Ένα περίπου χρόνο μετά τη συγκρότηση της Επιστημονικής Επιτροπής για το ζήτημα της βίας ανηλίκων, την περασμένη Δευτέρα, παρουσιάστηκε στο Μέγαρο Μαξίμου η Εθνική Στρατηγική για την Πρόληψη και την Αντιμετώπιση της Βίας και της Παραβατικότητας Ανηλίκων. Όπως ανακοινώθηκε, αναμένεται η έκδοση ειδικής εγκυκλίου για την εφαρμογή του νέου πλαισίου από το 2025, ενώ οι συνολικά 69 προτεινόμενες δράσεις, θα ενταχθούν στον Εθνικό Στρατηγικό Σχεδιασμό 2025-2030, με επιμέρους χρονοδιαγράμματα. Ειδικοί αναλύουν στο iEidiseis.gr τα υπέρ και τα κατά του σχεδίου.
Κοινωνική εργασία
Στην Εθνική Στρατηγική για τη Βία και την Παραβατικότητα των Ανηλίκων αναφέρεται μεταξύ άλλων πως θα καθίσταται υποχρεωτική η «κοινωνική εργασία» στο σχολείο για τους μαθητές που εκφοβίζουν. Η κοινωνική εργασία θα περιλαμβάνει «υποστήριξη σε μαθητές/ριες μικρότερων τάξεων (στη μελέτη μαθημάτων κ.λπ.), βοήθεια σε σχολικές δραστηριότητες, φροντίδα του σχολικού περιβάλλοντος κ.α.».
Σύμφωνα με όσα σχολίασε στο iEidiseis, η Δρ. Άρτεμις Ζ. Γιώτσα, καθηγήτρια Κοινωνικής Ψυχολογίας στο πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, ψυχολόγος- ψυχοθεραπεύτρια, πρόκειται για κάτι που «αποτελεί πολύ θετική πρόταση, όμως απαιτείται να προσδιοριστεί τι σημαίνει κοινωνική εργασία στο σχολικό πλαίσιο, πως θα εφαρμοστεί και πως θα εποπτεύεται. Ένα παιδί θα μπορεί να κάνει κοινωνική εργασία σε ένα άλλο πλαίσιο, όπως ένας βρεφονηπιακός σταθμός. Αυτό μπορεί να επιφέρει μεγάλες δυσκολίες. Με τι κριτήρια θα αποφασίσουμε να ασχοληθεί με βρέφη ένα παιδί που έχει επιδείξει την οποιαδήποτε συμπεριφορά μέσα σε ένα σχολικό πλαίσιο; Κι αν επιδείξει κι εκεί παραβατική συμπεριφορά, ποιος θα αναλάβει την ευθύνη;».
«Να αποφευχθούν οι ενδοσχολικές διακρίσεις»
Επίσης, «τα παιδιά που θα κάνουν κοινωνική εργασία, θα πρέπει να πλαισιωθούν από εκπαιδευτικούς, επόπτες, συντονιστές, που να είναι παρόντες. Απαιτείται ένα μεθοδολογικό πλαίσιο, προκειμένου να αποφευχθούν οι ενδοσχολικές διακρίσεις. Είναι άλλωστε ένα ζήτημα πως θα αντιμετωπίσουν οι έφηβοι έναν συμμαθητή τους που κάνει κοινωνική εργασία».
Ο Σπύρος Μαρίνης, πρόεδρος της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας Ελλάδος, ανέφερε στο iEidiseis πως η συγκεκριμένη πρόταση, «εντάσσεται σε μια λογική σωφρονισμού, που στιγματίζει ένα νέο παιδί».
