«Ακόμη και σήμερα δεν έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για μία σοβαρή, σε βάθος συζήτηση συνολικά για τον φάκελο Τουρκία, ενώ δεν έχει διαμορφωθεί κλίμα υπέρ κυρώσεων που θα “πονέσουν” την τουρκική οικονομία», εκτιμά με συνέντευξή του στο iEidiseis ο καθηγητής διεθνών σχέσεων, Εκτελεστικός Διευθυντής του ΙΔΙΣ και Αναλυτής Διεθνών Θεμάτων του Ant1, Κωνσταντίνος Φίλης.
«Ακόμη, όμως, και σε αυτό το σενάριο, υποκρύπτεται ένας σοβαρός κίνδυνος: σε αντίποινα για το πληγωμένο γόητρο και τον αρνητικό αντίκτυπο στην οικονομία της, η Τουρκία να στραφεί ακόμη πιο επιθετικά σε βάρος Ελλάδας και Κύπρου. Προστρέχοντας στους εταίρους μας, φοβούμαι ότι θα απαντήσουν πως εφόσον επέβαλαν περιοριστικά μέτρα σε βάρος της Άγκυρας δεν έχουν πλέον την ευθύνη και έτσι θα «βγάλουν την ουρά τους απέξω». Αντίστοιχα, αν οι κυρώσεις είναι ηπιότερες του αναμενομένου (προσώρας πιθανότερο ως σενάριο), η Άγκυρα θα θεωρήσει ότι λαμβάνει μία οιονεί παράταση της ανοχής έναντί της», επισημαίνει χαρακτηριστικά ο Κωνσταντίνος Φίλης και τονίζει πως «βέτο και κυρώσεις έχουν μεγαλύτερη αξία αν δεν χρειαστεί να τα χρησιμοποιήσεις».
Το θέμα του διαλόγου επαναφέρει η Τουρκία με δηλώσεις στελεχών της. Γιατί το πράττει; Έχει στόχο απλώς να αποφύγει τις πιέσεις ή και τυχόν κυρώσεις στη Σύνοδο Κορυφής;
Εδώ και χρόνια η Τουρκία κινείται επιθετικά στην ευρύτερη γειτονιά της. Μιλάει τη γλώσσα της ισχύος την οποία συχνά χρησιμοποιεί, απειλεί, παραβιάζει συνθήκες, συμφωνίες, ψηφίσματα του ΟΗΕ και διεθνές δίκαιο και αδυνατεί να συνομιλήσει με πολλούς εκ των γειτόνων της. Αυτή η πολιτική αποδίδει καρπούς στο εσωτερικό, ενισχύει το αφήγημα Ερντογάν περί ισχυρής Τουρκίας, ενδυναμώνει τους δεσμούς με το εθνικιστικό ακροατήριο και υπηρετεί το νέο-οθωμανικό δόγμα του. Ωστόσο, υπό την πίεση της οικονομικής κρίσης και της συνειδητοποίησης των ορίων της άνω πολιτικής, η Άγκυρα, που σχεδόν πάντα επιζητά νομιμοφάνεια στις ενέργειες της, δείχνει να προσαρμόζεται σε μία αναγκαστική συνθήκη, που την υποχρεώνει να δείχνει πρόθυμη για διάλογο.
Άλλωστε, αυτό διατείνεται ακόμη και σε περιόδους που επιλέγει να κλιμακώνει την κρίση. Εδώ θέλουν προσοχή δύο ζητήματα: επειδή η Άγκυρα έχει «απλώσει τον τραχανά» είναι σε θέση να κάνει τακτικές αναδιπλώσεις, τις οποίες εμφανίζει ως κινήσεις καλής θέλησης. Έτσι, αφαιρεί το επιχείρημα ότι δεν επιθυμεί τον διάλογο και συνάμα προσφέρει φύλο συκής σε όσους Ευρωπαίους θέλουν να αποφύγουν τις κυρώσεις σε βάρος της, γιατί αυτό εξυπηρετεί κυρίως τα δικά τους συμφέροντα. Εδώ, αυτό που η ελληνική διπλωματία ορθά επισημαίνει και στο οποίο πρέπει να επιμείνει είναι η διάρκεια και η συνέπεια εκ μέρους της Τουρκίας.
