Η διπλωματία «εμπρός στους δημοσιογράφους» είναι προτιμότερη από την πολιτική του «μιλιταριστικού σουλάτσου». Αν με ανοικτά τα μικρόφωνα έγιναν, στην Άγκυρα, όσα έγιναν, εύκολα αντιλαμβανόμαστε την ένταση που επικρατεί πίσω από τις κλειστές πόρτες των διερευνητικών μεταξύ έμπειρων διπλωματών και, προφανώς, των επισήμων συναντήσεων μεταξύ των προϊσταμένων της διπλωματίας, δηλαδή των δύο υπουργών Εξωτερικών.
Είναι όμως σίγουρο ότι παρόμοιο σκηνικό δεν πρέπει να επαναληφθεί όταν και εφόσον πραγματοποιηθεί η απαραίτητη συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν. Κανείς δεν έχει ξεχάσει την προκλητικότητα με την οποία συμπεριφέρθηκε ο πρόεδρος της Τουρκίας κατά την τελευταία επίσκεψή του στην Αθήνα. Το πρώτο «θύμα» οθωμανικής συμπεριφοράς στον καναπέ υπήρξε ο πρώην πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Βεβαίως, ο κ. Παυλόπουλος είχε τότε, το 2017, αντιμετωπίσει ψύχραιμα την κατάσταση. Υπενθύμισε στον παρακαθήμενο «σουλτάνο» τις αρχές διεθνούς δικαίου, δηλαδή τις Συνθήκες, προβλέψεις των οποίων επιδιώκει να αναθεωρήσει η Τουρκία.
Δεν είχε καλά-καλά αναλάβει πρωθυπουργός ο Μητσοτάκης και ο Ερντογάν έσπευσε να επιδείξει τη δυσαρέσκειά του για την κυβερνητική αλλαγή. Προσφάτως ο πρωθυπουργός είχε διατυπώσει, προσεκτικά αλλά «κοφτά», ότι η υπομονή της ελληνικής πλευράς έχει τα όριά της. Ο υπουργός Εξωτερικών μπήκε στο αεροπλάνο για την Άγκυρα με την οδηγία «να απαντήσει εφόσον προκληθεί».
Είναι πρόδηλο ότι όσοι, στα μετόπισθεν, βαυκαλίζονται με το πόσο «ικανή» είναι η τουρκική διπλωματία θα κάνουν καλά να το ξανασκεφτούν. Ο Τσαβούσογλου, προφανώς επειδή βλέπει την οικονομική κατάρρευση του καθεστώτος, επιχείρησε να «στριμώξει» τον Δένδια σε μια προ πολλού άχρηστη πολιτική κατευνασμού. Ορθώς ο υπουργός Εξωτερικών έβγαλε το διπλωματικό γάντι. Είπε, ανοικτά και δημοσίως, όσα παγίως διατυπώνει η Ελλάδα προς κάθε κατεύθυνση με μεγαλύτερη διακριτικότητα. Ιδιαίτερα προς όσους καμώνονται πως δεν κατανοούν την «ενόχληση» της Ελλάδας από τους συνεχείς ιμπεριαλιστικούς τραμπουκισμούς της Τουρκίας. Είτε οι προκλήσεις εκδηλώνονται στους ουρανούς του Αιγαίου, είτε στις θάλασσες της Ανατολικής Μεογείου. Κι έπραξε, προφανώς, λαμπρά.
Το πρόβλημα, όμως, παραμένει. Όταν, την νύχτα της 1ης Μαρτίου 2020, χιλιάδες δυστυχισμένοι άνθρωποι κατέβηκαν από τα πούλμαν που είχε, προφανώς, ναυλώσει η τουρκική ΜΙΤ για να περάσουν παρανόμως τη γραμμή του Έβρου είπα ότι «η Ελλάδα δέχεται επίθεση» (τηλεόραση KONTRA). Έχουμε μπροστά μας, τις αμέσως επόμενες εβδομάδες, έναν δύσκολο γύρο συζήτησης για το Κυπριακό ενώ πρέπει να θεωρείται σίγουρο ότι σύντομα θα δούμε ξανά τα τουρκικά ερευνητικά και ανασκαφικά πλοία να κόβουν βόλτες στα νερά της, εκ μέρους τους, αμφισβητούμενης ΑΟΖ. Το ίδιο πιθανόν είναι να παρακολουθήσουμε μια νέα έφοδο μεταναστών στον Έβρο ή στα Νησιά.
Πιστεύω και σήμερα, περισσότερο παρά ποτέ, ότι θα ζήσουμε νέα επεισόδια επιθετικότητας. Ανάχωμα διεθνές είναι, αυτή τη στιγμή, η αλλαγή στάσης της Αμερικής, η εμπλοκή της Ευρώπης, η κρίση του τουρκικής λίρας με τον καλπάζοντα πληθωρισμό στην Τουρκία και η ρωσική απειλή στην Ουκρανία. Το πραγματικό ανάχωμα όμως είναι η πολιτική Μητσοτάκη για τα πρακτικά μέτρα διάθεσης πρόσθετων αμυντικών δυνατοτήτων στις Ένοπλες Δυνάμεις, η διπλωματική ανάδειξη της Ελλάδας, η ανάδειξη του στρατιωτικού ρόλου της Σούδας, η ενίσχυση της οικονομίας και οι επιτυχίες στη μάχη της πανδημίας. Σε αυτά πρέπει να συνεχίσουμε να δίνουμε θαρραλέες και ενωτικές απαντήσεις. Η ενεργός διπλωματία υποστηρίζεται εναργώς με την ενίοτε «πολεμική» ένταση στο λεκτικό, πλην όμως η εθνική πολιτική υποστηρίζεται καλύτερα με χειροπιαστές πράξεις διευθέτησης της έντασης και έργα ειρήνης που θα επαναφέρουν την Ελλάδα στο δρόμο της ανάπτυξης και ευημερίας.
(Ο Μπάμπης Παπαδημητρίου είναι δημοσιογράφος και βουλευτής)