Πριν από περίπου δύο εβδομάδες, 104 απόστρατοι αξιωματικοί του τουρκικού Πολεμικού Ναυτικού δημοσίευσαν υπόμνημα με δύο κρίσιμες προειδοποιήσεις προς την κυβέρνηση Ερντογάν. Η μια αφορούσε στην παραβίαση της αυστηρά κοσμικής παράδοσης στον στρατό, υπενθυμίζοντας την απόπειρα πραξικοπήματος των Γκιουλενιστών · και η δεύτερη ήταν η κριτική τους σε σενάρια αμφισβήτησης της Σύμβασης του Μοντρέ. Οι ηγετικές προσωπικότητες μεταξύ των συνταξιούχων αξιωματούχων του στρατού συνελήφθησαν αμέσως με την αιτιολογία ότι το υπόμνημά τους αποτελεί απόπειρα πραξικοπήματος. Φυσικά, αυτό προσέφερε χείρα βοηθείας στην κυβέρνηση, για να γράψει ακόμα μια ιστορία θυματοποίησής της και να αποσπάσει την προσοχή της κοινωνίας σε μια πολύ δύσκολη στιγμή. Κι ενώ όλα αυτά έχουν γίνει μέρος της πραγματικότητας της εσωτερικής πολιτικής της Τουρκίας, η πραγματική είδηση εδώ είναι η Σύμβαση του Μοντρέ και το νόημά της για την εξωτερική πολιτική σήμερα.
Η Σύμβαση του Μοντρέ σχετικά με το καθεστώς των Στενών των Δαρδανελίων και του Βοσπόρου, που υπογράφηκε το 1936, δίνει στην Τουρκία τον πλήρη έλεγχο των Στενών και ρυθμίζει τη διέλευση των πολεμικών πλοίων. Η Σύμβαση αναφέρει ότι τα πολεμικά πλοία χωρών που δεν διαθέτουν ακτογραμμή στη Μαύρη Θάλασσα, δεν μπορούν να διέλθουν ελεύθερα προς τον Εύξεινο Πόντο. Ως εκ τούτου, η Σύμβαση δεν διασφαλίζει μόνο την Τουρκία, αλλά και τη Ρωσία (τότε ΕΣΣΔ), καθώς παύει να υφίσταται η απειλή άφιξης πολεμικών πλοίων των δυτικών δυνάμεων στον Εύξεινο Πόντο. Ως εκ τούτου, η Σύμβαση αποτελεί επίσης δικλείδα ασφαλείας μεταξύ Τουρκίας και Ρωσίας.
Οι ΗΠΑ δεν είδαν ποτέ με καλό μάτι τη Σύμβαση, αφού περιορίζει πολύ αυστηρά την αμερικανική παρουσία στον Εύξεινο Πόντο. Προσπάθησαν να το ξεπεράσουν αυτό με την ένταξη στο ΝΑΤΟ τριών χωρών που έχουν ακτογραμμή στη Μαύρη Θάλασσα, της Τουρκίας, της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας. Οι ΗΠΑ θέλουν επίσης να εντάξουν στο ΝΑΤΟ την Ουκρανία και τη Γεωργία, για να αυξήσουν την παρουσία τους στον Εύξεινο Πόντο και να πιέσουν περαιτέρω τη Ρωσία. Μέχρι στιγμής, ωστόσο, ακόμη και υπό τη σημαία του ΝΑΤΟ μέσω των τριών παραπάνω χωρών, η παρουσία είναι περιορισμένη τόσο από άποψη χωρητικότητας των πλοίων, όσο και χρονικής περιόδου, χάρη στη Σύμβαση του Μοντρέ. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι ΗΠΑ σε κάθε ευκαιρία προσπαθούν να υπερβούν τη Σύμβαση τουλάχιστον με την υποστήριξη της Τουρκίας.
Το μεγάλο έργο του Ερντογάν, το Κανάλι της Κωνσταντινούπολης, το οποίο αποσκοπεί στην κατασκευή τεχνητής διώρυγας μήκους 45 χιλιομέτρων που θα συνδέει τη Θάλασσα του Μαρμαρά με τη Μαύρη Θάλασσα, αναζωπυρώνει τις συζητήσεις σχετικά με τη Σύμβαση. Η τουρκική κυβέρνηση επιβεβαίωσε την επιμονή της στην υλοποίηση του έργου, προκειμένου να ελαφρύνει την κίνηση στο Βόσπορο. Ωστόσο, υποστηρίχθηκε ότι η νέα τεχνητή διώρυγα δεν υπόκειται στους όρους της Σύμβασης του Μοντρέ, εξ ου και η Ρωσία εξέφρασε ανοιχτά τις ανησυχίες και τις αντιρρήσεις της.
