Επιχειρηματίας της εστίασης με… αδυναμία στα Rolex και στα supercar είναι ανάμεσα στους προφυλακιστέους για την διασυνοριακή απάτη-μαμούθ ύψους 26 εκατομμυρίων ευρώ.
Πρόκειται για υπόθεση που απασχόλησε επί μήνες τους έμπειρους αξιωματικούς της Οικονομικής Αστυνομίας, οι οποίοι κατάφεραν να ξεσκεπάσουν κύκλωμα που ίδρυε ανύπαρκτες εταιρείες, μέσω των οποίων πραγματοποιούνταν εικονικές συναλλαγές και δαπάνες δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ, ενώ το Δημόσιο ζημιωνόταν μέσω της μη απόδοσης ΦΠΑ.
Οι ερευνητές της ΕΛ.ΑΣ. σημειώνουν ότι από την έρευνα προέκυψαν ενδείξεις ξεπλύματος των εσόδων που προέρχονταν από την εγκληματική δραστηριότητα μέσω επενδύσεων σε πασίγνωστα καταστήματα εστίασης της Αθήνας. Το ένα από τα τρία αρχηγικά μέλη του κυκλώματος εμφανίζεται να είναι ιδιαίτερα δραστήριο στο συγκεκριμένο κλάδο, να έχει γνωριμίες με δημοφιλείς προσωπικότητες από όλους τους κλάδους (πολιτικούς, δημοσιογράφους, επιχειρηματίες), ενώ το ίδιο ισχύει για το συνεργάτη του με αδυναμία στα Rolex.
Ψάχνουν υπερπολυτελή εστιατόρια και μπαρ
«Σύνδεση» με δημοφιλή καταστήματα εστίασης είχαν και άλλοι κατηγορούμενοι, με τους αξιωματικούς της Οικονομικής Αστυνομίας να βάζουν στο μικροσκόπιο υπερπολυτελή εστιατόρια και μπαρ.
Σύμφωνα με πληροφορίες του iEidiseis.gr, οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι υπάρχει βασιμότητα στο ενδεχόμενο πολυτελές εστιατόριο της Κηφισιάς να λειτουργεί στο πλαίσιο οργανωμένου σχεδίου ξεπλύματος βρώμικου χρήματος, μέσω επενδύσεων που έγιναν σε αυτό. Το συγκεκριμένο μαγαζί ανακαινίστηκε μέσα στο 2024. Σε σχετικά δημοσιεύματα περιγράφεται ως ένας γαστρονομικός παράδεισος.
Τα πιάτα του τα επιμελείται γνωστός σεφ, ενώ ο εξοπλισμός του και τα έπιπλά του κοστίζουν πολλές δεκάδες χιλιάδες ευρώ. Από το συγκεκριμένο κατάστημα έχουν… παρελάσει τηλεοπτικές παρουσιάστριες, πολιτικοί και ισχυροί επιχειρηματίες.
Στο μικροσκόπιο της Οικονομικής Αστυνομίας μπήκε και ένα δεύτερο φημισμένο κατάστημα εστίασης που βρίσκεται στο κέντρο της Αθήνας. Και σε αυτή την περίπτωση πρόκειται για ένα εστιατόριο στο οποίο είναι εμφανές ότι επενδύθηκαν πολύ μεγάλα ποσά. Τη διακόσμησή του επιμελήθηκε γνωστός «interior designer», ο σεφ του είναι από τους πλέον καταξιωμένους στο χώρο του, ενώ σπανίως μεγάλη είναι η γκάμα των κοκτέιλ που διαθέτει σε περιβάλλον υψηλής αισθητικής.
Το τρίτο εστιατόριο που ελέγχεται από τις Αρχές είναι στο Σύνταγμα και έχει θέα την Ακρόπολη. Οι αστυνομικοί σημειώνουν ότι υπάρχει συνομιλία που καταγράφηκε από τον «κοριό» της ΕΛ.ΑΣ., από την οποία προκύπτει ότι μπορεί να λειτουργεί για το ξέπλυμα χρημάτων της εγκληματικής οργάνωσης. Και αυτό το κατάστημα ανακαινίστηκε το 2024.
Στα δύο πρώτα μαγαζιά ήταν διαχειριστές, σύμφωνα με την ΕΛ.ΑΣ., το ένα από τα αρχηγικά μέλη του κυκλώματος και ο επιχειρηματίας με... αδυναμία στα Rolex, ο οποίος περιγράφεται ως πρόσωπο με πλούσια επιχειρηματική δράση (εμφανή και αφανή). Στο παρελθόν είχε συμμετοχή σε ποδοσφαιρική ανώνυμη εταιρία και σε εταιρίες εκμετάλλευσης εστιατορίων.
