-Πόσο «στημένο» είναι το παιχνίδι από τα συστημικά κέντρα;
Οι αστοχίες των δημοσκοπήσεων και οι αιτίες που τις προκαλούν βρίσκονται στο επίκεντρο του δημοσίου ενδιαφέροντος μετά από κάθε εκλογική αναμέτρηση όπου εμφανίζονται σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ δημοσκοπικών τάσεων και εκλογικών αποτελεσμάτων.
Ήδη στην Αμερική τις τελευταίες εβδομάδες έχει ξεκινήσει μια μεγάλη συζήτηση γιατί για 2η φορά οι
εταιρείες δημοσκοπήσεων έπεσαν έξω στο εκλογικό αποτέλεσμα.
Το 2016 οι δημοσκόποι στις ΗΠΑ παραδέχτηκαν την αποτυχία τους να προβλέψουν το αποτέλεσμα και την ήττα της Χίλαρι Κλίντον. Συγκεκριμένα είχαν αναγνωρίσει ότι έδωσαν μεγαλύτερη έμφαση στις απόψεις των ανθρώπων σε μεγάλες πόλεις και αστικά κέντρα και λιγότερη προσοχή στις απόψεις των πολιτών σε μικρές πόλεις και των αγροτικές περιοχές. Επίσης ένα άλλο λάθος των αμερικανών δημοσκόπων το 2016 ήταν ότι στηρίχτηκαν περισσότερο στις απόψεις των πιο μορφωμένων ανθρώπων, ενώ οι ψηφοφόροι χωρίς πτυχία κολλεγίου υποεκπροσωπούνταν…
Ωστόσο θα περίμενε κανείς ότι οι αμερικανικές εταιρίες δημοσκοπήσεων δεν θα κάνουν το ίδιο λάθος και κατά την προεκλογική περίοδο του 2020. Να όμως που οι αποκλείσεις ήταν πάνω από 5 μονάδες !
Τώρα το ερώτημα που τίθεται στην Αμερική και κατ επέκταση σε ολόκληρο τον κόσμο είναι γιατί οι δημοσκοπήσεις υπερεκτίμησαν το προβάδισμα του Μπάιντεν κατά 5,8 ποσοστιαίες μονάδες;
Έξι εβδομάδες πριν από τις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου , το CNN – ένα από τα μεγαλύτερα συστημικά Μέσα των ΗΠΑ- παρουσίασε δημοσκόπηση που προέβλεπε ότι ο Μπάιντεν θα έχει προβάδισμα μεταξύ 5 και 8 μονάδων σε ορισμένες Πολιτείες που είχε κερδίσει ο Τραμπ πριν από τέσσερα χρόνια: Αριζόνα, Μίσιγκαν, Πενσυλβάνια και Ουισκόνσιν.
Με βάση αυτό το δεδομένο και με το σκεπτικό ότι ο Μπάιντεν θα κέρδιζε τις Πολιτείες που είχε κερδίσει η Χίλαρι Κλίντον, το CNN έβγαζε τον Μπάιντεν νικητή με περίπου 290 εκλέκτορες. Εν συνέχεια προσέθεταν και τις Πολιτείες όπου ο Μπάιντεν έχει τουλάχιστον ένα ονομαστικό πλεονέκτημα στους μέσους όρους (Φλόριντα και Βόρεια Καρολίνα). Κατά συνέπεια το CNN προέβλεπε ότι ο Μπάιντεν θα είχε πάνω από 330 εκλέκτορες ! Αυτός ο υπολογισμός της δημοσκόπησης αποδείχτηκε τελείως λάθος.
Βεβαίως τέτοιου είδους επαναλαμβανόμενες αστοχίες δεν συμβαίνουν μόνο στην Αμερική, αλλά σε όλον τον κόσμο, όπως και στην Ελλάδα. Ποιος μπορεί να ξεχάσει πόσο δραματικά έξω έπεσαν οι δημοσκοπήσεις στο δημοψήφισμα του 2015. Η διαφορά μεταξύ του «ΟΧΙ» και του «ΝΑΙ» ήταν 22,5% υπέρ του «όχι» με τις περισσότερες δημοσκοπήσεις να προβλέπουν ντέρμπι ή οριακή επικράτηση του «Ναι» !
Το ίδιο συνέβη και λίγους μήνες μετά στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 τις οποίες ο ΣΥΡΙΖΑ είχε κερδίσει με διαφορά 6,5% έναντι της ΝΔ και οι δημοσκοπήσεις δυο μέρες πριν από την εκλογική αναμέτρηση μιλούσαν για ντέρμπι ή ακόμα και για νικήτρια την ΝΔ!
Επιχειρώντας την προσέγγιση του άγνωστου κόσμου των δημοσκοπήσεων ξεκινάς με το δεδομένο ότι δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι σε μια έρευνα οι συμμετέχοντες θα πουν την αλήθεια όταν τους ζητούνται οι πολιτικές απόψεις τους ή η πρόθεση ψήφου.
