Το 1998, ένας απόφοιτος της Νομικής του Yale και ρεπόρτερ για την αμερικανική εφημερίδα «Chicago Tribune», ονόματι Λι Στρόμπελ, έγραψε ένα δημοσίευμα με τον τίτλο: «Το θέμα του Χριστού: Η προσωπική Έρευνα ενός Δημοσιογράφους για την Απόδειξη του Ιησού», το οποίο προσπαθούσε να επιχειρηματολογήσει εναντίον της ανάστασης του Ιησού.
Ο λόγος για τη συγγραφή του εν λόγω άρθρου; Η γυναίκα του.
Όπως αναφέρει το σχετικό δημοσίευμα του «The Conversationalist», ο Στρόμπελ ήταν άθεος για χρόνια και ο προσηλυτισμός της συζύγου του στον χριστιανισμό ήταν για εκείνος ο λόγος να κάνει μια προσπάθεια αντίκρουσης όλων των ισχυρισμών σχετικά με τον Ιησού, τα θαύματα και την Ανάστασή Του.
Στο τέλος, ο Στρόμπελ δεν κατάφερε να επιχειρηματολογήσει εναντίον όλων όσων υποστήριζε η Αγία Γραφή, με αποτέλεσμα να ασπαστεί τελικά και ο ίδιος, τον χριστιανισμό. Όπως θα ήταν αναμενόμενο, το βιβλίο του έγινε ένα από τα πιο ευπώλητα συγγράμματα, που υπερασπίζονται όχι μόνο το εύλογο αλλά και την ακρίβεια των χριστιανικών διδαχών, όλων των εποχών.
Είναι σημαντικό στο σημείο αυτό να σημειώσουμε ότι η Ανάσταση του Ιησού αποτελεί και τον βασικό πυλώνα πάνω στον οποίο στηρίζεται η χριστιανική πίστη, καθώς, όπως αναφέρεται στη δραματοποιημένη απόδοση του βιβλίου του Στρόμπελ: «Εάν η ανάσταση του Ιησού δεν έγινε ποτέ, τότε η χριστιανική πίστη είναι ένας πύργος από τραπουλόχαρτα».
Είναι, όμως, τα επιχειρήματα του Στρόμπελ υπέρ της ανάστασης -και κατά συνέπεια της ίδιας της θεϊκής υπόστασης- του Ιησού βασισμένα σε κοινά παραδεκτές αλήθειες, ή στηρίζονται πάνω σε γεγονότα τα οποία, τελικά, δεν είναι δυνατό να αποδειχθούν;
Όπως γράφει ο Μπρεντ Λαντό, καθηγητής Θρησκευτικών Σπουδών με εξειδίκευση στην Καινή Διαθήκη στο πανεπιστήμιο του Τέξας, στο Conversationalist η πλειοψηφία των επιχειρημάτων όχι μόνο του Στρόμπελ αλλά και των θιασωτών υπέρ των υποτιθέμενων «απτών» αποδείξεων της Ανάστασης εν γένει, δεν είναι καν σχετική με το θέμα.
«Για παράδειγμα, βασικό επιχείρημα του Στόμπελ είναι πως υπάρχουν πάνω από 5.000 ελληνικά χειρόγραφα της Καινής Διαθήκης, πολύ περισσότερα από οποιαδήποτε άλλα αρχαία γραπτά. Αυτό το τονίζει με σκοπό να στηρίξει τη θέση ότι ότι οι αρχικές μορφές των γραπτών της Καινής Διαθήκης έχουν μεταδοθεί με ακρίβεια. Αν και αυτός ο αριθμός χειρόγραφων ακούγεται πολύ εντυπωσιακός, τα περισσότερα από αυτά είναι σχετικά όψιμα, σε πολλές περιπτώσεις από τον 10ο αιώνα ή αργότερα. Υπάρχουν λιγότερα από 10 χειρόγραφα παπύρου από τον δεύτερο αιώνα, και πολλά από αυτά είναι πολύ αποσπασματικά.
«Σίγουρα θα συμφωνήσω ότι αυτά τα πρώιμα χειρόγραφα μας παρέχουν μια αρκετά καλή εικόνα σε σχέση με το ποια θα ήταν η αρχική μορφή των γραπτών της Καινής Διαθήκης. Ωστόσο, ακόμη κι αν αυτά τα αντίγραφα του δεύτερου αιώνα είναι ακριβή, τότε το μόνο που έχουμε είναι γραπτά από τον 1ο αιώνα, τα οποία υποστηρίζουν ότι ο Ιησούς αναστήθηκε από τους νεκρούς. Αυτό σε καμία περίπτωση δεν αποδεικνύει την ιστορικότητα της ανάστασης».
