Αναζητώντας βιβλιογραφία για την προοπτική της εργασίας και την κατάσταση των δικαιωμάτων των εργαζόμενων στην εποχή της πανδημίας, έπεσα πάνω σ’ ένα βιβλίο της Elisabeth Anderson, Αμερικανίδας φιλοσόφου, η οποία έχει μια αιρετική και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα τοποθέτηση σε σχέση με τα θέματα αυτά.
Το βιβλίο έχει τον τίτλο «Private Government» και οι απόψεις που αναπτύσσονται σ’ αυτό διαφέρουν από πολλές τρέχουσες παραδοχές και πεποιθήσεις. Μια απ’ αυτές αφορά την διαφοροποίηση στην αξιολόγηση των δημόσιων και των ιδιωτικών οργανώσεων. Γίνεται, δηλαδή, ευρέως αποδεκτό ότι με διαφορετικά κριτήρια κρίνονται οι δημόσιες οργανώσεις και με διαφορετικά οι ιδιωτικές. Για περισσότερο από 30 χρόνια, υπό την επήρεια της θεωρίας της «δημόσιας επιλογής» και του νεοφιλελευθερισμού, ασκήθηκε ιδιαίτερη πίεση στις δημόσιες οργανώσεις να δανειστούν στοιχεία για την οργάνωση και την λειτουργία τους από τις ιδιωτικές. Η αντίθετη πρόταση, να υιοθετήσουν, δηλαδή, οι ιδιωτικές οργανώσεις κριτήρια που ισχύουν για τις δημόσιες όχι μόνον δεν διατυπώθηκε ποτέ, αλλά ήταν απλώς αδιανόητη.
Όμως, αυτό ακριβώς κάνει ηAndersonστο “Private Government». Ξεκινά από μια ανάλυση των κανόνων και των κανονισμών που ισχύουν στις ιδιωτικές οργανώσεις και καταλήγει στην πρόταση ότι αυτές πρέπει να υιοθετήσουν κανόνες και δεσμεύσεις που ισχύουν για τις δημόσιες οργανώσεις.«Ένας στους τέσσερις Αμερικανούς εργαζόμενους χαρακτηρίζει τον χώρο και το περιβάλλον εργασίας του ως δικτατορία» λέει η Anderson. O βαρύς αυτός χαρακτηρισμός στηρίζεται στο ότι η εργοδοσία, για την οποία χρησιμοποιεί την έννοια «ιδιωτική κυβέρνηση», ασκεί μια αυταρχική εξουσία στη ζωή των εργαζόμενων, είτε βρίσκονται εντός του χώρου εργασίας είτε εκτός.
Έχουμε μάθει να αναφερόμαστε στην κυβέρνηση ως κάτι που συναρτάται προς το κράτος, λέει η Anderson, αλλά κάθε φορά που κάποιος δίνει μια εντολή που δεν επιτρέπεται να παραβιαστεί, έχουμε μια οργανωσιακή λειτουργία που προσομοιάζει με εκείνη της κυβέρνησης. Εκείνος που δίνει την εντολή υποχρεούται σε λογοδοσία και σε δικαιολόγηση των πράξεών του βάσει συμφωνημένων κανόνων. Οπότε, το ζήτημα που ανακύπτει για την «ιδιωτική κυβέρνηση» είναι η πηγή της νομιμοποίησής της. Στην δημόσια κυβέρνηση την νομιμοποίηση δίνουν οι πολίτες μέσω των εκλογών. Στην περίπτωση των ιδιωτικών κυβερνήσεων ποιός την δίνει;
Η ιδιωτική κυβέρνηση- και διακυβέρνηση- λέει η Anderson, πρέπει να περιγράψει με επάρκεια τη σχέση των εργαζόμενων με την εργοδοσία. Δικαιώματα και υποχρεώσεις, δεσμεύσεις και κανόνες, εκατέρωθεν, πρέπει να αποτελούν το περιεχόμενο ενός ιδιωτικού Συντάγματος που να λειτουργεί δεσμευτικά και για τα δύο μέρη, τους εργοδότες και τους εργαζόμενους. Μια από τις πρόνοιες αυτού του Συντάγματος πρέπει να είναι η διασφάλιση της προσωπικής αξιοπρέπειας και ακεραιότητας των εργαζομένων.
Σήμερα μέσα από ανοίκειους ελέγχους στον τρόπο προσωπικής έκφρασης και επιλογών ζωής αυτές προσβάλλονται, κατά κόρον.
Ενώ διάβαζα αυτά που λέει η Αnderson, σκεφτόμουνα ότι εμείς οι Ευρωπαίοι έχουμε μια κατάκτηση του νομικού και συνταγματικού μας πολιτισμού, το εργατικό δίκαιο που προστατεύει την εργασία από τους εχθρούς της. Αυτό διασφαλίζει τόσο την ατομική αξιοπρέπεια του εργαζομένου όσο και τον κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας. Με κορωνίδα τον σπουδαίο θεσμό των συλλογικών διαπραγματεύσεων που κατοχυρώνεται και μέσω διεθνών συμβάσεων, η ευρωπαϊκή έννομη τάξη έχει θέσει σταθερά θεμέλια για την προστασία της εργασίας.
Ήδη από την προηγούμενη δεκαετία, το εργατικό δίκαιο έχει δεχτεί αλλεπάλληλες επιθέσεις από τις συντηρητικές πολιτικές και κυβερνήσεις. Στη χώρα μας βιώσαμε την απορρύθμιση της εργασίας με δραματικό τρόπο στην περίοδο των μνημονίων. Παρ’ όλα αυτά, η σθεναρή αντίσταση των εργαζομένων δεν επέτρεψε την κατεδάφιση του τείχους προστασίας που το εργατικό δίκαιο έχει οικοδομήσει.
Σήμερα το εργατικό δίκαιο και τα δικαιώματα των εργαζόμενων απειλούνται από νεοπαγείς μορφές εργασίας, όπως εκείνες που συνοδεύουν την οικονομία της πλατφόρμας και την Gigeconomy. Χιλιάδες ψηφιακοί νομάδες συμβάλλονται με πλατφόρμες που λειτουργούν ως εργοδότες σ’ ένα αρρύθμιστο περιβάλλον. Αυτή, ακριβώς, η έλλειψη κανόνων υπόσχεται ευκαιρίες και ελπίδα, ειδικά σε όσους αναζητούν εργασία προερχόμενοι από φτωχότερες χώρες.
Τα προβλήματα είναι μεγάλα, περίπλοκα και καινοφανή και απαιτούν λύσεις αντίστοιχης περιπλοκότητας. Σ’ αυτό το περιβάλλον, οι δυνάμεις της εργασίας θα αγωνιστούμε για την κατοχύρωση της αξιοπρέπειας των εργαζόμενων καθώς και για την διατήρηση του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας.
Ιδέες και προτάσεις, όπως αυτές που διατυπώνει η Elisabeth Anderson για ένα «Σύνταγμα» για τις ιδιωτικές κυβερνήσεις, μπορούν να δώσουν έναυσμα για την αναζήτηση ακόμη καλύτερων τρόπων που θα επιτρέψουν στους εργαζόμενους στον νέο κόσμο που ανατέλλει, να διεκδικήσουν και να πετύχουν την κατοχύρωση των απαράγραπτων δικαιωμάτων τους.
(Ο Παναγιώτης Καρκατσούλης είναι εμπειρογνώμονας δημόσιας διοίκησης, στέλεχος του Κινήματος Αλλαγής)