Η επικείμενη αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας Πειραιώς με στόχο την επιστροφή της ιδιοκτησίας σε ιδιώτες μετόχους θα διεξαχθεί, προδήλως, με όρους επιζήμιους για τα συμφέροντα το Δημοσίου.
Μόνο τυχαίο δεν πρέπει να θεωρείται ότι η ίδια η αγορά προεξοφλεί πως η αύξηση θα γίνει σε εξαιρετικά χαμηλή τιμή − γι’ αυτό τον λόγο, το προηγούμενο διάσημα η μετοχή της τράπεζας κινήθηκε έντονα πτωτικά, πλησίον των 0,30 ευρώ. Ωστόσο, λίγους μήνες πριν, τον Δεκέμβριο του 2020, το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ)αύξησε τη συμμετοχή του στο μετοχικό κεφάλαιο της Πειραιώς, μετατρέποντας τα υπό αίρεση μετατρέψιμα ομόλογα (Cocos) που κατείχε σε μετοχές, στην προκαθορισμένη τιμή των 6 ευρώ! Αυτό είχε ως συνέπεια, το ΤΧΣ (δηλαδή, οι φορολογούμενοι…) να εγγράψει ζημία σχεδόν 1,5 δισ. ευρώ. Τώρα, με δεδομένη την πρόθεση του ΤΧΣ -και κυρίως της κυβέρνησης-να μειώσει το ποσοστό του κάτω από 33% (από 61% που βρίσκεται σήμερα), η ζημιά που τελικά θα υποστεί το Δημόσιο θα ξεπερνά κατά πολύ τα 1,5 δισ. της ζημιάς από τα Cocos.
Η περίπτωση όμως της επικείμενης αύξησης μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας Πειραιώς αποτυπώνει ανάγλυφα την αποτυχία των δημοσίων πολιτικών για τη μεταρρύθμιση του εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος, καθ’ όλη τη δεκαετία που προηγήθηκε. Υπάρχει, βέβαια, η άποψη που ισχυρίζεται ότι η διάσωση -δηλαδή η μη πτώχευση- του τραπεζικού συστήματος μέσω των τριών αλλεπάλληλων ανακεφαλαιοποιήσεων (2013, 2014, 2015) και η αποφυγή επώδυνων λύσεων, όπως του «κουρέματος» των καταθέσεων (βλ. Κύπρος), αποτελούν μια σημαντική επιτυχία. Ο αντίλογος όμως είναι «ναι, αλλά με τι κόστος»; Συγκεκριμένα, σύμφωνα με υπολογισμούς του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (IMF“Greece: 2019 ArticleIV Consultation-Press Release; Staff Report; And Statementby the Executive Director for Greece”, IMF Country Report No. 19/340, November: 52-54), η συνολική επίδραση στο δημόσιο χρέος από την κρατική χρηματοδοτική στήριξη προς τις ελληνικές τράπεζες, κατά τη διάρκεια της κρίσης, ανήλθε στο ένα τέταρτο του ΑΕΠ του 2018 (σχεδόν 45 δισ. ευρώ). Ακόμα και με αυτή τη δημοσιονομική επιβάρυνση όμως, το ζήτημα της κεφαλαιακής θέσης των συστημικών τραπεζών παραμένει ακόμη και σήμερα άλυτο. Στην πρόσφατη έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος για το 2020 τονίζεται ότι πάνω από το ήμισυ των κεφαλαίων των τραπεζών αντιστοιχεί σε αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση έναντι του Ελληνικού Δημοσίου. Επιπλέον, ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων δανείων προς το σύνολο των δανείων παρέμεινε υψηλός (30,2%) στα τέλη του 2020,σχεδόν δεκαπλάσιος του αντίστοιχου μεγέθους για τις υπόλοιπες τράπεζες της Ευρωζώνης. Τέλος, η αναμόρφωση του κανονιστικού πλαισίου της εταιρικής διακυβέρνησης και της εποπτείας των τραπεζών παραμένει ακόμη ζητούμενο.
