιο θα πρέπει να υπερβαίνει τον μεσοπρόθεσμο στόχο για κάθε χώρα. Εάν δεν συμβαίνει αυτό, απαιτείται δημοσιονομική εξυγίανση.
Εφόσον το χρέος της ΕΕ που προκύπτει από το NGEU δεν υπολογίζεται ως εθνικό χρέος, τότε οι αντίστοιχες εθνικές δαπάνες που χρηματοδοτούνται από το χρέος της ΕΕ δεν θα πρέπει να υπολογίζονται στο έλλειμμα. Με τη σειρά τους, τέτοιες εθνικές δαπάνες δεν θα πρέπει να αποτελούν μέρος του δείκτη διαρθρωτικού ελλείμματος και δημοσίων δαπανών.
Η πανδημία COVID-19 είναι σαφώς εξαιρετικό και προσωρινό γεγονός που έχει αυξήσει τα δημοσιονομικά ελλείμματα σε ολόκληρο τον κόσμο. Ωστόσο, η Συνθήκη ΕΕ επιτρέπει να ληφθούν υπόψη τέτοια γεγονότα μόνο όταν δεν ανοίξει Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος (ΔΥΕ).Μετά την λήξη της ρήτρας διαφυγής το 2022, στην περίπτωση που οι δημοσιονομικοί κανόνες της ΕΕ παραμείνουν αμετάβλητοι και ενεργοποιηθούν το 2023, πιθανότατα για πολλές χώρες στην ΕΕ θα εκκινήσει ΔΥΕ.
Ειδικότερα, η Ελλάδα θα υποχρεωθεί σε σημαντική περιστολή δαπανών στο ασφαλιστικό, στις συντάξεις και σε κοινωνικές παροχές, επιστρέφοντας στην λιτότητα. Η συσταλτική δημοσιονομική πολιτική θα περιορίσει με την σειρά της την ανάκαμψη του ΑΕΠ επιδεινώνοντας το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος.
Όσον αφορά το δημόσιο χρέος 374 δισ.€ (31.12.2020) το 80% ανήκει έμμεσα στους εταίρους στην ΕΕ και στην ΕΚΤ, ενώ το 20% σε ιδιώτες επενδυτές. Το ιδιωτικό όμως χρέος, το οποίο υπολογίζεται σε 234 δισ.€ το 2020 αναμένεται να αυξηθεί στα 260 δισ.€, υπονομεύοντας την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας.
Η ουσία είναι ότι τα ευρωπαϊκά κονδύλια για την ανάκαμψη, εφόσον ενσωματωθούν μερικώς ή ολικώς στο χρέος και στο έλλειμμα της χώρας, θα περιορίσουν την αποτελεσματικότητα του Ταμείου Ανάκαμψης, μειώνοντας την πολλαπλασιαστική επίδραση των μεγάλων επενδυτικών έργων, κυρίως πράσινης και ψηφιακής μετάβασης, στην ελληνική οικονομία.
Για τον λόγο αυτό προτεραιότητα της χώρας είναι η σύναψη συμμαχίας με χώρες της ΕΕ για την άμεση αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας της ΕΕ, προκειμένου να αυξηθεί το δημόσιο χρέος υπέρ των δημόσιων επενδύσεων, κυρίως σε πράσινες και ψηφιακές υποδομές.
Ο Γιάννης Μπράχος είναι Οικονομολόγος (Msc, PhDEcon)-πρώην Γενικός Γραμματέας Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων Υπουργείου Εξωτερικών. Οι απόψεις είναι αυστηρά προσωπικές