Χωρίς διάρκεια και συνέπεια, οι ενέργειες της είναι προσχηματικές και δεν πρόκειται να ξεκινήσουμε στα σοβαρά κανένα διάλογο
Άρα, χωρίς διάρκεια και συνέπεια, οι ενέργειες της είναι προσχηματικές και δεν πρόκειται να ξεκινήσουμε στα σοβαρά κανένα διάλογο. Η δεύτερη παγίδα, την οποία είναι στο χέρι μας να αντιστρέψουμε, είναι η τουρκική πρόταση περί περιφερειακής διάσκεψης. Η Αθήνα δεν πρέπει να είναι ούτε απορριπτική ούτε αδρανής έναντι αυτής. Αντιθέτως, δεν πρέπει να επιτρέψουμε στην Άγκυρα να οικειοποιηθεί την ιδέα και είναι χρήσιμο να ορίσουμε εμείς την ατζέντα.
Σας προβληματίζει το διάστημα μετά τις 11 Δεκεμβρίου και τη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ έως τις 20 Ιανουαρίου που αναλαμβάνει ο Μπάιντεν; Ή θεωρείται πως η Τουρκία θα συνεχίσει στον ίδιο βαθμό επιθετικότητας και μετά την ανάληψη των καθηκόντων του νέου προέδρου των ΗΠΑ;
Η Τουρκία έχει προβληματιστεί από την εκλογή Μπάιντεν για τέσσερις λόγους: τη θεσμοποίηση των διμερών επαφών που λογικά θα του αποστερήσει την προσωπική απευθείας πρόσβαση στον Λευκό Οίκο, ενδεχόμενη πίεση που θα δεχθεί λόγω της σχέσης της με τη Ρωσία, τυχόν κυρώσεις λόγω της εξαγοράς και ενεργοποίησης των ρωσικών S-400 ή για την υπόθεση της τουρκικής τράπεζας Halkbank, η εκδίκαση της οποίας στις ΗΠΑ καθυστέρησε λόγω προσωπικής εμπλοκής του Τραμπ και την πρόθεση της νέας αμερικανικής ηγεσίας να θέσει διαχωριστικές γραμμές μεταξύ δημοκρατικών και αυταρχικών καθεστώτων.
Η Ουάσιγκτον θα προσπαθήσει να αποφύγει την απώλεια ενός τόσο σημαντικού εταίρου, όπως η Άγκυρα, χωρίς να μπορούμε να προδικάσουμε μέχρι ποιου σημείου θα φτάσει και τι θα ανεχτεί
Από την άλλη, η Ουάσιγκτον θα προσπαθήσει να αποφύγει την απώλεια ενός τόσο σημαντικού εταίρου, όπως η Άγκυρα, χωρίς να μπορούμε να προδικάσουμε μέχρι ποιου σημείου θα φτάσει και τι θα ανεχτεί (δεδομένων των διιστάμενων απόψεων σε αρκετά ζητήματα) και εν τέλει υπό ποιους όρους θα γίνει η διαπραγμάτευση μεταξύ των δύο. Έτσι, ο Ερντογάν αναμένεται να κινηθεί στο δίπολο «χρήσιμος ή επικίνδυνος» σύμμαχος για να μεταφέρει όσο περισσότερο μπορεί την πίεση στην πλευρά του Μπάιντεν.
Χρήσιμος ώστε να ανοίξει τον δρόμο στις ΗΠΑ σε μέτωπα όπου εμπλέκεται η Άγκυρα και από τα οποία απουσιάζει η Ουάσιγκτον αλλά και επικίνδυνος εφόσον κλίνει προς την Ανατολή και συμπράττει με χώρες ανταγωνιστικές προς τις ΗΠΑ. Άρα, εκτός εάν έγκαιρα βρεθεί μία συμβιβαστική φόρμουλα για να ξεκινήσουν οι διερευνητικές επαφές ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία, η τελευταία θα αυξομειώνει την ένταση κατά το δοκούν προκειμένου να επιβάλλει τις επιθυμίες της. Ωστόσο, στην αρχή τουλάχιστον, έως ότου «διαβάσει» τον νέο ένοικο του Λευκού Οίκου, ίσως να έχει κάποιες συστολές, ιδίως αν το μήνυμα από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού είναι ξεκάθαρο.
Είναι σαφές, πάντως, κ. Καθηγητά πως η Άγκυρα δεν έχει ως μοναδικό στόχο την Ελλάδα, αλλά εκμεταλλευόμενη ίσως την πίεση στη χώρα μας, στοχεύει στην επίτευξη ενός στρατηγικού ελληνοτουρκικού διαλόγου. Μπορεί η Ευρώπη να ανταποκριθεί σε μια ενιαία γραμμή απέναντι στην Τουρκία;
Η ΕΕ είναι μία οικονομική και όχι πολιτική και αμυντική ένωση. Είναι δεδομένο ότι τα συμφέροντα των κρατών-μελών δεν συμβαδίζουν πάντα και οι ζυμώσεις είναι καθημερινές για να διαμορφώνονται μπλοκ εντός της ΕΕ τα οποία προωθούν τα συμφέροντά τους. Επίσης, είναι δεδομένη η επιρροή εταιρειών και λόμπι, όπως και το ότι κάποια κράτη έχουν μεγαλύτερη εμβέλεια και πειθώ σε σχέση με άλλα, ειδικότερα μετά την παρατεταμένη οικονομική κρίση μετά το 2008, όπου ορισμένες χώρες επλήγησαν συντριπτικά συγκριτικά με άλλες.
