Το βράδυ της 6ης Δεκεμβρίου του 2008, ο αστυνομικός Επαμεινώνδας Κορκονέας δολοφονεί τον 15χρονο Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο και οι δρόμοι αρπάζουν φωτιά. Μετά από 13 χρόνια οι στάχτες των δρόμων λένε την ιστορία ενός παιδιού, που τού αφαίρεσαν τα όνειρα. Κάθε χρόνο και την ίδια μέρα, πολίτες με πανό και συνθήματα αφηγούνται την στυγνή δολοφονία, που συγκλόνισε το πανελλήνιο.Παρόλα αυτά και μετά από τόσο καιρό, η αφήγηση δεν είναι η ίδια.
Ο θυμός και η οργή των πρώτων ημερών έχουν παραχωρήσει αλλού την θέση τους, ενώ πλέον στο «στόχαστρο» δεν βρίσκεται μόνο η αστυνομία με το κράτος.
Το σύνθημα «αυτές οι μέρες είναι του Αλέξη», έχει αντικατασταθεί από το «στις τράπεζες λεφτά, στη νεολαία σφαίρες», ενώ το όνομα του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, συνοδεύουν τα ονόματα άλλων δολοφονημένων.
Παύλος Φύσσας, Ζακ Κωστόπουλος, Νίκος Σαμπάνης, είναι μερικά από τα ονόματα ανθρώπων που δολοφονήθηκαν στο όνομα της «τάξης και ασφάλειας», από το οποίο έπεσε νεκρός και ο Γρηγορόπουλος.
Ο Φύσσας γιατί απειλούσε την ασφάλεια που διαμήνυε η Χρυσή Αυγή, ο Ζακ γιατί ήταν διαφορετικός και ο Σαμπάνης γιατί «έβαλε» να τον καταδιώξουν αστυνομικοί, που φαίνονται πως είχαν ελλιπή εκπαίδευση.
Παρόλα αυτά, δεν λείπουν και οι αναφορές στο παρελθόν, καθώς το φονικό που συντελείται εδώ και δεκαετίες δεν έχει σταματήσει. «Κουμής, Κανελλοπούλου, Σαμπάνης, Καλτεζάς, Αλέξης Γρηγορόπουλος. Το αίμα κυλάει, εκδίκηση ζητάει» γράφει με άσπρα γράμματα, ένα μαύρο πανό.
«Σπίτια μας είναι όλοι οι δρόμοι, που στα σπλάχνα τους κοιμούνται τόσοι σκοτωμένοι», αναγράφει σε ένα άλλο, το οποίο κρατάει μια γενιά που έμαθε στο γεγονός, πως κάποια μέρα, ένας ή μία από αυτούς θα δολοφονηθεί δημόσια, με ένα μεγάλο «γιατί», να ακούγεται από τα χείλη όλων.
Υπάρχουν όμως και οι «ρομαντικοί». «Τα κράτη δολοφονούν, να μην συνηθίσουμε τον θάνατο», φωνάζουν λίγοι «τρελοί» από το Ηράκλειο στην Κρήτη.
Μετά από 13 χρόνια, η Αθήνα δεν τυλίγεται στις φλόγες, όπως συνηθίσαμε, οι δολοφονίες συνεχίζονται και ταυτόχρονα αυξάνονται, ενώ ο κόσμος δεν ζητάει εκδίκηση. Όλοι περιμένουν να δουν την επόμενη μάνα πάνω από ένα φέρετρο να κλαίει το παιδί της και τον επόμενο υπουργό να διακυρήττει ότι «κράτος χωρίς κρατική βία δεν υπάρχει στον πλανήτη».
Βέβαια υπάρχουν και οι «γραφικοί». «Όταν το κράτος τρομοκρατεί, η αντίσταση είναι μονόδρομος», αναφέρουν σε όλους τους τόνους, αλλά ποιος τους δίνει σημασία; Πλέον, η ιστορία επαναλαμβάνεται σαν φάρσα, όχι σαν τραγωδία. Απλά κανείς δεν ξέρει, εάν πρέπει να γελάσει ή να κλάψει.