Η Ήπειρος παραμένει καρφωμένη στην καρδιά μου από τα μικρά τα μου μέσα από τα ηπειρωτικά ακούσματα και τις συνήθειες των αγαπημένων γειτόνων μου στην Ελευσίνα, τον κυρ Χρήστο και την κυρά Χαρίκλεια, που οι ρίζες τους κρατάνε κάπου εκεί ψηλά στα βουνά της Λάκκας Σουλίου, πίσω από το μαντείο της Δωδώνης, πλεγμένες με τις γέρικες ρίζες των πλατάνων στις δυτικές όχθες του Αχέροντα.
Η τύχη το έφερε να γεννηθώ και να μεγαλώσω στην Ελευσίνα, στις «Λεύκες», τη γειτονιά της εσωτερικής μετανάστευσης που χτίστηκε με το κλεφτοφάναρο μέσα στις άγριες νύχτες του ’50, τσιμεντόλιθο το τσιμεντόλιθο, γαρμπίλι το γαρμπίλι, δάκρυ το δάκρυ από ανθρώπους του μόχθου και της βιοπάλης που μεταπολεμικά ξεριζώθηκαν από τον τόπο τους αναζητώντας μια καλύτερη ζωή στα φουγάρα του Θριασίου.
Η δική μου οικογένεια έχοντας το μπακάλικο με το μονοπώλιο στο τηλέφωνο, το υγραέριο, το πετρέλαιο, τα σπίρτα και το αλάτι με καθιστά από μικρό τον μπακαλόγατο που τρυπώνει σχεδόν καθημερινά μέσα σε όλα τα σπίτια, πότε για να μπω κάτω από τον νεροχύτη και να αλλάξω τη φιάλη υγραερίου και πότε για να τους ειδοποιήσω ότι την τάδε ώρα καλούνται να προσέλθουν στο «τηλεφωνείο» του μπακάλικου γιατί έχουν «συνδιάλεξη», δηλαδή έχουν κληθεί μέσω του ΟΤΕ, από το τάδε μέρος, την τάδε ώρα για να υπάρξει τηλεφωνική επικοινωνία.
Έτσι, τόσο απλά και πρακτικά μέσω της καθημερινής τριβής μάθαινα γεωγραφία. Αργότερα, στο σχολείο διάβαζα τον χάρτη βάζοντας σημάδια τους τόπους καταγωγής των γειτόνων μας. Ακόμη και τώρα περιδιαβαίνοντας την Ελλάδα συνδέω τον κάθε τόπο με τους παλιούς μας γειτόνους.
Ωστόσο, είναι κάτι το διαφορετικό, το ξεχωριστό να μεγαλώνεις σε μια αυλή Ηπειρωτών αλλά και τι Ηπειρωτών! «Νοικοκυραίων» με όλη τη σημασία της λέξης. Φτωχών μεν αλλά με περίσσια αξιοπρέπεια. Πρωταθλητές της βιοπάλης, δημιουργικοί και αφοσιωμένοι στον στόχο τους, την ανάπτυξη και την πρόοδο της οικογένειας τους. Μα πάνω απ’ όλα γνήσια τέκνα της Ηπείρου που κουβαλάνε στην Ελευσίνα το άρωμα και τα ακούσματα του τόπου τους.
Η ηπειρωτική μουσική και το τσίπουρο από το Τόσκεσι, μοναδική απόλαυση του κυρ Χρήστου μετά τα δωδεκάωρα βουτηγμένος στον αμίαντο για την παραγωγή των ΕΛΕΝΙΤ…
Αυτή την ηπειρώτικη μουσική με τις μελωδίες της νοσταλγίας, τα φωνητικά και χορευτικά σύνολα αντρών και γυναικών, κάθε φορά που την ακούω, αστραπιαία η σκέψη και η καρδιά μου πάει και κουρνιάζει στην ηπειρώτικη αυλή του Κώτση.