Οι προσδοκίες μας από την ΕΕ πρέπει να είναι χαμηλές
Μία ακόμη σημαντική παράμετρος σχετίζεται με τη θέση της ΕΕ σε ένα μεταβατικό και γεμάτο αβεβαιότητες διεθνές περιβάλλον και ενώ ΗΠΑ-Κίνα βρίσκονται σε τροχιά σύγκρουσης. Εξίσου, η ΕΕ δεν έχει καταφέρει να υιοθετήσει στιβαρή και αξιόπιστη πολιτική έναντι των δύο μεγαλύτερων γειτόνων της, Ρωσίας και Τουρκίας.
Στο προκείμενο, λοιπόν, οι προσδοκίες μας από την ΕΕ πρέπει να είναι χαμηλές. Η Γερμανία είχε το 2019 τζίρο εμπορικών συναλλαγών με την Τουρκία, ύψους 35,5 δις ευρώ. Οι δύο χώρες συνεργάζονται στον τομέα της άμυνας (αναμένεται τα επόμενα χρόνια και η παράδοση υποβρυχίων, όπως αυτά που διατηρεί η χώρα μας και μας δίνουν συγκριτικό πλεονέκτημα), η τουρκική διασπορά στη Γερμανία υπερβαίνει τα 3 εκατ, με εκατοντάδες χιλιάδες να έχουν και δικαίωμα ψήφου, ενώ το Βερολίνο εξακολουθεί να ανησυχεί για το προσφυγομεταναστευτικό ζήτημα.
Η Ισπανία, από την πλευρά της, συνυπολογίζει το μεγάλο άνοιγμα των τραπεζών της (άνω των 40 δις ευρώ) στο τουρκικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, ενώ και η Ιταλία διατηρεί λειτουργικές σχέσεις με την Τουρκία, μεταξύ άλλων, και στο θέμα της Λιβύης, με τους ηγέτες Βουλγαρίας και Ουγγαρίας να έχουν πολύ καλή προσωπική σχέση με τον Ερντογάν.
Υπάρχουν, βέβαια, και εγγενείς αντιφάσεις, όπως η λήψη μέτρων σε βάρος της Λευκορωσίας, η οποία παρότι δικτατορία, δεν στρέφεται σε βάρος κάποιου κράτους-μέλους της ΕΕ, όπως κάνει συστηματικά το τελευταίο χρονικό διάστημα η Τουρκία.
Τα προαναφερθέντα κράτη, συνεπώς, αναζητούν άλλοθι για να στηρίξουν την άποψη ότι δεν πρέπει να επιβληθούν κυρώσεις στην Άγκυρα, επικαλούμενα ακόμη και την πανδημία αλλά πρωτίστως την πιθανότητα αυτές να εξαγριώσουν ένα ηγέτη με τα χαρακτηριστικά του Ερντογάν, ο οποίος θα υποχρεωθεί να απαντήσει, εφόσον έχει εκτεθεί δημόσια. Επισημαίνω, πάντως, το προφανές πως δηλαδή αυτό που πρωτίστως απασχολεί όσους αντιτίθενται στη λήψη μέτρων είναι τα συμφέροντά τους.
Η Ελλάδα μπορεί να φύγει από τη Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου χωρίς την επιβολή κυρώσεων που «πονάνε» στην Τουρκία; Ακόμα και αν χρειαστεί να χρησιμοποιήσει όλα τα όπλα που έχει στη διάθεσή της για κάτι τέτοιο;
Καταρχάς, όπως σας ανέφερα παραπάνω ακόμη και σήμερα δεν έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για μία σοβαρή, σε βάθος συζήτηση συνολικά για τον φάκελο Τουρκία, ενώ δεν έχει διαμορφωθεί κλίμα υπέρ κυρώσεων που θα «πονέσουν» την τουρκική οικονομία.