Από την πλευρά του, ο Δρ. Φώτιος Σπυρόπουλος, Επ. καθηγητής Ποινικού Δικαίου στο Philips University στην Κύπρο, δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω και διδάκτωρ στο Ποινικό Δίκαιο και την Εγκληματολογία στο τμήμα Νομικής του ΕΚΠΑ, επεσήμανε ότι «η αποβολή, ως ποινικό μέτρο, έχει αποδειχθεί αναποτελεσματική, καθώς ενισχύει τον αποκλεισμό και τον στιγματισμό, ενώ θεωρείται ότι η κοινωνική εργασία μπορεί να λειτουργήσει παιδαγωγικά, να ενδυναμώσει την αίσθηση ευθύνης και να προωθήσει τη σχολική ένταξη». Από την άλλη πλευρά όμως, «είναι απαραίτητο το πλαίσιο και οι κατευθυντήριες γραμμές που πρέπει να παρασχεθούν στους εφαρμοστές της πρακτικής αυτής, προκειμένου να επιτευχθούν ουσιαστικά αποτελέσματα. Άρα, η υιοθέτηση του μέτρου, απαιτεί πληρέστερο και ενδελεχέστερο σχεδιασμό, με την επισήμανση ότι και η χρήση του όρου κοινωνική εργασία σε επιστημονικό επίπεδο είναι εξόχως προβληματική και θα πρέπει να επανεξεταστεί».
Νομική προστασία εκπαιδευτικών
Ένα επιπρόσθετο μέτρο, αφορά την ενίσχυση του θεσμικού πλαισίου για τη νομική προστασία των εκπαιδευτικών, «ώστε να αναφέρουν περιστατικά ενδοσχολικής βίας και εκφοβισμού χωρίς φόβο».
Βάσει όσων ανέφερε ο Δρ. Σπυρόπουλος, η παροχή νομικής προστασίας στους εκπαιδευτικούς, «αποτελεί κρίσιμη παράμετρο για την ενίσχυση της αναφοράς περιστατικών βίας και επί της ουσίας αυξάνει, πλέον και τη δική τους ευθύνη. Ο φόβος αντιποίνων ή πειθαρχικών συνεπειών έχει συχνά ως αποτέλεσμα τη σιωπή. Η νομική θωράκιση μπορεί να μειώσει το φαινόμενο της ατιμωρησίας, να ενισχύσει τη λογοδοσία και να συμβάλει στη δημιουργία μιας σχολικής κουλτούρας απέναντι στη βία».
«Ανάγκη εκπαίδευσης των δικαστικών λειτουργών»
Παράλληλα, σύμφωνα με την Δρ. Γιώτσα, «υπάρχει μεγάλη ανάγκη εκπαίδευσης των δικαστικών λειτουργών, πάνω στη διενέργεια αξιολόγησης θυμάτων και μαρτύρων βίας ανηλίκων. Δεν κατέχουν τις δεξιότητες προσέγγισης και διερεύνησης των αντίστοιχων περιπτώσεων».
Σχολική διαμεσολάβηση
Επίσης, υποχρεωτική θα είναι η εκπαίδευση των μαθητών στην ειρηνική επίλυση των συγκρούσεων, τη διαμεσολάβηση και τη βίαιη επικοινωνία. Σύμφωνα με όσα υποστήριξε ο Δρ. Σπυρόπουλος, η σχολική διαμεσολάβηση, «έχει αποδειχθεί διεθνώς, αποτελεσματικό εργαλείο στη διαχείριση συγκρούσεων». Ωστόσο, «η πρακτική εφαρμογή απαιτεί επαρκή εκπαίδευση τόσο των μαθητών όσο και των εκπαιδευτικών και συνεχή εποπτεία για την αποφυγή καταχρηστικών πρακτικών ή αναπαραγωγής ανισοτήτων».
Κάλυψη σχολείων με ψυχολόγους
Παράλληλα, στο σχέδιο αναγράφεται πως στόχος, είναι η «πλήρης κάλυψη όλων των σχολικών μονάδων με σχολικό ψυχολόγο και σταδιακή βελτίωση αναλογίας σχολικού ψυχολόγου και σχολικός μονάδων που προς το παρόν είναι 1 προς 5». Σημειώνεται, πως αυτή τη στιγμή, υπάρχουν περίπου 4.500 επαγγελματίες ψυχικής υγείας στα σχολεία της χώρας. Αντίστοιχα, στο σχέδιο σημειώνεται πως θα υπάρξει στελέχωση με κοινωνικούς λειτουργούς.