Τι αποδεικνύει η Καινή Διαθήκη;
Επιχείρημα-κλειδί του «Θέματος του Ιησού», είναι ένα απόσπασμα που προέρχεται από την Καινή Διαθήκη, γνωστό ως «Πρώτη Επιστολή προς Κορίνθιους», το οποίο πιστεύεται ότι έχει γραφτεί από τον Απόστολο Παύλο γύρω στο 52 μ.Χ., 20 χρόνια δηλαδή μετά τον θάνατο του Ιησού.
Στο εδάφιο 15:3-8, λοιπόν, ο Απόστολος Παύλος μας δίνει μια λίστα με τους ανθρώπους που ο αναστημένος Ιησούς εμφανίστηκε.
Ποιοι είναι, όμως, οι μάρτυρες αυτού του γεγονότος;
Οι μάρτυρες της Ανάστασης περιλαμβάνουν τον Απόστολο Πέτρο, τον Ιάκωβο ο οποίος είναι ο αδελφός του Ιησού και ένα ανώνυμο πλήθος περίπου 500 ανθρώπων «το οποίο θεωρείται πως Τον είδε ταυτόχρονα, μετά την ανάστασή Του».
«Αυτό που ξέρουμε με σιγουριά, είναι ότι οι πρώτοι ακόλουθοι του Ιησού πίστευαν ότι Εκείνος επέστρεψε στη ζωή, με ένα υλικό σώμα που είχε πραγματικά, απτά χαρακτηριστικά: Μπορούσαν να το δουν, να το αγγίξουν και μπορούσαν να ακούσουν τη φωνή που έβγαινε από αυτό το σώμα», αναφέρει ο Μπαρτ Έχρμαν, γνωστός πανεπιστημιακός που ειδικεύεται στην Καινή Διαθήκη και εξίσου γνωστός αγνωστικιστής άθεος.
Όπως, όμως, επισημαίνει ο Λαντό, το εδάφιο αυτό μπορεί να αποδεικνύει πως οι ακόλουθοι ήταν πεπεισμένοι πως έγιναν μάρτυρες της ανάστασης του Δασκάλου τους, εντούτοις δεν αποδεικνύει ότι πράγματι ο Ιησούς αναστήθηκε.
Πράγματι, τα οράματα που μας παρουσιάζουν τους αγαπημένους μας ανθρώπους να βρίσκονται δίπλα μας, σαν να ήταν ακόμα ζωντανοί, κάθε άλλο παρά σπάνια είναι.
Σε σχετική έρευνα (διαβάστε εδώ) με δείγμα 20.000 ανθρώπων, το 13% των συμμετεχόντων απάντησε πως είχε δει, στ’ αλήθεια, κάποιον νεκρό.
Στην περίπτωση αυτών των ανθρώπων, οι περισσότεροι από εμάς πιστεύουμε ότι πρόκειται για μια ψευδαίσθηση, η οποία οι επιστήμονες θεωρούν πως μπορεί να προέρχεται από την σωματική και ψυχική εξάντληση που μας προκαλεί ο θάνατος ενός αγαπημένου μας προσώπου ή ακόμα και από την ελπίδα ότι ορισμένες πτυχές της ανθρώπινης ουσίας καταφέρνουν να επιβιώσουν ακόμα και μετά το θάνατο του υλικού σώματος.
«Με άλλα λόγια, η εικόνα του αναστημένου Ιησού δεν είναι σε καμία περίπτωση ένα τόσο μοναδικό ή σπάνιο φαινόμενο όσο ο Στρόμπελ θέλει να υπαινιχθεί», τονίζει ο Λαντό.
Θαύμα… ή μήπως όχι;
Πολλοί θα σπεύσουν να υποστηρίξουν πως όταν μιλάμε για έναν αριθμό αυτόπτων μαρτύρων που φτάνει τους 500, τότε πρόκειται για μια εντελώς διαφορετική υπόθεση από μια μεμονωμένη ψευδαίσθηση.
Εντούτοις, είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι ένα μεγάλο μέρος των χριστιανικών διδαχών -και κατ’ επέκταση της ορθόδοξης πίστης- στην πραγματικότητα βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ερμηνεία της Αγίας Γραφής, η οποία βρίθει παραβολών και άλλων συμβολισμών ενώ η σειρά με την οποία γράφτηκε ακόμα αμφισβητείται.
«Αρχικά, οι ειδικοί δεν έχουν στην πραγματικότητα ιδέα για ποιο γεγονός μιλάει ο Παύλος στο εδάφιο αυτό. Κάποιοι θεωρούν ότι πρόκειται για αναφορά στην ‘Ημέρα της Πεντηκοστής’, όπου το Άγιο Πνεύμα έδωσε στη χριστιανική κοινότητα την υπερφυσική ικανότητα να μιλάει σε γλώσσες άγνωστες σε εκείνους. Αλλά ένας εκ των μελετητών έχει προτείνει πως το γεγονός αυτό προστέθηκε [σ.σ: εκ των υστέρων] στο εδάφιο που σχετίζεται με την Ανάσταση, τονίζοντας ότι οι αληθινές του ρίζες παραμένουν αβέβαιες», γράφει ο Λαντό.