Οι απαντήσεις δίνονται σε προαιρετική βάση. Δεν υπάρχουν νόμοι που να υποχρεώνουν κάποιον να λέει την αλήθεια για τις μελλοντικές προθέσεις του στην κάλπη, όταν ξαφνικά ένας άγνωστος του τηλεφωνεί από μια εταιρία δημοσκοπήσεων.
Επίσης δεν υποχρεώνεται ο πολίτης ότι θα παραμείνει σταθερός στην εκφρασθείσα άποψη του και ότι δεν θα αλλάξει γνώμη στην πορεία.
Αυτό φαίνεται να συνέβη στις προεδρικές εκλογές του 2020, καθώς το προβάδισμα του Μπάιντεν σε βασικές Πολιτείες αποδείχτηκε πιο αδύναμο από τις προβλεπόμενες δημοσκοπήσεις.
Το ίδιο συμβαίνει και με τους έλληνες πολίτες που καλούνται να συμμετάσχουν σε δημοσκοπήσεις. Οι πολίτες που έχουν μασίφ απόψεις και πολιτικό – ιδεολογικό προσανατολισμό δεν είναι πια η πλειοψηφία ούτε στην κοινωνία, ούτε στις δημοσκοπήσεις.
• Στην Αμερική τα ΜΜΕ υποτίμησαν το επίπεδο υποστήριξης στον Τραμπ. Επί μήνες τον εμφάνιζαν ως έναν αδύναμο, ανίσχυρο του οποίου η Προεδρία κατέρρεε λόγω της προσωπικής του συμπεριφοράς και των συνεπειών της αντίδρασής του στην πανδημία κορονοϊού.
Ωστόσο, ο Τραμπ αποδείχθηκε πιο ανθεκτικός και πιο ανταγωνιστικός από ό, τι έδειχναν οι δημοσιοποιήσεις.
– Μήπως κάτι παρόμοιο συνέβη και στην Ελλάδα στις εκλογές του 2019 ;
Καμία δημοσκόπηση και κανένα συστημικό ΜΜΕ δεν είχε προβλέψει το 31,54% του δεύτερου κόμματος, ενώ το πρώτο κόμμα δεν περνάει το συμβολικό όριο του 40%. Σοβαρή και πειστική αιτιολόγηση της συγκεκριμένης αστοχίας δεν είχαμε από τις εδώ εταιρείες δημοσκοπήσεων. Απεναντίας διαβλέπουμε ότι από την επομένη των εθνικών εκλογών του 2019 επιμένουν στην παρουσίαση δειγμάτων που καταγράφουν χαοτική διαφορά του πρώτου από τον δεύτερου όπως και προεκλογικά. Μα και όταν αναγκάζονται τα καταγράψουν την κυβερνητική φθορά (βλέπε Β´ κύμα πανδημίας) ο δεύτερος δεν εισπράττει ΤΙΠΟΤΑ από την λαϊκή δυσαρέσκεια!
Τα δείγματα των εταιρειών δημοσκοπήσεων είναι πλήρως με την στρατηγική των συστημικών ΜΜΕ που εξακολουθούν να έχουν “εγκλωβισμένο” τον 2ο ώστε όχι μόνο να μην μπορεί να σηκώσει «κεφάλι» αλλά να αφανιστεί πλήρως…
• Στην Αμερική οι αναλυτές για την ήττα των δημοσκοπήσεων εκτιμούν ότι ένας σημαντικός αριθμός υποστηρικτών του Τράμπ δεν αποκάλυψε ότι θα τον ψήφιζαν
όταν τους ρωτούσαν οι υπάλληλοι των εταιριών.
Αυτό μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι ορισμένοι ψηφοφόροι ήταν απρόθυμοι να αποκαλύψουν την υποστήριξή τους προς τον Τραμπ, επειδή τα συστημικά Μέσα Ενημέρωσης τον απεικόνιζαν ως ρατσιστή και σεξιστή και υπεύθυνο για το θάνατο δεκάδων χιλιάδων Αμερικανών λόγω της αμφιλεγόμενης στάσης του στην πανδημία.
– Στην Ελλάδα οι πολίτες πόσο είναι πρόθυμοι να δηλώσουν στον άγνωστο «ανακριτή» που ξαφνικά τους τηλεφωνεί την πρόθεση τους υπέρ ενός πολιτικού προσώπου που τα συστημικά ΜΜΕ τον εμφανίζουν ως αποδιοπομπαίο τράγο; Που κατακρίνουν κάθε αντιπολιτευτική του ενέργεια; Οι δημοσκοπήσεις των τελευταίων ημερών εμφανίζουν τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης να έχει μεγαλύτερη φθορά λόγω της αντιπολιτευτικής του στάσης στο 2ο κύμα
της Πανδημίας σε σχέση με το 1ο κύμα που ήταν πιο φρόνιμος !
