Σύνοψη
Η συζήτηση για τη ρύθμιση του χρόνου εργασίας έρχεται σε μια στιγμή που το μερίδιο της εργασίας στον ιδιωτικό τομέα καταγράφει ήδη σημαντικές απώλειες.
Ειδικότερα, το μερίδιο της μισθωτής εργασίας στον ιδιωτικό τομέα κατά την περίοδο 2007-2017 υποχώρησε από 40,8% σε 32,2% του Εθνικού Εισοδήματος που παράγεται από τον ιδιωτικό τομέα. Αντίστοιχη αύξηση παρουσίασε το μερίδιο των κερδών.
Κατά το έτος 2018 το 76,3% των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα εργαζόταν συνήθως έως πέντε ημέρες την εβδομάδα. Το 23,7% εργαζόταν άνω των πέντε ημερών.
Το 3,4% των μισθωτών στον ιδιωτικό τομέα δηλώνει πως συνήθως εργάζεται επτά (7) ημέρες την εβδομάδα, κάτι το οποίο ρητά απαγορεύεται από την εργατική νομοθεσία.
Η απασχόληση άνω των 40 ωρών αποτελεί «συχνή εξαίρεση» δεδομένου πως ένας στους τρεις μισθωτούς (27,7%) εργάζεται συνήθως περισσότερες από 40 ώρες την εβδομάδα.
Η μέση εβδομαδιαία υπερωριακή απασχόληση των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα είναι 2,3 ώρες. Δηλαδή όσο είναι το υφιστάμενο ανώτατο όριο των επιτρεπόμενων υπερωριών.
Οι αρνητικές επιπτώσεις από την αύξηση των υπερωριών, μετρούμενες σε θέσεις πλήρους απασχόλησης, ανέρχονται σε 17.588.
Οι αρνητικές επιπτώσεις από την ανακατανομή του χρόνου εργασίας μετρούμενες σε θέσεις πλήρους απασχόλησης, ανέρχονται 20.455.
Η συνδυαστική αρνητική επίπτωση στην απασχόληση ανέρχεται σε 38.043 θέσεις πλήρους απασχόλησης, δηλαδή στο 2,6% του συνόλου των θέσεων πλήρους απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα.
Εισαγωγή
Στόχος της παρούσας άσκησης είναι η εκτίμηση των δυνητικών επιπτώσεων των νέων ρυθμίσεων αναφορικά με τον όγκο της απασχόλησης (αριθμός απασχολούμενων).Ειδικότερα, οι κύριες αλλαγές του σχεδίου νόμου σε ό,τι αφορά το χρόνο εργασίας είναι (α) η δυνατότητα ανακατανομής του χρόνου εργασίας σε εξαμηνιαία βάση έπειτα από εξατομικευμένη συμφωνία μεταξύ του εργοδότη και του εργαζόμενου και (β) η αύξηση του μέγιστου αριθμού των ετήσιων υπερωριών από τις 96 ώρες για τηβιομηχανία και τις 120 ώρες στους λοιπούς κλάδους που είναι σήμερα στις 150 ώρες/ετησίως για το σύνολο των επιχειρήσεων.
1.Το ευρύτερο οικονομικό πλαίσιο
Η συζήτηση για τη ρύθμιση του χρόνου εργασίας έρχεται σε μια στιγμή που η μισθωτή εργασία στον ιδιωτικό τομέα έχει απωλέσει ήδη σημαντικό τμήμα του εισοδήματός της. Είναι επαρκώς τεκμηριωμένο πως η οικονομική κρίση της περιόδου 2009-2014 είχε ως συνέπεια τη σημαντική μείωση των αμοιβών των μισθωτών στον ιδιωτικό τομέα. Πέρα όμως από την απόλυτη μείωση των πραγματικών μισθών, παρατηρήθηκε σημαντική μείωση και στα σχετικά εισοδήματα της μισθωτής εργασίας, δηλαδή στα εισοδήματά της σε σχέση με το εισόδημα του κεφαλαίου (μερίδιο της εργασίας). Το μερίδιο της εργασίας είναι ένα κλάσμα όπου ο αριθμητής παίρνει την τιμή των ετήσιων απολαβών της μισθωτής εργασίας και ο παρονομαστής την τιμή ενός δείκτη του εισοδήματος της οικονομίας (π.χ. το εθνικό εισόδημα, το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν ή την ακαθάριστη προστιθέμενη αξία). Για τις ανάγκες του παρόντος, μας ενδιαφέρει κυρίως το μερίδιο της εργασίας στον ιδιωτικό τομέα εκφρασμένο ως ποσοστό του εγχώριου εισοδήματος. Η συγκεκριμένη εκτίμηση αφαιρεί τις αναλώσεις παγίου κεφαλαίου (fixedcapitalconsumption), δηλαδή μας δίνει μια πιο ακριβή εικόνα ως προς τη λειτουργική διανομή του εισοδήματος μεταξύ των αμοιβών της εργασίας και των κερδών (δηλαδή ενός υποσυνόλου της αμοιβής του κεφαλαίου).