Ίσως αυτό με έκανε να χαρώ διπλά όταν η τύχη το έφερε να σπουδάσει στα Γιάννενα το παιδί μου. Πέραν της συναισθηματικής φόρτισης, η Ήπειρος ήταν ένα μέρος που για εμένα εξέπεμπε θετικά vibes.
Μετά από τέσσερα χρόνια κατά την αποφοίτηση της Σοφίας, αφήνοντας πίσω τα Γιάννενα, νόμιζα ότι είχα μάθει καλά την Ήπειρο αφού ανεβοκατέβηκα αρκετές φορές στ’ άπαρτα βουνά της Πίνδου, περιδιαβαίνοντας τα Ζαγοροχώρια και τα Τζουμέρκα με τα λοξοτά πέτρινα γιοφύρια και τα ποτάμια τους, τον Αώο και τον Βάρδα στα Ζαγόρια, τον Άραχθο και τον Αχελώο με τους αμέτρητους παραποτάμιους στα Τζουμέρκα ή Αθαμανικά Όρη ή Κιμμέρια, πέστε τα όπως θέλετε…
Μπαινόβγαινα και στην Εγναντία και ροβολούσα με άνεση πότε προς το Μέτσοβο και πότε προς τα κοσμικά Σύβοτα και λιγότερο την Ηγουμενίτσα και την Παραμυθιά.
Ωστόσο, κάτι πολύ σημαντικό μου είχε ξεφύγει, ένα αναξιοποίητο πετράδι στην πίσω πλευρά της Ηπείρου, τα είκοσι έξι χωριά της Λάκκας Σουλίου, τα μέρη των αγαπημένων γειτόνων μου στην Ελευσίνα. Έμελλε να τα επισκεφτώ πρόσφατα για τον τελευταίο ασπασμό στην κυρά Χαρίκλεια που «έφυγε» πλήρης ημερών και θέλησε να ξεκουραστεί στην Αχλαδέα, το παλιό Τόσκεσι δίπλα στον άντρα της, κάτω από τα αιωνόβια πλατάνια που γλύφουν την αριστερή όχθη του Αχέροντα.
Ακριβώς στο προαύλιο χώρο της ιστορικής μονής της Κοιμήσεως Θεοτόκου με τις σπάνιες αγιογραφίες και το ξυλόγλυπτο τέμπλο που το 1985 χαρακτηρίστηκε διατηρητέο μνημείο καθώς αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής και ζωγραφικής τέχνης της υστεροβυζαντινής περιόδου της Ηπείρου.
Ένας τόπος απαράμιλλης ομορφιάς υπό το αυστηρό βλέμμα του Τόμαρου που όμοιό του δεν συναντάς στην Ήπειρο. Και οι συγχωριανοί της κυρά Χαρίκλειας -κομπάρσοι και συμπρωταγωνιστές- ξεπροβάλλουν σιωπηλοί μέσα από τα πλατάνια και παίρνουν θέση στην εξόδιο ακολουθία ως να παίζουν σε ταινία του Αγγελόπουλου.
Ένα τελετουργικό λιτό αλλά και αυστηρό που όμοιό του μόνο στα μέλη της βασιλικής βρετανικής οικογένειας συναντάς.
Εντυπωσιασμένος από αυτό το ξεχωριστό, το μοναδικό τελετουργικό αναρωτιέμαι από που πηγάζει το μεγαλείο αυτών των ανθρώπων εδώ στην πίσω μεριά της Ηπείρου. Γκουγκλάρω το όνομα του χωριού και αστραπιαία πληροφορούμαι ότι: «Η Αχλαδέα είναι ένα χωριό με στρατηγικής σημασίας θέση για τα χωριά του Σουλίου, η οποία ήταν αιτία να γίνουν αρκετές μάχες μεταξύ Σουλιωτών και Τούρκων για τον έλεγχό του.