Γιατί λοιπόν θέλει η Τουρκία να ανοίξει τη συζήτηση για τη Σύμβαση του Μοντρέ, που της δίνει τέτοια πλεονεκτήματα; Καθώς η ένταση μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας κλιμακώνεται στην Ουκρανία, ο έλεγχος του Εύξεινου Πόντου έχει γίνει ακόμη πιο κρίσιμος. Η αγορά αμυντικών συστημάτων S-400 από τη Ρωσία, ενώ η Τουρκία είναι χώρα του ΝΑΤΟ, αποτελεί μεγάλο εμπόδιο στις σχέσεις με τις ΗΠΑ. Η Τουρκία έχει ήδη πάρει το μέρος των ΗΠΑ κατά της Ρωσίας στην διένεξη για την Κριμαία. Φαίνεται ότι η τουρκική κυβέρνηση θέλει να ενισχύσει τη συνεργασία με τις ΗΠΑ, ειδικά εφόσον βλέπει τον Πρόεδρο Μπάιντεν να μην είναι τόσο ανεκτικός όσο ο Τραμπ έναντι του Προέδρου Ερντογάν και μέχρι στιγμής να μην έχει καμία έστω ιδιωτική επαφή μαζί του. Η κυβέρνηση Ερντογάν προσφέρει λοιπόν την Σύμβαση του Μοντρέ ως «πίπα της ειρήνης» στις ΗΠΑ.
Η άλλη καυτή πατάτα είναι η Νοτιοανατολική Μεσόγειος. Οι διερευνητικές αποστολές της Τουρκίας στο Αιγαίο, τα Σύμφωνα Τουρκίας-Λιβύης και Ελλάδας-Αιγύπτου, η διαχείριση των προσφυγικών ροών και το Κυπριακό έχουν φέρει την Τουρκία σε αντιπαράθεση με την Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις επιδεινώθηκαν σταδιακά υπό την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Η συμμετοχή της Ντόρας Μπακογιάννη στην τελετή ορκωμοσίας του Προέδρου Ερντογάν το 2018, ως μοναδική παριστάμενη από την Ελλάδα, η ιδιωτική συνάντηση μεταξύ του Κυριάκου Μητσοτάκη και του γαμπρού του Ερντογάν και τότε Υπουργού Ενέργειας, Μπεράτ Αλμπαϊράκ, το Πάσχα του 2019 στην Κωνσταντινούπολη, η συμπάθεια τουρκικών κυβερνητικών κύκλων, συμπεριλαμβανομένου του φιλοκυβερνητικού Τύπου, και ορισμένων τουρκικών διπλωματικών κύκλων προς τη ΝΔ πριν από τις εκλογές του 2019, είχαν δημιουργήσει αντίθετες προσδοκίες.
Ωστόσο, αντί να διατηρούν εποικοδομητικές σχέσεις προσανατολισμένες στη λύση, οι δύο κυβερνήσεις προτίμησαν να χρησιμοποιήσουν τις σχέσεις ως "ύλη" για την εσωτερική πολιτική ατζέντα τους. Η λογομαχία Δένδια και Τσαβούσογλου κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου στην Άγκυρα την περασμένη εβδομάδα δίνει την εντύπωση ενός "εικονικού αγώνα" περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Στο τέλος μιας συνάντησης χωρίς σημαντικό αποτέλεσμα, τα δύο μέρη αποφάσισαν να πάρουν κάτι τουλάχιστον για την εσωτερική τους ατζέντα. Και κατάφεραν με επιτυχία να δημιουργήσουν μια «ψευδή ατζέντα», για να αποσπάσουν την προσοχή των πολιτών τους από τα πραγματικά προβλήματα της ανεργίας, της οικονομικής κρίσης, των προβλημάτων των συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης, της διαφθοράς κ.λπ. Μια «ηρωική» ιστορία για να εντυπωσιάσουν τους ψηφοφόρους τους.
Από την άλλη, δεδομένου ότι η Τουρκία κρατά τα κλειδιά της προσφυγικής κρίσης, η αντίδραση της ΕΕ έναντι της Τουρκίας για τα προαναφερθέντα ζητήματα ήταν πιο ήπια από ό,τι αναμενόταν. Η τελευταία συνάντηση μεταξύ των εκπροσώπων της ΕΕ και της Τουρκίας σηματοδότησε εκ νέου αυτή τη στάση. Η ευρωτουρκική συμφωνία για τους πρόσφυγες θα συνεχιστεί και η ΕΕ θα συνεχίσει να πληρώνει την Τουρκία, για να είναι αυτή ο φύλακας της Ευρώπης, παρότι η Τουρκία θα συνεχίσει να κάνει τα στραβά μάτια στις παράτυπες θαλάσσιες διελεύσεις προς τα ελληνικά νησιά, καθώς το ζήτημα των προσφύγων πιέζει οικονομικά και πολιτικά την κυβέρνηση Ερντογάν στο εσωτερικό.
Δεδομένων των συνθηκών, θα δούμε την τουρκική και την ελληνική κυβέρνηση να αξιοποιούν την ευαίσθητη κατάσταση των διμερών σχέσεων ως εργαλείο για την εσωτερική τους ατζέντα, ενώ η ΕΕ θα συνεχίσει τη χαλαρή στάση της απέναντι στην Τουρκία, προκειμένου να αποφύγει την επίδραση μιας όξυνσης του προσφυγικού ζητήματος στους Ευρωπαίους συντηρητικούς ψηφοφόρους.
Η Τουρκία ακολουθεί μια απρόβλεπτη εξωτερική πολιτική τον τελευταίο καιρό παίζοντας μπάλα μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Θα δούμε αν αυτή η τακτική θα εξακολουθήσει να είναι βιώσιμη, όσο τα νερά θερμαίνονται και στις δύο θάλασσες.
Η Πινάρ Τσακίρογλου είναι Δρ. Οικονομικών