ΤοΔιάγραμμα 1αποτυπώνει τη μεταβολή του μεριδίου της εργασίας στον ιδιωτικό τομέα στους κλάδους της Μεταποίησης και των Υπηρεσιών κατά την περίοδο 2007-2017. Είναι εμφανές πως η κατανομή του εθνικού εισοδήματος μεταξύ εργασίας και κερδών επιδεινώθηκε σημαντικά κατά την περίοδο της κρίσης, ενώ κατά την περίοδο της σχετικής ανάκαμψηςαναπληρώθηκε μικρό μόνο τμήμα των απωλειών. Πρέπει να τονιστεί πως το διάγραμμα δεν υπονοεί πως τα κέρδη αυξήθηκαν. Υποδηλώνει όμως πως ακόμα και κατά την περίοδο της κρίσης, τα κέρδη μειώθηκαν σε μικρότερο βαθμό απ’ ό,τι οι αμοιβές της εργασίας. Υπό αυτή την έννοια, η ελληνική περίπτωση επιβεβαιώνει το εύρημα και άλλων μελετών πως οι συσταλτικές δημοσιονομικές πολιτικές προκαλούν υποχώρηση του μεριδίου της εργασίας (ενδBall κ.α. 2013).
Διάγραμμα 1: Μερίδιο της εργασίας 2007-2017 εκφρασμένο ως ποσοστό του Εθνικού Εισοδήματος, Ιδιωτικός τομέας, Μεταποίηση & Υπηρεσίες
Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως μολονότι το μερίδιο της εργασίας δεν μας δίνει πληροφορίες αναφορικά με τη διανομή του εισοδήματος από εργασία μεταξύ των εργαζομένων (Atkinson 2009),δεν μπορεί να αγνοηθεί η εμπειρική παρατήρηση ότι η μείωση του μεριδίου της εργασίας συχνά εμφανίζεται μαζί με την αύξηση των ανισοτήτων αφενός διότι ο βαθμός συγκέντρωσης του εισοδήματος από κεφάλαιο είναι υψηλότερος από το βαθμό συγκέντρωσής του εισοδήματος από εργασία (Piketty 2013), αφετέρου διότι η μείωση του μεριδίου της εργασίας στο σύνολο της οικονομίας συχνά συνδυάζεται με μία επιπρόσθετη επιδείνωση στην εσωτερική κατανομή αυτού του εισοδήματος μεταξύ των μισθωτών (ενδεικτικά ILO 2011, OECD 2012, Atkinson κ.α. 2011). Επιπρόσθετα, οι μεταβολές του μεριδίου της εργασίας επιδρούν, άμεσα και έμμεσα, στο ρυθμό του πληθωρισμού (De Serres κ.α. 2002), στο δυνητικό ΑΕΠ (Christodoulakis&Axioglou 2017), στην κατανάλωση των νοικοκυριών (Onaran&Galanis 2013), αλλά και συνολικότερα στη μεγέθυνση των εθνικών οικονομιών (Charpe κ.α. 2019, Lavoie&Stockhammer 2013).
Η ενίσχυση των κερδών έναντι των αμοιβών της εργασίας ενίοτε δικαιολογείται ως ένα αναγκαίο μέτρο δημιουργίας ενός αποθέματος κεφαλαίου που θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει μελλοντικές επενδύσεις. Σύμφωνα με το επιχείρημα, η ενίσχυση των κερδών, ειδικά των μικρών επιχειρήσεων με περιορισμένες δυνατότητες πρόσβασης σε εξωτερική χρηματοδότηση, ενισχύει τις δυνατότητες αυτοχρηματοδότησης των επενδύσεων και μεσοπρόθεσμα έχει θετικές συνέπειες και για το ύψος των μισθών (στο μέτρο που οι επενδύσεις αυξάνουν την παραγωγικότητα της εργασίας).
Ωστόσο, η παραπάνω υπόθεση δεν επιβεβαιώνεται από τα εμπειρικά δεδομένα. Στο Διάγραμμα 2 η συνεχόμενη γραμμή αποτυπώνει το μερίδιο του κεφαλαίου ως ποσοστό του εγχώριου εισοδήματος (κέρδη) και η διακεκομμένη γραμμή αποτυπώνει τις δαπάνες για σχηματισμό παγίου κεφαλαίου ως ποσοστό της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας (επενδύσεις). Και τα δύο μεγέθη αφορούν τον ιδιωτικό τομέα. Είναι εμφανές ότι η εξέλιξη των μεγεθών υπονοεί μια αντίστροφη σχέση, δηλαδή ότι η μείωση των κερδών ή αντιστρόφως η αύξηση του μεριδίου της εργασίας οδηγεί σε αύξηση των επενδύσεων. Επιβεβαιώνεται επομένως η διαπίστωση και άλλων ερευνών (ενδεικτικά ILO & OECD 2015) ότι η ενίσχυση του μεριδίου του κεφαλαίου στις ανεπτυγμένες οικονομίες δεν συνοδεύεται αναγκαστικά από ενίσχυση των ιδιωτικών επενδύσεων.