Το 1798 με 1799 ήταν στην κυριαρχία του Αλή πασά. Η πιο σημαντική μάχη έγινε τον Σεπτέμβριο του 1821 όταν οι Σουλιώτες, επιστρέφοντας στο Σούλι μετά την πρώτη έξοδο του 1803, ξεκίνησαν να πολεμούν τους τουρκαλβανούς Τσάμηδες που είχαν οχυρωθεί στο χωριό περιμένοντας βοήθεια Τούρκων από τα Ιωάννινα. Μετά την οριστική συνθηκολόγηση του 1822, το χωριό έγινε τσιφλίκι του Π. Σακελλαρίου και ανήκε στον καζά Ιωαννίνων. Απελευθερώθηκε με τους Βαλκανικούς Πολέμους όπως και η υπόλοιπη Ήπειρος το 1913».
Να, λοιπόν, που όλα τα πράγματα έχουν την εξήγησή τους.
Το ταξίδι προς τη Λάκκα Σουλίου είναι γεμάτο εκπλήξεις από τη στιγμή που αφήνεις την Ιόνια Οδό στην έξοδο Αβγό πριν φτάσει στα Γιάννενα. Στρίβεις αριστερά στον παλαιό δρόμο Ιωαννίνων – Άρτας και σε λίγα χιλιόμετρα κάνεις δεξιά και ανηφορίζεις προς τα είκοσι έξι χωριά της Λάκκας Σουλίου:
Άγιος Ανδρέας, Άγιος Νικόλαος, Αλεποχώρι, Μπότσαρη, Ανθοχώρι, Αδρόση, Ασπροχώρι, Αχλαδέα, Βαλανιδιά, Γεωργάνοι, Δερβίζιανα, Έλαφος, Ζωτικό, Καταμάχη, Κουμαριά, Λίππα, Μπαουσιοί, Μπεστιά, Παλαιοχώρι, Μπότσαρη, Παρδαλίτσα, Πλατάνια, Ρωμανό, Σιστρούνι, Σμυρτιά, Σερζιανά. Ξεχωρίζουν τα κεφαλοχώρια Ρωμανό και Σιστρούνι, στους πρόποδες της Γκούρας και της Βριτζάχας, αλλά και η εντυπωσική Αδρόση με την αμφιθεατρική θέα και τις πηγές της.
Ένας τόπος πνιγμένος στο πράσινο με πολλαπλούς προορισμούς και επιλογές, με ανεξιχνίαστα μονοπάτια και διαδρομές πεζοπορίας, με παλιά μοναστήρια και εκκλησίες που σιγά-σιγά τα ανακαλύπτουν ολοένα και περισσότεροι κεντροευρωπαίοι φυσιολάτρες και οι οποίοι προβάλουν τη Λάκκα Σουλίου μέσω του διαδικτύου. Κάνουν, δηλαδή, οι ξένοι αυτό που δεν κάνουν τόσα χρόνια οι δικοί μας, το ελληνικό κράτος…
Ρωτάω εάν εδώ, στη Λάκκα Σουλίου, υπάρχει οργανωμένος θρησκευτικός τουρισμός ή εάν γίνονται επισκέψεις σχολείων ή εκδρομές συνέδρων από τα Γιάννενα, την Άρτα και την Πρέβεζα και η απάντηση είναι αρνητική.
Παρατηρώ τον νερόμυλο του Σιστρουνίου που λειτουργεί καθημερινά εξυπηρετώντας τις ανάγκες των κατοίκων, που ακόμα και σήμερα χρησιμοποιούν τη νεροτριβή για να καθαρίζουν τα χαλιά και τις φλοκάτες. Μια εμπειρία ξεχωριστή για μαθητές του Δημοτικού αλλά και του γυμνασίου και όχι μόνο…
Αναζητώ καταλύματα εδώ πάνω στον επίγειο παράδεισο, στη Λάκκα Σουλίου και βρίσκω μόνο ένα, τον ξενώνα της Ανθούλας στα Δερβίζιανα που έχει καταλύσει μια παρέα Τσέχων… Στην Ανθούλα βρίσκουν καταφύγιο και οι κυνηγοί που έρχονται από όλη την Ελλάδα για τα πλούσια θηράματα της περιοχής.
Όμως «για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή». Μόνη της η «Ανθούλα» δεν μπορεί να φέρει την Άνοιξη στη Λάκκα Σουλίου…