Ο αποτελεσματικός έλεγχος της αγοράς εργασίας είναι βασική παράμετρος ενίσχυσης της αρχής της νομιμότητας, δεδομένου μάλιστα ότι το Σύνταγμα κατοχυρώνει το κοινωνικό κράτος δικαίου (άρθρο 25 Συντάγματος, όπως αναθεωρήθηκε στην Αναθεώρηση του 2001).Τούτο σημαίνει ότι ζητούμενο δεν είναι απλά η τυπική εφαρμογή των νόμων, αλλά η εφαρμογή της νομοθεσίας με πνεύμα κοινωνικής δικαιοσύνης. Η παραδοχή αυτή έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία στη παρούσα έκτακτη συγκυρία μιας διεθνούς υγειονομικής κρίσης που επήλθε μετά από μια μακρόχρονη οικονομική κρίση ,οι συνέπειες της οποίας έπληξαν περισσότερο τους κοινωνικά και οικονομικά ασθενέστερους, μεταξύ των οποίων τους χαμηλόμισθους, τους χαμηλοσυνταξιούχους και τους μακροχρόνια άνεργους.
Ως εκ τούτου , κάθε προσπάθεια βελτίωσης των ελέγχων στην αγορά εργασίας είναι ευπρόσδεκτη για τρεις λόγους:
α)για την πληρέστερη προστασία στη πράξη των εργαζομένων
β)για την ενίσχυση του υγιούς ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων, υπό την έννοια να τιμωρούνται οι παραβάτες, αλλά και να επιβραβεύονται οι επιχειρήσεις που σέβονται το ανθρώπινο δυναμικό τους
γ) για τη στήριξη του δημοσίου συμφέροντος, αφού η εφαρμογή της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας από όλους συνεπάγεται ενίσχυση της κοινωνικής ειρήνης, αλλά και αύξηση δημοσίων εσόδων
Η επόμενη σκέψη αναφέρεται στο πως θα επιτευχθεί αυτή η βελτίωση. Στον βαθμό που επιλέγεται η λύση ενός νέου οργανωτικού μορφώματος Επιθεώρησης Εργασίας, όπως μια Ανεξάρτητη Αρχή ανακύπτουν επιμέρους ζητήματα. Καταρχάς το Σύνταγμα προβλέπει συγκεκριμένες Ανεξάρτητες Αρχές (βλ. ενδεικτικά άρθρ. 101Α Συντάγματος, ν.3051/2002 , όπως τροποποιήθηκε και ισχύει),δηλαδή την Ανεξάρτητη Αρχή προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το ΑΣΕΠ, τον Συνήγορο του Πολίτη, το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, την ΑΔΑΕ. Βεβαίως στην ελληνική έννομη τάξη λειτουργούν και άλλες Ανεξάρτητες Αρχές θεσμοθετημένες με νόμο, όπως η Επιτροπή Ανταγωνισμού, η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, ο Συνήγορος του Καταναλωτή.
Άρα καταρχάς δεν απαγορεύεται η δια νόμου ίδρυση νέας Ανεξάρτητης Αρχής, αλλά αναδύεται η παλαιότερη επισήμανση ενός προβληματισμού στη σχετική νομική θεωρία για την ύπαρξη κάποιων Ανεξάρτητων Αρχών που προβλέπονται στο Σύνταγμα και άλλων που θεσπίζονται με κοινό νόμο. Η επισήμανση αυτή προφανώς συνδέεται και με την ανάγκη για ίδρυση Ανεξάρτητων Αρχών με την μεγαλύτερη δυνατή κοινωνική συναίνεση, ιδίως στο ευαίσθητο πεδίο των εργασιακών σχέσεων, αλλά και με τα όρια της νομοθετικής εξουσίας ως προς τη σύσταση μιας ιδιόμορφης διοικητικής δομής, όπως μια Ανεξάρτητη Αρχή που δεν προβλέπεται από το Σύνταγμα ως ανώτατο νόμο του κράτους.