2.Υφιστάμενη κατάσταση ως προς το χρόνο εργασίας
2.1 Θεσμικό πλαίσιο
Σύμφωνα με το θεσμικό πλαίσιο που ισχύει σήμερα, ο χρόνος εργασίας οργανώνεται βάσει τεσσάρων εννοιών: του συμβατικού ωραρίου, του νόμιμου ωραρίου, της υπερεργασίας και της υπερωρίας. Ειδικότερα:
- το συμβατικό ωράριο είναι 40 ώρες την εβδομάδα και 8 ώρες την ημέρα
- το νόμιμο ωράριο, είναι:
- 45 ώρες εβδομαδιαίως (9 ώρες ημερησίως) για πενθήμερη απασχόληση και
- 48 ώρες εβδομαδιαίως (8 ώρες ημερησίως) για εξαήμερη απασχόληση
Ως υπερεργασία νοείται η εργασία που παρέχεται πέρα από το καθορισμένο συμβατικά εβδομαδιαίο ωράριο (40ωρο) και μέχρι να συμπληρωθεί το νόμιμο ωράριο εργασίας. Δηλαδή, ως υπερεργασία νοείται η εβδομαδιαία απασχόληση:
- από 40,01 έως 45 ώρες την εβδομάδα στην περίπτωση πενθήμερης απασχόλησης
- από 40,01 έως 48 ώρες την εβδομάδα στην περίπτωση εξαήμερης απασχόλησης.
Ως υπερωρία θεωρείται η απασχόληση:
- πέραν των 45 ωρών εβδομαδιαίως (9 ωρών ημερησίως) για πενθήμερη εργασία
- πέραν των 48 εβδομαδιαίως (8 ωρών ημερησίως) για εξαήμερη εργασία.
Πρέπει να τονιστεί πως η διάκριση μεταξύ υπερεργασίας και υπερωρίας δεν προκύπτει από κάποιου τύπου οικονομική αναγκαιότητα ή γενικά αποδεκτό κανόνα. Πρόκειται για μια νομική διάκριση προκειμένου να διαφοροποιηθεί ο τρόπος αμοιβής της πρόσθετης εργασίας πέραν του συμβατικού ωραρίου.
2.2 Υφιστάμενη κατάσταση των υπερωριών
Από την ανάλυση των ωρών εργασίας των μισθωτών πλήρους απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα προκύπτουν μια σειρά από ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις.
Σε ό,τι αφορά της ημέρες συνήθους εβδομαδιαίας απασχόλησης, με βάση τα στοιχεία από την Έρευνα Εργατικού Δυναμικού (ΕΕΔ) της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ),κατά το έτος 2018 το 76,3% των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα εργαζόταν συνήθως έως πέντε (5) ημέρες και το 23,7% εργαζόταν άνω των πέντε ημερών. Περίπου το 75% των εργαζομένων που εργάζονται συνήθως άνω των πέντε ημερών απασχολείται στο εμπόριο (30%), στις υπηρεσίες σίτισης και καταλυμάτων (27%), στη μεταποίηση (9,5%) και στις μεταφορές (8%).
Το υπόλοιπο 25% κατανέμεται στους άλλους κλάδους της οικονομίας. Ωστόσο, το 3,4% των μισθωτών στον ιδιωτικό τομέα δηλώνει πως συνήθως εργάζεται επτά (7) ημέρες την εβδομάδα, κάτι το οποίο ρητά απαγορεύεται από την εργατική νομοθεσία (Πίνακας 2 στο Παράρτημα).
Σε ό,τι αφορά τον εβδομαδιαίο χρόνο συνήθους απασχόλησης, το συμβατικό ωράριο των 40 ωρών/εβδομάδα χαρακτηρίζει μεν την πλειονότητα των μισθωτών πλήρους απασχόλησης(72,3%) αλλάη απασχόληση άνω των 40 ωρών αποτελεί μια «συχνή εξαίρεση» δεδομένου πως ένας στους τρεις μισθωτούς(27,7%) εργάζεται συνήθως περισσότερες από 40 ώρες την εβδομάδα (Πίνακας 3 στο Παράρτημα).
Η απασχόληση άνω του συμβατικού ωραρίου παρουσιάζει υψηλή συγκέντρωση στους εργαζόμενους που εργάζονται άνω των 5 ημέρων.Οι συγκεκριμένοι εργαζόμενοι πραγματοποιούν και περισσότερη υπερεργασία (κάτι το οποίο προβλέπεται από το θεσμικό πλαίσιο) αλλά και περισσότερες υπερωρίες. Μάλιστα στην περίπτωση των εργαζόμενων που απασχολούνται άνω των 5 ημερών ο μέσος χρόνος εργασίας υπερβαίνει το νόμιμο ωράριο εργασίας (Πίνακας 3 στο Παράρτημα).
Το μέσο μέγεθος εβδομαδιαίας υπερωριακής απασχόλησης ανήλθε σε περίπου 2,3 εκατ. ώρες για τους εργαζόμενους με πενθήμερη εργασία και 3,7 εκατ. ώρες για τους εργαζόμενους με «6ήμερη» απασχόληση (Πίνακας 4 στο Παράρτημα). Η αναγωγή του συνολικού ύψους υπερωριακής απασχόλησης ανά εργαζόμενο μας δίνει την τιμή 2,3 δηλαδή όσο είναι το ανώτατο όριο των επιτρεπόμενων υπερωριών, στοιχείο που αποτυπώνει την ιδιαίτερα υψηλή ζήτηση των επιχειρήσεων για υπερωριακή απασχόληση.