Σε πολιτικό επίπεδο, η συνολική μεταρρυθμιστική αποτυχία οφείλεται, βασικά, στο ότι το κράτος αν και βρέθηκε να είναι ο μεγαλύτερος μέτοχος των συστημικών τραπεζών ουδέποτε έλαβε δικαιώματα διοίκησης. Αντιθέτως, σε χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Μεγάλη Βρετανία, το κράτος διέσωσε τις τράπεζες, τις εξυγίανε και στη συνέχεια τις ιδιωτικοποίησε ανακτώντας ένα σημαντικό μέρος των χρημάτων των φορολογουμένων. Στην Ελλάδα συγκεκριμένα, στην πρώτη ανακεφαλαιοποίηση, το κράτος βρέθηκε να κατέχει το σύνολο σχεδόν του εγχώριου τραπεζικού συστήματος, παρέχοντας όμως κεφαλαιακή ενίσχυση με αντάλλαγμα προνομιούχες μετοχές -όχι κοινές μετοχές-, χωρίς να λάβει δηλαδή δικαιώματα διοίκησης. Κατά συνέπεια, οι κυβερνήσεις σπατάλησαν την ευκαιρία για μια ουσιαστική μεταρρύθμιση του τραπεζικού συστήματος. Όμως, ακόμα και υπό αυτές τις συνθήκες, οι προνομιούχες μετοχές δεν απέφεραν υψηλότερες αποδόσεις, λόγω της σημαντικής μείωσης της αξίας των συμμετοχών του ΤΧΣ στο μετοχικό κεφάλαιο των συστημικών τραπεζών.
Στην πραγματικότητα, καθώς η κρίση βάθαινε και ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων δανείων αυξήθηκε σημαντικά έως το 2014, οι τράπεζες χρειάστηκαν έναν δεύτερο γύρο ανακεφαλαιοποίησης. Η κυβέρνηση, υπό την πίεση της Τρόικας, προσπάθησε να αποκαταστήσει την ιδιωτική ιδιοκτησία των τραπεζών παρέχοντας υπέρμετρα κίνητρα υπέρ της συμμετοχής ιδιωτών επενδυτών. Αυτή η πολιτική είχε ως συνέπεια, αφενός μεν οι ιδιώτες επενδυτές να καλύψουν -στο πλαίσιο της δεύτερης ανακεφαλαιοποίησης- το συνολικό κεφαλαιακό έλλειμμα με χαμηλό τίμημα, αφετέρου δε πραγματοποιήθηκε σημαντική μείωση της αξίας των συμμετοχών του ΤΧΣ, λόγω της αραίωσης των μετοχών. Στη συνέχεια, η αρνητική πορεία της ελληνικής οικονομίας επιδεινώθηκε περαιτέρω λόγω των γνωστών πολιτικών εξελίξεων το πρώτο εξάμηνο του 2015. Αποτέλεσμα αυτού ήταν ο τρίτος γύρος ανακεφαλαιοποίησης στα τέλη του 2015 να πραγματοποιηθεί πολύ βιαστικά, για να αποφευχθεί εκτός των άλλων και η εφαρμογή του νέου -τότε- εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα σε επίπεδο ΕΕ, που συνεπάγεται «κούρεμα» των καταθέσεων.
Ποιο ήταν, τελικά, το αποτέλεσμα των ως άνω ψοφοδεών πολιτικών μεταρρύθμισης του τραπεζικού συστήματος; Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, όπως υπογραμμίζει και η Έκθεση Πισσαρίδη, εξακολουθεί να είναι η δυσχερής πρόσβαση στην τραπεζική χρηματοδότηση, κυρίως για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι οι τράπεζες αύξησαν το 2020 τις πιστώσεις τους, κυρίως, προς τις μεγάλες επιχειρήσεις και σε μικρότερο βαθμό προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις βέβαια δεν αφορούν αποκλειστικά το παρελθόν αλλά κυρίως το μέλλον. Συνδέονται ειδικότερα με τον τρόπο διοχέτευσης των κονδυλίων που θα προέλθουν από το Ταμείο Ανάκαμψης. Με δεδομένο, λοιπόν, ότι η χρηματοδότηση των επιχειρήσεων θα πραγματοποιηθεί μέσω τραπεζών, ώστε να ενεργοποιηθεί το εργαλείο της μόχλευσης, το ζήτημα της χρηματοδότησης όσο το δυνατόν περισσότερων βιώσιμων επιχειρήσεων θα αποτελέσει τη σημαντικότερη πρόκληση για την ελληνική οικονομία στο αμέσως προσεχές διάστημα.
(Ο Θανάσης Κολλιόπουλος είναι δρ. στο Πανεπιστημίου Αθηνών)