Από κει και πέρα η ουσία είναι να εξασφαλίζεται με συγκεκριμένες θεσμικές εγγυήσεις ότι το νέο μόρφωμα εκτός διοικητικής ιεραρχίας θα επιτελέσει το έργο του με διαφάνεια, ανεξαρτησία, κοινωνική λογοδοσία και ενσυναίσθηση ,χωρίς τις δεδομένες παθογένειες του παρελθόντος. Στο σημείο αυτό επισημαίνεται η ανάγκη να αξιοποιηθεί η σχετική τεχνογνωσία διεθνών οργανισμών, όπως η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας και η Παγκόσμια Τράπεζα, αλλά και καλές πρακτικές άλλων χωρών, όπως Γερμανίας, Γαλλίας, σκανδιναβικών χωρών ως προς τον συστηματικό και αποτελεσματικό έλεγχο της αγοράς εργασίας με έμφαση και στους οικονομικούς όρους εργασίας, αλλά και σε θεσμικά ζητήματα, όπως η πιστή τήρηση των κανόνων υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας ή ο σεβασμός των χρονικών ορίων εργασίας.
Με δεδομένο ότι η νέα Ανεξάρτητη Αρχή «Επιθεώρηση Εργασίας » προβάλλεται ως μεταρρυθμιστική τομή από την Πολιτεία, αναδεικνύεται η ανάγκη διασφάλισης των ευρύτερων δυνατών συναινέσεων σε επίπεδο κοινωνικών εταίρων, αλλά και ευρύτερα κοινωνίας των πολιτών, πλέον στο κρίσιμο στάδιο θεσμοθέτησης και υλοποίησης του σχετικού εφαρμοστικού πλαισίου. Άλλωστε ένα σύγχρονο μόρφωμα αξιοκρατίας που θα συμβάλλει στην εμπέδωση της νομιμότητας στην αγορά εργασίας, χωρίς γραφειοκρατικές δυσκαμψίες, με ισχυρή τεχνογνωσία και έξυπνη αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών δεν θα είναι ωφέλιμο μόνο για εργαζόμενους και εργοδότες, αλλά θα βελτιώσει την εικόνα της χώρας διεθνώς με έμφαση ως προς την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα όργανά της, όπως ορθά έχει επισημάνει και κορυφαία εργοδοτική οργάνωση της χώρας. Η προώθηση της ψηφιακής κάρτας εργασίας, ή το δικαίωμα αποσύνδεσης από την (τηλε-) εργασία, η συμφιλίωση επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής ή η καταπολέμηση της παρενόχλησης στην εργασία είναι πρωτοβουλίες με θετικό πρόσημο. Βεβαίως η πορεία αυτή συνδέεται και με την εξασφάλιση της ελεύθερης και ευρύτερης δυνατής συναίνεσης των εργαζομένων και των συνδικαλιστικών εκπροσώπων τους σε κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, ώστε τουλάχιστον να αμβλυνθούν τα γνωστά σημεία που προκαλούν αντιρρήσεις η τριβές και έχουν αναπτυχθεί ήδη στον δημόσιο διάλογο από ειδικούς και μη.
Εν προκειμένω, η κατάλληλη στελέχωση της νέας ανεξάρτητης αρχής με πρόσωπα αυξημένης τεχνογνωσίας και κοινωνικού ήθους, η διασφάλιση της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των στελεχών της, η προάσπιση της ουσιαστικής ανεξαρτησίας της έναντι της Διοίκησης και ιδίως η εμπέδωση του κοινωνικού ρόλου της σε μια δύσκολη συγκυρία έκτακτων συνθηκών με επίκεντρο την αδήριτη ανάγκη για εργασία με αξιοπρεπείς μισθούς και αξιοπρεπείς λοιπούς όρους εργασίας στο πλαίσιο ενός σύγχρονου και φιλικού για την υγιή επιχειρηματικότητα εργασιακού περιβάλλοντος αποτελούν κομβικούς καταλύτες για ένα νέο ξεκίνημα χωρίς εντάσεις.
Σε κάθε περίπτωση ο δημοκρατικός και τεκμηριωμένος κοινωνικός διάλογος στο θέμα αυτό, αλλά και ευρύτερα στα επίκαιρα θέματα της εργασίας αξίζει να διευκολύνεται και να αξιοποιείται στη πράξη , χωρίς παρωπίδες και χωρίς αγκυλώσεις. Αυτό απαιτεί η κοινωνία, αυτό επιτάσσει το συμφέρον της χώρας που δικαιούται ισχυρή ανάπτυξη για όλες και όλους , με καινοτομία, αξιοκρατία, κοινωνική δικαιοσύνη και ιδίως με ανθρώπινο πρόσωπο…
(Ο Γεώργιος Βλασσόπουλος είναι Δικηγόρος-Διδάκτωρ Εργατικού Δικαίου)