Το στοιχείο που προκαλεί έκπληξη είναι το εξαιρετικά υψηλό μέγεθος υπερωριακής απασχόλησης των μισθωτών που απασχολούνται συνήθως άνω των 5 ημερών την εβδομάδα (Πίνακας 4 στο Παράρτημα), το οποίο υπερβαίνει κατά πολύ το νόμιμο ανώτατο όριο που προβλέπει ο νόμος.
2.3 Η εποχικότητα στην ελληνική οικονομία
Το εύρος των επιπτώσεων των προτεινόμενων αλλαγών στη διευθέτηση του χρόνου εργασίας συναρτάται με την εποχικότητα της οικονομίας/κλάδου. Σε ό,τι αφορά την ελληνική οικονομία, είναι απολύτως σαφές ότι σε εθνικό επίπεδο αυτή (η εποχικότητα) καθορίζεται κυρίαρχα από την τουριστική περίοδο (Πίνακας 6 στο Παράρτημα). Σε ετήσια βάση, και επί σειρά ετών, η απασχόληση στην ελληνική οικονομία λαμβάνει τις υψηλότερες τιμές της κατά το τρίτο τρίμηνο του έτους (Ιούλιος-Σεπτέμβριος) και τις χαμηλότερες κατά το πρώτο τρίμηνο (Ιανουάριος-Μάρτιος). Η παραπάνω παρατήρηση ισχύει και για τον αριθμό των απασχολούμενων και για τις συνολικές ώρες εργασίας.
Η ένταση της εποχικότητας, δηλαδή η διαφορά της μέγιστης με την ελάχιστη τιμή του έτους, είναι επίσης σημαντική. Στην ελληνική οικονομία η διαφορά του 3ου με το 1ο τρίμηνο ανέρχεται σε 173,7 χιλιάδες άτομα, δηλαδή στο 10% της μέσης ετήσιας απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα. Αντίστοιχα, οι ώρες απασχόλησης κατά το 3ο τρίμηνο είναι κατά 8 εκατ. περισσότερες σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο, δηλαδή αντιστοιχούν στο 12% του μέσου συνολικού χρόνου απασχόλησης.
Επισημαίνεται, πως η εποχικότητα δεν είναι η ίδια για όλους τους κλάδους. Για παράδειγμα, στον κλάδο της εκπαίδευσης το τρίτο τρίμηνο του έτους είναι εκείνο με το μικρότερο όγκο απασχόλησης. Συνολικά, από τους είκοσι (20) μονοψήφιους κλάδους της ελληνικής οικονομίας οι έξι (6) εμφανίζουν διαχρονικά ένα μοτίβο αντίστοιχο με εκείνο του συνόλου της οικονομίας. Πρόκειται για τους κλάδος της μεταποίησης, των κατασκευών, του εμπορίου, των καταλυμάτων/εστίασης, των τεχνών και των υποστηρικτικών διοικητικών δραστηριοτήτων.
Αυτοί οι κλάδοι συγκέντρωσαν κατά το έτος 2018 το 67% της συνολικής μισθωτής απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα. Κατά συνέπεια, επηρεάζουν σημαντικά τα συνολικά μεγέθη της απασχόλησης αλλά «αφήνουν εκτός» ένα -εξίσου σημαντικό- 32% του συνόλου της απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα η εποχικότητα του οποίου -με εξαίρεση την εκπαίδευση- δεν είναι εκ πρώτης όψης σαφής.
3.Επιπτώσεις της διεύρυνσης των δυνατοτήτων διαχείρισης του χρόνου εργασίας
Οι περισσότερες επιχειρήσεις και κλάδοι χαρακτηρίζονται από κάποιου τύπου εποχικότητα.
Σε κάποιες περιόδους (μήνες) η ζήτηση του προϊόντος είναι αυξημένη, σε κάποιες άλλες είναι μικρότερη. Αντίστοιχα, αυτές οι μεταβολές της ζήτησης του προϊόντος της επιχείρησης προκαλούν ανάλογες μεταβολές στη ζήτηση εργασίας της επιχείρησης.
Σε αυτό το γενικό πλαίσιο, από την πλευρά της επιχείρησης, η ευελιξία στη διαχείριση του χρόνου εργασίας δίνει τη δυνατότητα ανακατανομής ωρών εργασίας προκειμένου να αυξηθεί ο παραγωγικός χρόνος. Εν ολίγοις, η επιχείρηση «δανείζεται» από τον εργαζόμενο μελλοντικές ώρες εργασίας για κάποιο διάστημα με την υποχρέωση να τις αναπληρώσει κατά το αμέσως επόμενο διάστημα. Αντίστοιχα, στη περίπτωση αύξησης του ετήσιου ορίου των υπερωριών το αποτέλεσμα είναι η αύξηση των συνολικών ωρών εργασίας που μπορεί να προσφέρει δεδομένος αριθμός εργαζομένων.