Ακόμη, όμως, και σε αυτό το σενάριο, υποκρύπτεται ένας σοβαρός κίνδυνος: σε αντίποινα για το πληγωμένο γόητρο και τον αρνητικό αντίκτυπο στην οικονομία της, η Τουρκία να στραφεί ακόμη πιο επιθετικά σε βάρος Ελλάδας και Κύπρου. Προστρέχοντας στους εταίρους μας, φοβούμαι ότι θα απαντήσουν πως εφόσον επέβαλαν περιοριστικά μέτρα σε βάρος της Άγκυρας δεν έχουν πλέον την ευθύνη και έτσι θα «βγάλουν την ουρά τους απέξω». Αντίστοιχα, αν οι κυρώσεις είναι ηπιότερες του αναμενομένου (προσώρας πιθανότερο ως σενάριο), η Άγκυρα θα θεωρήσει ότι λαμβάνει μία οιονεί παράταση της ανοχής έναντί της.
Η Ελλάδα οφείλει να υιοθετήσει ένα δικό της σχέδιο αναφορικά με τις ευρωτουρκικές σχέσεις, που θα ικανοποιεί τους εταίρους μας, θα προσφέρει στην Τουρκία διέξοδο και κίνητρα αλλαγής συμπεριφοράς και όλα αυτά σε ένα δεσμευτικό πλαίσιο προϋποθέσεων τύπου Ελσίνκι
Εφόσον η ΕΕ δεν έχει κατορθώσει να αναπτύξει μέχρι σήμερα μία συνεπή και στιβαρή πολιτική έναντι της Τουρκίας με ένα συνδυασμό μαστιγίου και καρότου, πλέον επιχειρεί με τακτικούς ελιγμούς να σώσει τα προσχήματα και ενώ της έχει δώσει τα κλειδιά του προσφυγομεταναστευτικού και έχει επιδείξει ενεργό ανοχή σε σειρά παράνομων ενεργειών που αφορούν και σε κράτη-μέλη.
Υποστηρίζω από την περασμένη άνοιξη ότι η Ελλάδα οφείλει να υιοθετήσει ένα δικό της σχέδιο αναφορικά με τις ευρωτουρκικές σχέσεις, που θα ικανοποιεί τους εταίρους μας, θα προσφέρει στην Τουρκία διέξοδο και κίνητρα αλλαγής συμπεριφοράς και όλα αυτά σε ένα δεσμευτικό πλαίσιο προϋποθέσεων τύπου Ελσίνκι -σε μία επικαιροποιημένη εκδοχή βάσει των τωρινών συνθηκών. Ακόμη και αν η Άγκυρα δεν στέρξει στην ελληνική πρόταση ή εξακολουθήσει να παρεκκλίνει από τη Δύση, αν μη τι άλλο, δεν θα έχουμε απωλέσει διπλωματικό κεφάλαιο, ούτε θα μπορούμε να κατηγορηθούμε από τους εταίρους μας για μονοδιάστατα αρνητική ατζέντα και συνεχή γκρίνια.
Βέτο και κυρώσεις έχουν μεγαλύτερη αξία αν δεν χρειαστεί να τα χρησιμοποιήσεις, αλλά είσαι τόσο αποφασιστικός ώστε να καταφέρεις τις επιδιώξεις σου με την απειλή χρήσης τους
Βέβαια, όπως υπονοείτε στην ερώτησή σας, Αθήνα και Λευκωσία έχουν το δικαίωμα του βέτο, η δυναμική του οποίου φοβούμαι ότι έχει χαθεί από το 2015 όταν η Τουρκία ξεκίνησε τις παράνομες σεισμικές έρευνες στην κυπριακή ΑΟΖ και πιο πρόσφατε τον περασμένο Οκτώβριο, όταν επιβλήθηκαν κυρώσεις στη Λευκορωσία, αποσυνδέοντας τες από την περίπτωση της Τουρκίας. Άλλωστε, κύριε Σκουρή, βέτο και κυρώσεις έχουν μεγαλύτερη αξία αν δεν χρειαστεί να τα χρησιμοποιήσεις, αλλά είσαι τόσο αποφασιστικός ώστε να καταφέρεις τις επιδιώξεις σου με την απειλή χρήσης τους. Εδώ που είμαστε σήμερα και δεδομένων των συνθηκών, μία τέτοια επιλογή μοιάζει περίπου απίθανη.
Υπάρχουν, όμως, και άλλες προτάσεις στο τραπέζι, όπως η αναστολή της τελωνειακής ένωσης και το η επιβολή εμπάργκο στις πωλήσεις όπλων στην Τουρκία. Ως προς το τελευταίο, η Ελλάδα έχει κάνει πολύ καλή δουλειά, κυρίως στην κατεύθυνση επηρεασμού της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης ώστε να ασκηθεί πίεση σε κόμματα και ηγεσίες. Αυτό δεν είναι αρκετό, γιατί διακυβεύονται τεράστια οικονομικά συμφέροντα, αλλά είναι μία καλή αρχή.