– Ανεξήγητο ; Όχι φυσικά…
• Στις ΗΠΑ η πλειοψηφία των δημοσκοπήσεων είναι διαδικτυακές , μεγάλες, λεπτομερείς και έθεταν πάρα πολλές ερωτήσεις. Αυτό φαίνεται ότι ευνοούσε τους ψηφοφόρους των Δημοκρατικών οι οποίοι πιθανότατα είχαν μεγαλύτερη γνώση σε υπολογιστές απ´ ότι οι ψηφοφόροι των Ρεπουμπλικάνων, οι οποίοι κατά μέσο όρο είναι λιγότερο μορφωμένοι.
Οι Αμερικανοί αναλυτές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι στους πολίτες δεν αρέσουν οι περίπλοκες ερωτήσεις. Επιθυμούν τις απλές και κοφτές. Τόσο απλές όσο: “ Ποιον θα ψηφίσετε για πρόεδρο ;”
Είναι λάθος να ρωτάς : «Εάν διεξάγονταν εκλογές σήμερα, ποιον θα ψηφίζατε ως πρόεδρο;» Το σωστό είναι : «Όταν διεξαχθούν οι εκλογές στις 3 Νοεμβρίου ποιον θα ψηφίσετε ;» Αυτό είναι πιο πιθανό να προκαλέσει μεγαλύτερη δέσμευση και ακρίβεια από εκείνους που συμμετέχουν στη δημοσκόπηση.
Στην Ελλάδα είναι ζητούμενο πως διεξάγονται οι δημοσκοπήσεις ; Από το Ίντερνετ, το τηλέφωνο , το σταθερό ή το κινητό ; Ο παραδοσιακός τρόπος «πόρτα -πόρτα» που ήταν ο πιο αξιόπιστος έχει καταργηθεί λόγω κόστους…
Τα επίσημα στοιχεία είναι ενδεικτικά : Ένας στους δύο Έλληνες δεν διαθέτει σταθερό τηλέφωνο, ενώ είναι μεγαλύτερο το ποσοστό στην μη χρήση κινητών τηλεφώνων. Σε πρόσφατη παγκόσμια έρευνα της PEW Research Center για την χρήση κινητών τηλεφώνων και smartphone η Ελλάδα μαζί με την Ρωσία είναι η τελευταία χώρα στην κατοχή smartphones στις ανεπτυγμένες χώρες που πραγματοποίησε την έρευνα, με ποσοστό 59%.
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι ο μισός και πλέον πληθυσμός των Ελλήνων που δεν ανήκει στα ευκατάστατα κοινωνικά στρώματα είναι αποκομμένος από την διαδικασία των δημοσκοπήσεων και ουδείς μπορεί να ανιχνεύσει τις προθέσεις τους.
• Στην Αμερική δεν υπήρξε εξισορρόπηση των δημοσκοπήσεων που έγιναν στα Ισπανικά με όσες έγιναν στα Αγγλικά. Αυτό μπορεί να δώσει την εξήγηση γιατί ο Τραμπ τα πήγε πολύ καλύτερα από το αναμενόμενο σε μέρη με μεγάλες ισπανικές κοινότητες, ιδίως τη Φλόριντα και το Τέξας, όπου οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ισοπαλία.
– Στις δημοσκοπήσεις εδώ στην Ελλάδα τι ποσοστό εκπροσώπησης έχουν οι κοινωνικά αποκομμένες κατηγορίες πολιτών πχ Ρομά, αλλοδαποί με ελληνική ιθαγένεια και δικαίωμα ψήφου, μακροχρόνια άνεργοι, εξαρτημένοι, άστεγοι; Πρόκειται για τα λεγόμενα «συστηματικά λάθη» που αποκλείουν από τα δείγματα των εταιριών μερίδες πληθυσμού, με χαρακτηριστικά που συνδέονται -μεταξύ άλλων- με ακραία φτώχεια και κοινωνικό αποκλεισμό..
• Στην Αμερική καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι εταιρείες δημοσκοπήσεων αποτυγχάνουν να προβλέψουν με ακρίβεια τα αποτελέσματα των εκλογών επειδή εστιάζουν την προσοχή τους στη μέτρηση των γενικών πολιτικών απόψεων στις ΗΠΑ γεγονός που δεν επαρκεί για τη λήψη ακριβών ενδείξεων για το πώς σκοπεύουν να ψηφίσουν οι Αμερικανοί πολίτες.
Αλλά και στην Ελλάδα πέραν των διαχρονικών παθογενειών που εμφανίζουν οι δημοσιοποιήσεις, οι αστοχίες τους οφείλονται εκτός από τις μεθοδολογικές ανεπάρκειες των εταιριών και στην πολιτική ρευστότητα λόγω της υποχώρησης των αυστηρά κομματικών ταυτίσεων μεγάλων και κρίσιμων τμημάτων του πληθυσμού.
Όπως έχει πει ο καθηγητής Ηλίας Νικολόπουλος κατά το παρελθόν η ψήφος ήταν περισσότερο ταυτότητας και λιγότερο συγκυρίας. Όταν η ψήφος γίνεται “ψήφος συγκυρίας”, τότε η ταλάντευση είναι μεγαλύτερη.
(Ο Δήμος Βερύκιος είναι δημοσιογράφος)