Οι επιπτώσεις αυτών των μεταβολών στον όγκο της απασχόλησης, δηλαδή στον αριθμό των εργαζομένων, εξαρτώνται κυρίαρχα από τη φύση της έκτακτης ανάγκης που επιδιώκει να καλύψει η επιχείρηση. Η κάλυψη μιας κενής θέσης εργασίας απαιτεί την κατανάλωση χρόνου και πόρων από την επιχείρηση (για μια επισκόπηση βλ. Manning 2010), ως εκ τούτου μη προβλέψιμες και έκτακτες ανάγκες σχετικά μικρής χρονικής διάρκειας είναι εύλογο να καλύπτονται από το υφιστάμενο προσωπικό. Κατά συνέπεια, η αδυναμία της επιχείρησης (άρα του θεσμικού πλαισίου) να ανταποκριθεί σε τέτοιου είδους ανάγκες δεν πρόκειται να προκαλέσει αύξηση της απασχόλησης. Αντιθέτως, είναι πιθανό να ενισχύσει την αδήλωτη εργασία. Συνεπώς, οι απρόβλεπτες ανάγκες, δηλαδή κυρίως εκείνες που δεν σχετίζονται με την εποχικότητα, είναι πιο αποτελεσματικό να καλυφθούν με πρόσθετη εργασία του υφιστάμενου προσωπικού, φυσικά βάσει των αποδεκτών από την κοινωνία αρχών περί δικαίου. Πρόκειται δηλαδή για μία αναγκαία διάσταση ευελιξίας την οποία το θεσμικό πλαίσιο οφείλει να προβλέπει και να ρυθμίζει.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν έκτακτες ανάγκες οι οποίες είναι προβλέψιμες.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι εποχικές ανάγκες (ο τουρισμός αποτελεί τυπικό παράδειγμα). Επομένως, κατά τη διάρκεια μιας χρονικής περιόδου (π.χ. έτος) δημιουργούνται έκτακτες ανάγκες οι οποίες είτε λόγω του περιοδικού τους χαρακτήρα είτε λόγω της συχνότητας με την οποία εμφανίζονται μπορούν ενταχθούν -τόσο από την επιχείρηση όσο και από το κράτος- σε ένα πλαίσιο/σύστημα διαχείρισης. Σε αυτή την περίπτωση, δημιουργείται ένα δίλλημα δημόσιας πολιτικής αναφορικά με το εάν θα ευνοηθεί (μέσω του θεσμικού πλαισίου) η κάλυψή τους από το υφιστάμενο προσωπικό ή μέσα από νέα απασχόληση. Στο πλαίσιο της παρούσας εργασίας μάς ενδιαφέρουν εκείνες οι ρυθμίσεις του χρόνου εργασίας οι οποίες δύνανται να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στον όγκο της απασχόλησης. Στη βάση της ανάλυσης βρίσκεται η θέση πως σε μια οικονομία που χαρακτηρίζεται από υψηλό ποσοστό ανεργίας, οι δημόσιες πολιτικές πρέπει να εξαντλήσουν τα όρια δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας στο μέτρο που οι παρεμβάσεις δεν απειλούν τις θέσεις πλήρους απασχόλησης αορίστου χρόνου.
Ο Πίνακας 1 αποτυπώνει τις επιπτώσεις στο ύψος της απασχόλησης και στο εισόδημα της διεύρυνσης της δυνατότητας της επιχείρησης να καλύπτει έκτακτες προβλεπόμενες ανάγκες μέσω της διαχείρισης του χρόνου εργασίας.
Η ανακατανομή του χρόνου εργασίας έχει αρνητική ή ουδέτερη επίπτωση στον όγκο της απασχόλησης. Εάν η διακύμανση της ζήτησης δεν έχει εποχικότητα, τότε η ανακατανομή του χρόνου εργασίας δεν έχει επίπτωση στον όγκο της απασχόλησης. Φανταστείτε, για παράδειγμα, δύο τεχνικούς δικτύων (Η/Υ) εκ των οποίων ο ένας εργάζεται πέντε ημέρες την εβδομάδα και ο άλλος τέσσερεις. Αντιθέτως, εάν η ζήτηση του προϊόντος της επιχείρησης έχει εποχική διάσταση οι συνέπειες της ανακατανομής του χρόνου εργασίας είναι διαφορετικές. Εάν η επιχείρηση έχει τη δυνατότητα μεταφοράς ωρών εργασίας από τις «νεκρές» περιόδους στις περιόδους αυξημένης ζήτησης του προϊόντος χωρίς να μεταβάλλεται το κόστος εργασίας, η επίπτωση θα είναι σίγουρα αρνητική για το εισόδημα της εργασίας κατά το μέγεθος της αξίας των υπερωριών που δεν θα πραγματοποιηθούν.