Τα Rolex και η Jaguar
Κατά τη σύλληψή του είχε πάνω του 5.000 ευρώ σε μετρητά, ενώ στο σπίτι του στα βόρεια προάστια βρέθηκαν έξι Rolex. Σύμφωνα με πληροφορίες, κυκλοφορούσε με μισθωμένη Jaguar και δεν έκρυβε την οικονομική του άνεση.
Στελέχη της ΕΛ.ΑΣ. με γνώση της υπόθεσης εξηγούν ότι οι «πρωταγωνιστές» στη συγκεκριμένη υπόθεση απάτης είναι παραβατικοί του «λευκού κολάρου», με σημαντική ρευστότητα και ιδιαιτέρως έξυπνοι με «προσβάσεις» και γνωριμίες.
Η έρευνα ξεκίνησε όταν διαπιστώθηκε ότι εταιρία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών συμμετείχε σε υψηλού κινδύνου ασυνήθιστες συναλλαγές, πραγματοποιώντας εισαγωγές από χώρες της Ε.Ε. προϊόντων αξίας εκατομμυρίων ευρώ, μέσω τρίτων νομικών προσώπων που στη συνέχεια εξαφανίζονταν, χωρίς να αποδοθεί ΦΠΑ.
Στη συνέχεια, λάμβανε χώρα συνεργασία με τρίτες εταιρείες που προωθούσαν τα προϊόντα είτε στον τελικό καταναλωτή -χωρίς την απόδοση ΦΠΑ- είτε γίνονταν εξαγωγές σε χώρες της Ε.Ε., αιτούμενες την επιστροφή του ΦΠΑ.
Συνολικά συνελήφθησαν 21 άτομα, ενώ σχηματίστηκε δικογραφία για ακόμα 41. Χαρακτηριστικό της έκτασης που είχε η έρευνα είναι ότι ο «κοριός» της ΕΛ.ΑΣ. κατέγραψε συνολικά 180.000 τηλεφωνικές συνδιαλέξεις. Από την πλευρά τους οι εμπλεκόμενοι αρνούνται τις σε βάρος τους κατηγορίες.
Πιο αναλυτικά, ως προς τον τρόπο δράσης της οργάνωσης:
- Σύσταση εικονικών επιχειρήσεων: Τα μέλη της οργάνωσης ίδρυαν εταιρείες «βιτρίνες» χωρίς πραγματική εμπορική δραστηριότητα σε Ελλάδα, Κύπρο και Σλοβακία. Στις εταιρείες αυτές δηλώνονταν ως διαχειριστές άτομα χαμηλού κοινωνικο-οικονομικού επιπέδου, όπως άνεργοι και εξαρτημένα πρόσωπα, με στόχο την απόκρυψη της ταυτότητας των πραγματικών διαχειριστών. Ενδεικτικό του εύρους της δράσης τους και της υποδομής, είναι το γεγονός ότι μια εκ των δυο υποομάδων, φέρεται να συνδέεται με την σύσταση -430- τουλάχιστον εικονικών οντοτήτων ή με νομιμοφανή λειτουργία.
- Απάτη «Carousel»: Η οργάνωση εκτελούσε ένα σύνθετο σχέδιο «αλυσιδωτής απάτης» στο Φ.Π.Α. (carousel fraud), εκμεταλλευόμενη τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές και το καθεστώς μη απόδοσης Φ.Π.Α. σε πωλήσεις εντός της ΕΕ. Οι εταιρείες αυτές λειτουργούσαν ως «εξαφανισμένοι έμποροι» (missing traders) που δήλωναν πλασματικές συναλλαγές για να εισπράξουν παράνομα Φ.Π.Α. ή να αιτηθούν επιστροφές.
- Χρηματοπιστωτική νομιμοποίηση εσόδων: Τα κέρδη από τη φοροδιαφυγή διακινούνταν μέσω τραπεζικών λογαριασμών εικονικών επιχειρήσεων, πραγματοποιώντας εικονικές τραπεζικές συναλλαγές και αναλήψεις μετρητών. Οι δράστες χρησιμοποιούσαν κρυπτογραφημένα δίκτυα (VPN) και ανώνυμες κάρτες sim, ενώ προέβαιναν σε φυσική μεταφορά χρημάτων από περιφερειακά μέλη της οργάνωσης για την απόκρυψη της προέλευσης των παράνομων εσόδων.
- Δηλώσεις Φ.Π.Α.: Τα μέλη της οργάνωσης υπέβαλαν ψευδείς ή ανακριβείς ή ελλειπείς δηλώσεις Φ.Π.Α. και προχωρούσαν σε λήψη εικονικών τιμολογίων για να δημιουργούν πλασματικές απαιτήσεις επιστροφής Φ.Π.Α.. Μέσω αυτής της μεθόδου, η οργάνωση κατάφερε να αποσπάσει παράνομα από το κράτος ποσό άνω των 4,4 εκατ. ευρώ από επιστροφές Φ.Π.Α.