Δεύτερον, κατά τον Λαντό, ακόμα και εάν ο Παύλος πράγματι αναφέρει τον αριθμό των 500 μαρτύρων σε σχέση με την ανάσταση του Ιησού, οι μαρτυρίες αυτές «καμία διαφορά δεν έχουν από τις μεγάλες ομάδες ανθρώπων που ισχυρίζονται πως είδαν την οπτασία της Παναγίας ή ένα UFO. Μολονότι οι ακριβείς μηχανισμοί τέτοιων μαζικών ψευδαισθήσεων παραμένουν άγνωστοι, αμφιβάλλω πως ο Στρόμπελ θα θεωρούσε πως αυτές οι περιπτώσεις βασίζονται στην πραγματικότητα».
Ο άδειος τάφος του Ιησού
Ένα ακόμα επιχείρημα υπέρ της ανάστασης του θεανθρώπου είναι και το γεγονός πως ο τάφος του ήταν άδειος το πρωί του Πάσχα.
Εντούτοις, αρκετοί είναι οι μελετητές οι οποίοι θεωρούν πως η ιστορία του άδειου τάφους στην πραγματικότητα δεν είναι και τόσο παλιά: «Υπάρχουν σοβαρά στοιχεία που στηρίζουν την άποψη πως οι Ρωμαίοι δεν συνήθιζαν να αφαιρούν τους καταδικασμένους από τους σταυρούς μετά τον θάνατο. Άρα, είναι πιθανόν η ιδέα πως ο Ιησούς αναστήθηκε να γεννήθηκε πρώτη και η ιστορία με τον κενό τάφο να ήρθε αργότερα, μόνο όταν οι πρώιμοι κριτικοί του χριστιανισμού αμφισβήτησαν την αλήθεια περί ανάστασης», προσθέτει ο Λοντό.
Ακόμα, όμως, και να υποθέσουμε ότι πράγματι ο τάφος ήταν άδειος εκείνο το πρωί, ποια είναι ότι η απόδειξη ότι επρόκειτο για θαύμα; Γιατί αποκλείουμε το ενδεχόμενο το σώμα του Χριστού να μετακινήθηκε για άλλους λόγους;
«Τα θαύματα είναι, εξ’ ορισμού, γεγονότα που είναι αδύνατον να αποδειχθούν και δε βλέπω το λόγο να υποθέσω ότι το συγκεκριμένο έλαβε χώρα, εφόσον άλλες εξηγήσεις είναι πολύ πιο πιθανές», εξηγεί ο καθηγητής.
Έλλειψη αδιάσειστων στοιχείων
«Στο τέλος, όμως, ο κάθε άνθρωπος πρέπει να καταλήξει στο δικό του συμπέρασμα σχετικά με το θέμα του Χριστού. Πολλά πράγματα επηρεάζουν την άποψη κάποιου- όπως είναι για παράδειγμα η προκατάληψή του ή μη σε σχέση με το υπερφυσικό», έγραψε ο Στρόμπελ μεταξύ άλλων σε επιστολή προς τον Λαντό.
Και ακριβώς σε αυτό το σημείο έγκειται και το ζήτημα.
Όταν, ωστόσο, μιλάμε για «προκατάληψη σε σχέση με το υπερφυσικό», ουσιαστικά εννοούμε πως οι άνθρωποι που αρνούνται την ιστορικότητα της ανάστασης του Χριστού, απλά αρνούνται να πιστέψουν πως τα θαύματα θα μπορούσαν να συμβούν και άρα ποτέ δεν θα αποδεχθούν την ιστορικότητα της ανάστασης, όσες αποδείξεις και αν βρεθούν.
Από την άλλη, «θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι οι λεγόμενοι ‘Χριστιανοί Απολογητές’ συχνά εναντιώνονται εξίσου με το υπερφυσικό, όταν το υπερφυσικό αυτό χρησιμοποιείται για να υποστηρίξει ισχυρισμούς εκτός του χριστιανισμού, όπως για παράδειγμα θαύματα που προέρχονται από άλλες θρησκείες», λέει ο Λαντό.
«Δεν αμφιβάλω ότι μερικοί από τους ακολούθους του Ιησού πίστεψαν ότι τον είδαν ζωντανό μετά τον θάνατό του. Εντούτοις, ο κόσμος είναι γεμάτος με εξίσου παράδοξους ισχυρισμούς και το ‘Θέμα του Χριστού’ δε μας παρέχει, κατά την εκτίμησή μου, κανένα αληθινά πειστικό στοιχείο που να αποδεικνύει την ιστορικότητα της ανάστασης του Ιησού», καταλήγει ο ίδιος.