Η περίπτωση της αύξησης του ανώτατου ορίου των υπερωριών είναι πιο απλή. Η αύξηση του ανώτατου ορίου των επιτρεπόμενων υπερωριών έχει άμεσες αρνητικές επιπτώσεις στον αριθμό των απασχολούμενων. Η κύρια επίπτωση είναι η μείωση των θέσεων εργασίας μερικής ή πρόσκαιρης απασχόλησης. Ωστόσο, η αύξηση του ανώτατου ορίου των υπερωριών ενδέχεται να μειώσει και την απασχόληση αορίστου χρόνου. Σε ότι αφορά τα εισοδήματα, η αύξηση του χρόνου υπερωριακής απασχόλησης θα αυξήσει τα εισοδήματα του μεμονωμένου εργαζόμενου, αλλά το σύνολο των εργατικών εισοδημάτων θα μειωθεί (ένα αυξανόταν τότε η επιχείρηση δεν θα είχε συμφέρον να επιλέξει την αύξηση της υπερωριακής απασχόλησης έναντι π.χ. της απασχόλησης ορισμένου χρόνου).
Τέλος, συνιστά εύλογη υπόθεση πως οι θέσεις που απειλούνται περισσότερο είναι οι θέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που καλύπτουν έκτακτες ανάγκες, δηλαδή οι θέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου σχετικά μικρής διάρκειας (έως 6 μήνες). Το 2018 αυτές οι θέσεις ανέρχονταν σε περίπου 81.000 θέσεις.
Από τεχνικής άποψης, κοινό των παραπάνω είναι η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας (αξία προϊόντος/κόστος εργασίας). Πρόκειται όμως για μία αύξηση που οφείλεται στη μείωση του παρονομαστή του κλάσματος (αμοιβές εργασίας) και όχι στην αξία του παραγόμενου προϊόντος. Πρόκειται για μια «αρνητική αύξηση» αφού αφήνει ανεπηρέαστη τη συνολική αξία του παραγόμενου προϊόντος.
Βάσει των παραπάνω, για την εκτίμηση των επιπτώσεων των νέων ρυθμίσεων στον όγκο της απασχόλησης χρησιμοποιήθηκαν τα πρωτογενή στοιχεία της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού του έτους 2018. Η επιλογή του 2018 έγινε προκειμένου να αποκλειστεί η επίπτωση στις ώρες εργασίας των περιοριστικών μέτρων που υιοθετήθηκαν προκειμένου να αντιμετωπιστεί η πανδημία COVID-19.
Προκειμένου να περιοριστεί η επίπτωση της εποχικότητας, η εκτίμηση των επιπτώσεων έγινε με βάση υπολογισμού τις συνολικές ώρες συνήθους εβδομαδιαίας απασχόλησηςτων μισθωτών πλήρους απασχόλησης αορίστου χρόνου. Δηλαδή, υποθέτουμε πως το μέγεθος της μερικής απασχόλησης και της απασχόλησης ορισμένου χρόνου εξαρτάται κυρίως από την εποχικότητα της ζήτησης που αντιμετωπίζει η επιχείρηση/κλάδος.
Στις εκτιμήσεις δεν έχουν ενσωματωθεί παραδοχές αναφορικά με τις επιπτώσεις των νέων ρυθμίσεων στην αδήλωτη εργασία η οποία όμως συνεχίζει να αποτελεί σημαντικό τμήμα της συνολικής προσφοράς εργασίας στην ελληνική αγορά εργασίας. Η επιλογή έγινε προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν οι παραδοχές που δεν μπορούν να στηριχθούν σε άμεσα παρατηρήσιμα μεγέθη.
Τέλος,όπου απαιτήθηκαν πρόσθετες παραδοχές επιλέχθηκε η συντηρητικότερη παραδοχή, δηλαδή εκείνη που συνεπάγεται μικρότερη αρνητική επίπτωση. Η επιλογή αυτή επιβάλλεται από την υπόθεση ότι οι νέες ρυθμίσεις για κάποιες κατηγορίες εργαζομένων ενδεχομένως να έχουν θετικές συνέπειες.
Εκτίμηση επιπτώσεων
Μεθοδολογία εκτίμησης
Σε ό,τι αφορά τον χρόνο εργασίας το νομοσχέδιο προωθεί δύο βασικές αλλαγές:
(α) δυνατότητα ανακατανομής του χρόνου εργασίας σε εξαμηνιαία βάση, δηλαδή αύξηση του παραγωγικού χρόνου εργασίας.
(β) αύξηση του μέγιστου αριθμού των υπερωριών στις 150 ώρες/ετησίως για το σύνολο των επιχειρήσεων. Σήμερα, τα ανώτατα όρια είναι 96 ώρες για την βιομηχανία και 120 ώρες στους λοιπούς κλάδους.
Για την εκτίμηση των επιπτώσεων των νέων ρυθμίσεων στον όγκο της απασχόλησης χρησιμοποιήθηκαν τα πρωτογενή στοιχεία της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού του έτους 2018. Η επιλογή του 2018 έναντι των πιο πρόσφατων ετών έγινε προκειμένου να αποκλειστεί η επίπτωσή της στις ώρες εργασίας των περιοριστικών μέτρων που υιοθετήθηκαν προκειμένου να αντιμετωπιστεί η πανδημία COVID-19. Ωστόσο, δεν είναι σαφές ποιες θα είναι οι επιπτώσεις της οικονομικής ύφεσης που προκάλεσε η πανδημία τόσο στον όγκο της απασχόλησης μετρούμενο τόσο σε αριθμό απασχολούμενων όσο και σε αριθμό ωρών.
