«Ποιο είναι το ρήμα, παιδί μου; Για να προσδιορίσεις το υποκείμενο και το αντικείμενο πρέπει να βρεις το ρήμα». Ο φιλόλογος με γκρι ριγέ κοστούμι, χτυπώντας απαλά το γυάλινο Μπικ, περίμενε. Ένοιωθες την «κάνη του όπλου» στον κρόταφό σου. Είναι η Δευτέρα μετά την Κυριακή του Θωμά.
Η Ανάσταση είναι χαρά, κατά το ήμισυ. Θρησκευτική χαρά- δηλαδή μεταφορά μιας ενδιάθετης κοινωνικής απόφασης- και συγχρόνως λυπημένη χαρά, μια μέρα διακοπών πλησιέστερη στη Δευτέρα. Ποια Δευτέρα; Όχι την υπέροχη Μεγάλη Δευτέρα, την αρχή των πασχαλινών διακοπών, αλλά εκείνη την σκοτεινή, μετά την Κυριακή του Θωμά. Τη δύσκολη Δευτέρα από την οποία ξεκινάει μια σχολική εαρινή έρημος. Δευτέρα λοιπόν, πρώτο δίωρο της εβδομάδας: «Άγνωστο θέμα», ήτοι αδίδακτο αρχαίο κείμενο που έπρεπε να μεταφράσεις, να αναλύσεις γραμματικά και συντακτικά, στον πίνακα.
Μέχρι τον Ιούνιο ακολουθούσε αδιάλειπτο, σκληρό σχολείο, συν εξετάσεις, συν η άνοιξη που καλοκαιριάζει το αίσθημα και τα πάθη. Όλες οι δυστυχίες μαζί, έξαψη και καταστολή.
Μόλις τελειώσει η άλλη έρημος, ανάμεσα στις διακοπές των Χριστουγέννων και του Πάσχα, έρχεται η Ανάσταση. Σα να διαιρεί τις δυσκολίες, σα να διαχωρίζει τη θάλασσα των στεναγμών. Πολύσημη και δυσπρόσιτη γιορτή.
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, στο διήγημά του «Λαμπριάτικος Ψάλτης», κάνει μια σπαρταριστή εισαγωγή: «Εκεί εισβάλλει ουλαμός όλος αυτοσχέδιων ψαλτών, κρατούντων ανά εν φυλλάδιον του Επιταφίου εις την χείρα, οίτινες φιλοτιμούνται να ψάλλωσιν εν σπαρακτική παραφωνία τα εγκώμια, καταστρέφοντες δια κωμικών σφαλμάτων και τας ολίγας λέξεις , όσαι είναι ορθώς τυπωμέναι εις τα φυλλάδια εκείνα». «Μουσόληπτοι εκ του παραχρήμα, λαμπριάτικοι ψάλται», τους περιγράφει πιο κάτω. Τέλεια απεικόνιση, οξεία αισθητική παρατήρηση. Οι λέξεις είναι ηχοποιημένο νόημα.
Αμέσως μετά όμως, μέσα στο σώμα του διηγήματος, κάνει μια μεγάλη παρέκβαση, με σκληρή κριτική επί των επικριτών της διηγηματογραφίας του. Βγαίνει τολμηρά από το θέμα του, κάνει οξείες, αισθητικές και ιδεολογικές παρατηρήσεις, για να επανέλθει αργότερα μετά τρείς σελίδες λογοτεχνικής και ιδεολογικής οργής, στην «κανονική» ιστορία του, στο αφηγηματικό ψαχνό και στον ήρωά του, τον κυρ Κωνσταντό.
Ο Παπαδιαμάντης ζούσε τη δική του έρημο, στο περιθώριο φτώχιας και μεγαλοσύνης. Η σημερινή έρημος απλώνεται γρήγορα, μέσα στην κοινωνική συνθήκη των αυτοσχέδιων, παράφωνων πολιτικών «ψαλτών». Αυτό είναι το σημερινό περιθώριο, μια φαντασμαγορία του τίποτα, η φενάκη του καθόλου. Που φυσικά δεν περιέχει ούτε το θείο, ούτε τον λόγο, ούτε τον Παπαδιαμάντη.
Ποιος είναι λοιπόν ο συνδετήριος ιστός; Η δική μου αυτοβιογραφική μνήμη, η αγάπη μου για τον Παπαδιαμάντη ή η κριτική για την πολιτική πράξη, για την παρούσα πολιτική παραγωγή;
Μάλλον ο φόβος είναι ο ιστός. Φόβος όχι για την πανδημία που την χειρίζονται με πολιτική στραβωμάρα, ούτε για την έκλειψη του Παπαδιαμάντη από το αναγνωστικό σύμπαν. Ίσως, ούτε και για τις αναμνήσεις της σκληροτράχηλης φιλολογικής ορθοφροσύνης με τις φωνές, τις εγκλίσεις, τους χρόνους, τα πρόσωπα που με βασάνισαν.
Ο φόβος είναι αλλού, στα διεστώτα, στο ότι τα περασμένα είναι πράγματι περασμένα, αλλά κυρίως , είναι μακρινά. Πρέπει να δοκιμαστείς σκληρά για να παραλάβεις την ουσία της Ανάστασης αυτής της μακρινής, υψηλής και δραματικής συμβολοποιΐας . Πρέπει να την πιστέψεις προσωπικά , αφρόντιστα , με πείσμα και ίσως σου δοθεί. Να καταλάβεις το σύμβολο, για να σου παραχωρηθεί η χάρη. Να ζητήσεις το έλεος, για να βρεις κάποια θραύσματα σωτηρίας…
Η αλλιώς, με τα λόγια του Τάσου Λειβαδίτη :
«Κύριε , άσε με να ΄ρθω κοντά σου . Ίσως με την τόση
φτώχεια μου, την μικρότητά μου, τις τόσες τύ-
ψεις μου να σε παρηγορήσω λίγο
τα βράδια που σε ακούω να κλαις. Γιατί τόση τελειό-
τητα είναι ήδη ένα μαρτύριο».
(Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι Ζωγράφος, Αν. Καθηγητής, Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, ΕΜΠ)