Σε μία στροφή της ζωής, πέρασα σχεδόν ένα εξάμηνο σε δύο δημόσια νοσοκομεία, ένα της περιφέρειας και στη συνέχεια ένα από τα μεγαλύτερα της Αθήνας, ως στενός συγγενής βαρέως πάσχοντος. Έζησα την καθημερινότητα της Μονάδας Εντατικής Φροντίδας και τις νύχτες της τεράστιας αγωνίας.
Είδα δεκάδες φορές με τα μάτια μου νεαρούς και μεγαλύτερους γιατρούς να τρέχουν σαν τρελοί από το ένα δωμάτιο στο άλλο, από τον έναν βαριά ασθενή στο διπλανό ακόμα πιο βαριά. Μοιράστηκα τη χαρά τους για ανθρώπους άγνωστους σε μένα ( προφανώς και σε εκείνους ) που κατάφερναν να βγουν όρθιοι από εκεί μέσα. Βίωσα την οδύνη τους για εκείνους που δεν το κατάφερναν. Γνώρισα νοσοκόμες, μαγείρισσες και καθαρίστριες που έφερναν από το σπίτι τους φρούτα για να πολτοποιήσουν και να τα προσφέρουν – έστω μέσω παροχέτευσης – σε παιδιά «κλινικώς νεκρά».
Η ζωή στις εντατικές και τις ΜΑΦ κυλούσε απελπιστικά αργά, σκεπασμένη από έναν πέπλο θανάτου που μπορεί ανά πάσα στιγμή να καλύψει οποιοδήποτε από τα παρατεταγμένα σώματα. Τα λεπτά μέχρι να ανοίξουν οι πόρτες και να μπουν οι συγγενείς στα δωμάτια, φαίνονταν αιώνες. Κι όταν άνοιγαν εκτός επισκεπτηρίου, γινόταν σφάχτης αγωνίας, γιατί τις περισσότερες φορές ήταν μάντης πένθιμων ειδήσεων.
Τις λίγες στιγμές της καθαρής από την αγωνία σκέψης, ήθελα να ρωτήσω τους γιατρούς των εντατικών και τις νοσοκόμες πόσο αμείβονται για τις υπηρεσίες τους. Τελικά, δεν ρώτησα ποτέ. Αυτή η δουλειά, δεν πληρώνεται. Η προσφορά στον άνθρωπο δεν τιμολογείται. Η λαχτάρα να σώσουν μια ζωή, επίσης. Ούτε το μοίρασμα. Κι αυτό δεν μπορεί να κοστολογηθεί. Το νοιάξιμο, η φροντίδα, η τρυφεράδα στο βλέμμα και στη φωνή.
Μου ξανάρθαν στο μυαλό όλα αυτά, μέρα προς μέρα, στιγμή προς στιγμή, ακούγοντας για την επίταξη γιατρών από την πολιτεία εν ώρα πανδημίας. Δεν χρειάζεται να είσαι γιατρός ούτε να έχει ειδικές γνώσεις για να καταλάβεις ότι αυτή τη στιγμή, ελλείψει «χεριών» γίνεται επείγουσα ιατρική πολέμου σε πολλά από τα νοσοκομεία της χώρας.
Δεν είναι οι στιγμή να κριθούν τυχόν λάθη και παραλείψεις του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Προφανώς υπάρχουν και προφανώς μπορεί να έχουν τόσα κι άλλα τόσα δίκια οι γιατροί.
Δεν είναι όμως τώρα η ώρα. Τώρα έχουμε «πόλεμο» με έναν εχθρό που δεν δείχνει κανένα έλεος. Προσωπικά μου φαίνεται αδιανόητο ότι δεν βρέθηκαν όχι 200, όπως ζητούσε η Πολιτεία, αλλά 300 και 400 να μπουν στη μάχη εθελοντικά. Να συμμεριστούν τον πόνο των νοσούντων και την αδυναμία των δικών τους ανθρώπων να σταθούν στο πλευρό τους. Να βάλουν πλάτη και να πέσουν στη «φωτιά», όπως ορίζει ο όρκος τους. Υπήρξαν 67 γιατροί που το έπραξαν εθελοντικά. Δεν περίμεναν κανένα χαρτί επίταξης για να προσέλθουν στα νοσοκομεία και να προσφέρουν στις πολύτιμες υπηρεσίες τους. Μπήκαν στη μάχη γιατί αυτό πρόσταζε η ψυχή και ο ιατρικός τους όρκος.
Προφανώς σε κανέναν δεν αρέσει η έννοια της επίταξης. Αυτή τη στιγμή, ωστόσο, φαντάζει το μόνο αντίδοτο στην παντελή έλλειψη αλληλεγγύης που επιδείχθηκε όλα τα προηγούμενα εικοσιτετράωρα. Κρίμα…
Η Έλλη Τριανταφύλλου είναι δημοσιογράφος