Κατά δεύτερο λόγο, η εκτίμηση πρέπει να ενσωματώσει τη διάσταση της εποχικότητας. Η ενσωμάτωση της εποχικότητας γίνεται κυρίως με την υιοθέτηση ως βάσης υπολογισμού τις ώρες εργασίας των μισθωτών πλήρους απασχόλησης αορίστου χρόνου. Δηλαδή, κάνουμε την παραδοχή πως το μέγεθος της μερικής απασχόλησης και της απασχόλησης ορισμένου χρόνου εξαρτάται κυρίως από την εποχικότητα της ζήτησης που αντιμετωπίζει η επιχείρηση/κλάδος. Η παραπάνω παραδοχή υποστηρίζεται από τις εμπειρικές παρατηρήσεις, δεδομένου ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΕΔ η μεταβολή των θέσεων μερικής απασχόλησης & απασχόλησης ορισμένου χρόνου ερμηνεύει περίπου το 75% της διακύμανσης του συνόλου της μισθωτής απασχόλησης.
Τρίτον, οι εκτιμήσεις δεν ενσωματώνουν πρόσθετες παραδοχές αναφορικά με τις επιπτώσεις των νέων ρυθμίσεων στην αδήλωτη εργασία η οποία συνεχίζει να αφορά σημαντικό τμήμα των εργαζομένων.
Τέλος, όπου απαιτήθηκαν πρόσθετες παραδοχές επιλέχθηκε η συντηρητικότερη παραδοχή, δηλαδή εκείνη που συνεπάγεται μικρότερη αρνητική επίπτωση. Η επιλογή αυτή ακολουθεί την υπόθεση ότι οι νέες ρυθμίσεις για κάποιες κατηγορίες εργαζομένων ενδεχομένως να έχουν θετικές συνέπειες.
Βάσει των παραπάνω, οι τελικές εκτιμήσεις πρέπει να αντιμετωπιστούν ως γενικοί δείκτες των ενδεχόμενων συνεπειών, αφού η ακριβής επίπτωση των νέων ρυθμίσεων θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τις ιδιαιτερότητες κάθε κλάδου, από τις διαφορές αναφορικά με την οργάνωση του χρόνου εργασίας που ακολουθούν επιχειρήσεις διαφορετικού μεγέθους αλλά και από τις γενικότερες εξελίξεις στην οικονομία.
Αύξηση των υπερωριών
Σύμφωνα με τις προτεινόμενες αλλαγές, ο μέγιστος αριθμός των ετήσιων υπερωριών αυξάνεται κατά 56,2% στη βιομηχανία και κατά 25% στους λοιπούς κλάδους. Η βάση υπολογισμού των επιπτώσεων είναι το σύνολο των ωρών υπερωριακής απασχόλησης, δηλαδή το άθροισμα των ωρών άνω των 45 ωρών για τους εργαζόμενους 5θήμερης απασχόλησης και άνω των 48 ωρών για τους εργαζόμενους 6ήμερης απασχόλησης. Ο μέσος χρόνος εβδομαδιαίας υπερωριακής απασχόλησης των εργαζόμενων με το σύστημα 5 ημερών είναι 2,3 ώρες ανά εβδομάδα, δηλαδή όσο το ανώτατο νόμιμο όριο, ενώ ο μέσος χρόνος εβδομαδιαίας υπερωριακής απασχόλησηςτων εργαζόμενων με το σύστημα 5+ ημερών ανέρχεται σε 12,2 ώρες την εβδομάδα.Βάσει των παραπάνω, η αύξηση του ανώτατου ορίου των υπερωριών για τους απασχολούμενους με το σύστημα των 5+ ημερών δεν αναμένεται να έχει επίπτωση στον όγκο της απασχόλησης αφού η μέση εβδομαδιαία απασχόληση υπερβαίνει ήδη το νόμιμο όριο.Αντιθέτως, στους εργαζόμενους με το σύστημα των 5 ημερών η αύξηση των υπερωριών αναμένεται να είναι αναλογική.Συνεπώς, ο αριθμός των πρόσθετων ωρών εργασίας που δύναται να αντικαταστήσει θέσεις απασχόλησης (OΤ) δίνεται από τον τύπο:
OΤ=x〖OΤS〗_i+y〖OTI〗_j
Όπου x είναι 0,25 δηλαδή η ποσοστιαία αύξηση του μέγιστου αριθμού των υπερωριών στους λοιπούς (πέρα της βιομηχανίας) τομείς, OTSiείναι oαριθμός των υπερωριών που πραγματοποιούν οι μισθωτοί πλήρους απασχόλησης αορίστου χρόνου με το σύστημα των 5 ημέρων στους υπόλοιπους τομείς της οικονομίας, yείναι 0,562δηλαδή η ποσοστιαία αύξηση του μέγιστου αριθμού των υπερωριών στην βιομηχανία και OTIjείναι oαριθμός των υπερωριών που πραγματοποιούν οι μισθωτοί πλήρους απασχόλησης αορίστου χρόνου με το σύστημα των 5 ημέρων στην βιομηχανία, δηλαδή στους κλάδους της «μεταποίησης»,της «παροχής ηλεκτρικού ρεύματος, φυσικού αερίου, ατμού & κλιματισμού» και της «παροχής νερού επεξεργασίας λυμάτων, διαχείρισης αποβλήτων».
