Η 40χρονη είχε βρεθεί αναίσθητη, χτυπημένη στο κεφάλι, μπροστά στο κτίριο της Βιβλιοθήκης της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ στη Θεσσαλονίκη, τον Αύγουστο του 2015.
Η γυναίκα έμεινε στο νοσοκομείο για περίπου δύο μήνες, όπου και κατέληξε, συνέπεια των κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων, χωρίς να ανακτήσει καθόλου τις αισθήσεις της.
Η υπόθεση παρέμενε για χρόνια ανεξιχνίαστη, όμως ένα δακτυλικό αποτύπωμα σε μπουκάλι μπύρας που εντοπίστηκε στη σκηνή του εγκλήματος, κατέστησε κατηγορούμενο τον 48χρονο.
Ο ίδιος, όπως και η παθούσα, φέρεται να ήταν άστεγος, ενώ έκαναν και οι δύο χρήση ναρκωτικών.
Μετά την πράξη του διέφυγε στην πατρίδα του, την Αλβανία, και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στην Ιταλία.
Κατόπιν αιτήματος δικαστικής συνδρομής, εκδόθηκε το 2022 στην Ελλάδα, οπότε απολογήθηκε σε ανακριτή και προφυλακίστηκε.
Ο ίδιος αρνήθηκε αρχικά κάθε εμπλοκή στην υπόθεση, αλλά κατά την προσωρινή του κράτηση ταυτοποιήθηκε εργαστηριακά βιολογικό υλικό του ίδιου στα νύχια της παθούσας, με αποτέλεσμα να αλλάξει την υπερασπιστική του γραμμή.
Απολογούμενος στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης, όπου εξετάστηκε η υπόθεση σε δεύτερο βαθμό, παραδέχθηκε ότι χτύπησε την 40χρονη, αλλά όχι για να τη σκοτώσει.
Όπως ανέφερε, την ώρα που κοιμόταν αισθάνθηκε κάποιον να τον ψαχουλεύει, οπότε αντέδρασε, ενώ ομολόγησε ότι χτύπησε τη γυναίκα, απαντώντας στα χτυπήματα που δεχόταν από εκείνη.
Το δικαστήριο ομόφωνα τον έκρινε ένοχο για ανθρωποκτονία με δόλο, χωρίς να του αναγνωρίσει κανένα ελαφρυντικό. Η ίδια ποινή του είχε επιβληθεί και σε πρώτο βαθμό, μόνο που τότε η ετυμηγορία περί της ενοχής του ως προς την ανθρωποκτονία κρίθηκε με τις ψήφους των ενόρκων (κατά πλειοψηφία 4-3).
Οι τρεις τακτικοί δικαστές είχαν την άποψη ότι θα έπρεπε να καταδικαστεί για βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη.
Μετά και την τελεσίδικη καταδίκη του από το Εφετείο επέστρεψε στις φυλακές για να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του.