- Στρατολόγηση περιφερειακών μελών: Τα κεντρικά μέλη στρατολογούσαν άτομα με χαμηλά εισοδήματα και ποινικό παρελθόν για να τα τοποθετήσουν ως διαχειριστές των εικονικών επιχειρήσεων. Τα περιφερειακά μέλη λειτουργούσαν ως «προσωπικά εργαλεία» για την κάλυψη των δραστηριοτήτων της οργάνωσης στη διασυνοριακή απάτη Φ.Π.Α., στη διακίνηση των σχετικών εσόδων τραπεζικά και την ανάληψή τους και στη νομιμοποίηση των παράνομων εσόδων. Χαρακτηριστικό της τελευταίας περίπτωσης, είναι ότι οι επιχειρήσεις αυτές δεν σχετίζονταν με τις επιχειρήσεις που ανήκαν στο φάσμα των δραστηριοτήτων της οργάνωσης, ενώ οι ίδιες είχαν διαφορετικά αντικείμενα επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, με σκοπό τη δήλωση εικονικών συναλλαγών.
Παράλληλα, τα αρχηγικά μέλη της οργάνωσης, επεδίωκαν να μην υφίστανται εμφανείς ενδείξεις συσχέτισής τους με τις εικονικές επιχειρήσεις και τους διαχειριστές τους, προκειμένου να αποφεύγουν τις σε βάρος τους έννομες συνέπειες, καθώς στις συγκεκριμένες οντότητες μετακυλιόταν η υποχρέωση απόδοσης Φ.Π.Α. εκροών, ενώ παράλληλα οι νομιμοφανείς επιχειρήσεις στις οποίες μετείχαν τα μέλη, ισοσκέλιζαν το Φ.Π.Α. εισροών- εκροών, αποστερώντας με τον τρόπο αυτό τη δυνατότητα του Δημοσίου για ανάκτηση των απολεσθέντων εσόδων.
Συνολικά μέσω των εταιρικών σχηματισμών που δημιούργησαν τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης πέτυχαν την απώλεια πόρων Φ.Π.Α. ποσού που ξεπερνά τα 26.000.000 ευρώ, για τα οποία είχαν δηλωθεί εικονικές συναλλαγές άνω των 150.000.000 ευρώ.
Επιπλέον, η μια υποομάδα της οργάνωσης ανέπτυξε δράση και εκτός του πλαισίου αυτής, όπου με την ίδια μέθοδο προέβη μέσω δημιουργίας συστήματος εταιρειών στην διασυνοριακή απάτη στο Φ.Π.Α. ύψους εκατομμυρίων ευρώ, προς όφελος εταιρείας που δραστηριοποιείται στο ηλεκτρονικό εμπόριο.
Επίσης, βασικό μέλος της οργάνωσης πέτυχε για επτά επιχειρήσεις που διαχειριζόταν, την απατηλή εκταμίευση χρημάτων μέσω του μέτρου της επιστρεπτέας προκαταβολής, αποκομίζοντας παράνομο όφελος 770.000 ευρώ περίπου.
Σημειώνεται ότι, στο πλαίσιο της έρευνας λήφθηκε υπόψη πλήθος στοιχείων προερχόμενων από τη συλλογή και επεξεργασία φορολογικών, λογιστικών και τραπεζικών δεδομένων (άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών 230 οντοτήτων), την ανάλυση και συσχέτιση πολυάριθμων ηλεκτρονικών ιχνών, την εκτέλεση ειδικών ανακριτικών πράξεων (άρση επικοινωνιών για συνολικά 85 τηλεφωνικές συνδέσεις και καταγραφή 179.450 τηλεφωνικών συνδιαλέξεων), την επεξεργασία και περιγραφή βιντεοληπτικού υλικού και την διενέργεια ογκωδέστατης αλληλογραφίας (780 εξερχόμενα έγγραφα για συγκέντρωση στοιχείων).
Καθοριστική συμβολή στην εξιχνίαση της υπόθεσης είχε και η Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών με την αποστολή 12 ειδικών ερευνητών ψηφιακών δεδομένων του Τμήματος Εξέτασης Ψηφιακών Πειστηρίων, οι οποίοι αξιοποιώντας σύγχρονα εγκληματολογικά εργαλεία και εφαρμογές τεχνικής νοημοσύνης ανακαλύψανε και συσχετίσανε κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία κατά τις επιτόπιες έρευνες, ανάμεσα σε εκατομμύρια ψηφιακά δεδομένα που ήταν αποθηκευμένα τόσο τοπικά όσο και στο υπολογιστικό νέφος.
Τα κατασχεμένα ψηφιακά δεδομένα θα αναλυθούν περαιτέρω από το εργαστήριο του Τμήματος Εξέτασης Ψηφιακών Πειστηρίων.