Η εφαρμογή του τύπου για το έτος 2018 μας δίνει το παρακάτω αποτέλεσμα:
(0,25 × 1.945.924) + (0,562 × 386.166) = 703.506πρόσθετες ώρες εργασίας
Η αναγωγή σε θέσεις πλήρους απασχόλησης συμβατικού ωραρίου (39,5/ώρες την εβδομάδα) ισούται με 17.588 εργασίας.
Ανακατανομή του χρόνου εργασίας
Η αρχική μας παραδοχή είναι πως η ανακατανομή του χρόνου εργασίας δεν αφορά το προσωπικό που εργάζεται άνω του συμβατικού ωραρίου. Άρα, η βάση υπολογισμού είναι οι συνολικές ώρες εργασίας των μισθωτών πλήρους απασχόλησης αορίστου χρόνου που εργάζονται έως 40 ώρες την εβδομάδα.
Το κύριο ερώτημα σχετίζεται με το ποσοστό των ωρών που θα υπαχθεί στη σχετική ρύθμιση έπειτααπό πρόταση του εργοδότη. Το ποσοστό αυτό καθορίζεται από δύο παράγοντες.
Ο πρώτος παράγοντας είναι η εποχικότητα. Όπως αναφέρθηκε, προκειμένου η συγκεκριμένη ρύθμιση να έχει επίπτωση στην απασχόληση θα πρέπει να αφορά κλάδους με ισχυρή εποχικότητα.Ορίζουμε ως κλάδους με «ισχυρή εποχικότητα» εκείνους στους οποίους η διαφορά της μέγιστης με την ελάχιστη τιμή (ώρες εργασίας) είναι ίση ή μεγαλύτερη από το 75% της μέσης ετήσιας διαφοράς που παρατηρείται στο σύνολο της οικονομίας.
Ο δεύτερος παράγοντας είναι η επιθυμία του εργαζόμενου. Σύμφωνα με το σχέδιο νόμου, προϋπόθεση για τηρύθμιση του χρόνου εργασίας είναι η σύμφωνη γνώμη του ίδιου του εργαζόμενου. Η κριτική που έχει ασκηθεί αφορά στη δυνατότητα του εργοδότη να εκβιάσει τη σύμφωνη γνώμη του εργαζόμενου, αξιοποιώντας την θέση ισχύος που διαθέτει. Ωστόσο, είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι, στο πλαίσιο μιας προσπάθειας ελαχιστοποίησης των εντάσεων, η πρόταση του εργοδότη θα απευθυνθεί κατ’ αρχήν σε εκείνους τους εργαζόμενους οι οποίοι είναι περισσότερο πιθανό να την αποδεχτούν. Η «Ad hoc έρευνα για το συνδυασμό οικογενειακής ζωής και εργασίας, 2018» της ΕΛΣΤΑΤ (Πίνακας 3) αποτυπώνει το ποσοστό των εργαζόμενων (ανά κλάδο) που δηλώνουν ότι πως αντιμετωπίζουν σημαντικά εμπόδια στη φροντίδα παιδιών και συγγενών που προκαλείται από την εργασία.
Τέλος, πρέπει να εκτιμηθεί το ποσοστό του χρόνου εργασίας των παραπάνω κατηγοριών εργαζομένων που θα τύχει ρύθμισης, z. Υποθέτουμε ότι αυτό διαμορφώνεται στο 25%, δηλαδή στην ποσοστιαία διαφορά μεταξύ του συμβατικού οκτάωρου με το όριο των 10 ωρών ημερησίως.
Βάσει των παραπάνω, ο αλγόριθμος εκτίμησης των εκτιμώμενων ωρών που δύνανται να ανακατανεμηθούν είναι:
extra hours= Σ 〖WH〗_i y z
Όπου WHiείναι το σύνολο των ορών εργασίας έως 40 ώρες στον κλάδο i, y είναι το ποσοστό των εργαζομένων στον κλάδο που δηλώνουν πως αντιμετωπίζουν σημαντικά εμπόδια στη φροντίδα παιδιών και συγγενών που προκαλείται από την εργασία και z είναι 0,25 δηλαδή όση η ποσοστιαία διαφορά μεταξύ του συμβατικού 8ώρου και των 10 ωρών εργασίας ημερησίως.
Η επίλυση του αλγόριθμού μας δίνει την 807.989 ώρες, οι οποίες εκφρασμένες σε ισοδύναμο πλήρους απασχόλησης ισούνται με 20.455 θέσεις εργασίας.
Από τα παραπάνω προκύπτει πως η συνδυαστική αρνητική επίπτωση στην απασχόληση ανέρχεται σε 38.043 θέσεις πλήρους απασχόλησης, δηλαδή με το 2,6% του συνόλου των θέσεων πλήρους απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα.
6.Παράρτημα πινάκων