H αναποτελεσματική στρατηγική ορισμένων κρατών για την προμήθεια επαρκών εμβολίων και από την άλλη πλευρά, η αδυναμία μερικών φαρμακευτικών εταιρειών να παράσχουν έγκαιρα στις κυβερνήσεις τις προσυμφωνημένες εμβολιαστικές ποσότητες, ευλόγως θεωρούνται σαν κυβερνητική αποτυχία και αποτυχία της αγοράς αντίστοιχα.
Στο σημείο αυτό βέβαια, μια περαιτέρω διευκρίνιση για το είδος της κυβερνητικής αποτυχίας κρίνεται αναγκαία: Η ειδικότερη αιτία της κυβερνητικής αποτυχίας φαίνεται πως δεν συνδέεται τόσο με τις λανθασμένες προβλέψεις ορισμένων κυβερνήσεων όσο με τη ρυθμιστική αιχμαλωσία της εμβολιαστικής πολιτικής από τις μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες.
Συγκεκριμένα, η πανδημία κατέδειξε για μια ακόμα φορά πόσο μη ισορροπημένη είναι η σχέση μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες,για παράδειγμα, διάφοροι κρατικοί φορείς επενδύουν περίπου 40 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως για ιατρική έρευνα, πράγμα που συνέβαλε καθοριστικά στην έρευνα και την ανάπτυξη θεραπειών και εμβολίων κατά του Covid-19. Παρά ταύτα, οι φαρμακευτικές εταιρείες δεν έχουν καμία υποχρέωση να καταστήσουν τα τελικά προϊόντα τους προσιτά στους πολίτες, από τη φορολογία των οποίων επιδοτούνται. Με άλλα λόγια, οι κυβερνήσεις κοινωνικοποιούν τους κινδύνους αλλά ιδιωτικοποιούν τις ανταμοιβές.
Εξίσου κακές συμφωνίες από την πλευρά του κράτους έχουν πραγματοποιηθεί και με τις μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας. Η καταξιωμένη οικονομολόγος Marianna Mazzucato έχει αναδείξει (The Entrepreneurial State: Debunking Publicvs. Private, 2013)ότι η Silicon Valley είναι ουσιαστικά προϊόν των επενδύσεων που πραγματοποίησε η κυβέρνηση των ΗΠΑ στην ανάπτυξη τεχνολογιών υψηλού κινδύνου. Για παράδειγμα, το Εθνικό Ίδρυμα Επιστημών χρηματοδότησε την έρευνα για τον αλγόριθμο αναζήτησης που έκανε τη Google διάσημη. Το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ έκανε το ίδιο για την ανάπτυξη της τεχνολογίας GPS στην οποία βασίζεται η Uber. Ο Οργανισμός Προηγμένων Ερευνητικών Έργων Άμυνας, που υπάγεται στο Πεντάγωνο, υποστήριξε την ανάπτυξη του Διαδικτύου, της τεχνολογίας οθόνης αφής και κάθε άλλου βασικού στοιχείου που περιλαμβάνεται στο iPhone. Επομένως, οι φορολογούμενοι μπορεί να ανέλαβαν σοβαρούς επιχειρηματικούς κινδύνους, κάθε φορά που τα χρήματά τους επενδύονταν στην ανάπτυξη αυτών των τεχνολογιών, ωστόσο, μόνο οι μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας επωφελήθηκαν τελικά − μη καταβάλλοντας επιπρόσθετα και το δίκαιο μερίδιο των φόρων τους.
Όλα αυτά δείχνουν, σύμφωνα με τη Mazzucato, ότι η σχέση μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα έχει διαρραγεί τις τελευταίες δεκαετίες. Για να βρεθεί λύση σε αυτό το ζήτημα απαιτείται πρώτα απ’ όλα να αντιμετωπιστεί ένα βασικό πρόβλημα που αφορά τη σύγχρονη οικονομική -και όχι μόνο-σκέψη: τη λανθασμένη αντίληψη που κυριαρχεί για την έννοια της αξίας.
Αναλυτικότερα, σε ένα πιο πρόσφατο βιβλίο της η Mazzucato (The Valueof Everything: Making and takingintheglobaleconomy, 2018) υποστήριξε ότι οι σύγχρονοι οικονομολόγοι κατανοούν την αξία ως μια έννοια εναλλάξιμη με την τιμή. Αυτή η άποψη θα ήταν ανάθεμα για τον ο Άνταμ Σμιθ και τον Καρλ Μαρξ, οι οποίοι θεωρούσαν ότι τα προϊόντα έχουν εγγενή αξία που σχετίζεται με τη δυναμική της παραγωγής. Εν ολίγοις, για τους κλασσικούς θεωρητικούς η αξία δεν ταυτίζεται απαραίτητα με την τιμή. Η σύγχρονη πρόσληψη όμως της έννοιας της αξίας έχει τεράστιες επιπτώσεις στον τρόπο δομής των οικονομιών. Επηρεάζει ειδικότερα το πρότυπο λειτουργίας των οικονομικών δρώντων, τον τρόπο με τον οποίο υπολογίζονται οι οικονομικές δραστηριότητες, την ιεράρχηση των προτεραιοτήτων στους τομείς της οικονομίας, τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται η ίδια η κυβερνητική δράση και τέλος, τη μέθοδο μέτρησης του εθνικού πλούτου. ΗMazzucato αναφέρει συγκεκριμένα ότι η αξία της δημόσιας εκπαίδευσης, για παράδειγμα, δεν υπολογίζεται στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕγχΠ) μιας χώρας, επειδή προσφέρεται δωρεάν. Την ίδια στιγμή όμως υπολογίζεται στο ΑΕγχΠ το κόστος της μισθοδοσίας των εκπαιδευτικών. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι υπό αυτό το πρίσμα η χρηματοδότηση της παιδείας εντάσσεται στην κατηγορία των δημόσιων δαπανών και όχι των δημόσιων επενδύσεων.
Επομένως, η αλλαγή του σημερινού status quo απαιτεί μια νέα απάντηση στο ερώτημα «τι είναι η αξία»; Για αρκετό καιρό, επικρατούσε η καθεστηκυία αντίληψη ότι ο ιδιωτικός τομέας είναι ο πρωταρχικός μοχλός της καινοτομίας και της δημιουργίας αξίας και ως εκ τούτου, δικαιούται να καρπώνεται τη μερίδα του λέοντος στα παραγόμενα κέρδη. Η πανδημία ήρθε να μας υπενθυμίσει ότι η παραπάνω αντίληψη είναι εσφαλμένη. Τα φαρμακευτικά προϊόντα, όπως και το διαδίκτυο, η νανοτεχνολογία, η πυρηνική ενέργεια, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αναπτύχθηκαν λόγω των τεράστιων κυβερνητικών επενδύσεων και κατ’ επέκταση, της ανάληψης του αρχικού επιχειρηματικού κινδύνου από το κράτος.
Στο πλαίσιο αυτό, η εκτίμηση της πραγματικής συμβολής της συλλογικής προσπάθειας μιας κοινωνίας στην οικονομική ανάπτυξη και την τεχνολογική πρόοδο θα διευκόλυνε τη διασφάλιση της δίκαιης διανομής των οφελών για όλα τα ενεχόμενα μέρη. Επομένως, ο δρόμος προς μια πιο ισορροπημένη συνεργασία μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα ξεκινά με την αναγνώριση ότι η αξία παράγεται συλλογικά.
(Ο Θανάσης Κολλιόπουλος είναι διδάκτορας του Πανεπιστημίου Αθηνών)