Όπως επεσήμανε η Δρ. Γιώτσα, «έως τώρα προσλαμβάνεται ένας μικρός αριθμός ψυχολόγων -σε σχέση με τις ανάγκες του πληθυσμού- μέσω ΕΣΠΑ, με συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Όταν τελειώνει η σχολική χρονιά απολύονται και μπαίνουν στο ταμείο ανεργίας. Δεν πηγαίνουν μόνο σε ένα σχολείο, αλλά σε 3-4 κάθε εβδομάδα. Την επόμενη χρονιά, δεν επιστρέφουν στα ίδια σχολεία, αλλά πηγαίνουν σε άλλα. Δεν υπάρχει σύνδεση με το εκάστοτε συγκεκριμένο σχολικό πλαίσιο. Δεν μπορεί να δημιουργηθεί σύνδεση με μαθητές, γονείς και εκπαιδευτικούς. Θα πρέπει να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας με διάρκεια και μονιμότητα ώστε να δούμε σε βάθος και μακροπρόθεσμα αποτελέσματα».
«Λείπει η εκπαίδευση της οικογένειας»
Σημειώνεται, πως σε ότι αφορά την ενίσχυση της θετικής γονεϊκότητας για την πρόληψη της ενδοοικογενειακής βίας, στο σχέδιο προβλέπεται η «ενσωμάτωση των προγραμμάτων εκπαίδευσης στις υπηρεσίες υγείας με ψηφιακή πλατφόρμα ομαδικών εκπαιδεύσεων, διαδικτυακά μαθήματα αυτοεκπαίδευσης και καθοδήγησης σε οικογένειες γενικά και δια ζώσης συμβουλευτική σε περιπτώσεις υψηλού κινδύνου ειδικά».
Από την πλευρά της, η Δρ. Γιώτσα σχολίασε ότι «στην πρόταση της κυβέρνησης παρατίθενται πολλές και σημαντικές δράσεις που αφορούν τα παιδιά. Όμως, παρότι υπάρχουν αναφορές στην οικογένεια, εκλείπει το κομμάτι που αφορά την εκπαίδευση της οικογένειας».
Μια τέτοια πρόταση όπως ανέφερε η ίδια, αποτελεί το πρόγραμμα «ACT/ Μικροί Μεγάλοι Μαζί Εναντίον της Βίας». Το συγκεκριμένο πρόγραμμα, όπως ανέφερε, «είναι διεθνώς αναγνωρισμένο πρόγραμμα πρόληψης της βίας κατά των παιδιών, το οποίο έχει αξιολογηθεί από τον ΠΟΥ, ως ένα από τα τρία πιο αποτελεσματικά παρεμβατικά προγράμματα στον τομέα της διαπαιδαγώγησης παιδιών ηλικίας 0-10 ετών».
Στην Ελλάδα «το πρόγραμμα εφαρμόζεται αποκλειστικά από τον Σύλλογο Ελλήνων Ψυχολόγων (ΣΕΨ) από το 2007, έπειτα από συνεργασία με την Αμερικανική Ψυχολογική Ένωση (APA). Στόχος του είναι η εκπαίδευση γονέων, εκπαιδευτικών και άλλων επαγγελματιών, ώστε να αποτελούν θετικά πρότυπα και να βοηθούν τα παιδιά να επιλύουν τις διαφορές τους με μη βίαιους τρόπους».
Αυτός είναι ο λόγος που η Δρ. Γιώτσα ανέφερε πως «προσκαλούμε την υπουργό Παιδείας, την υπουργό Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, τους υπουργούς Υγείας και Δικαιοσύνης, να συνεργαστούμε με τον ΣΕΨ, προκειμένου να προχωρήσουμε στις δράσεις που ήδη έχουμε ξεκινήσει τα προηγούμενα έτη».
«Οδηγεί σε μια λογική αναμορφωτηρίου»
Επίσης, στην Εθνική Στρατηγική προτείνεται η πιλοτική λειτουργία 10 Τεχνικών Γυμνασίων, «σε επιλεγμένες περιοχές της χώρας», όπου θα μπορούν να προσφέρονται στους μαθητές «βασικές ακαδημαϊκές γνώσεις και πρακτικές δεξιότητες». Η φοίτηση στα τεχνικά Γυμνάσια δεν θα είναι υποχρεωτική.
Σχετικά με το μέτρο που αφορά την ίδρυση 10 Τεχνικών Γυμνασίων σε περιοχές με μεγάλη παραβατικότητα ανηλίκων, ο κ. Μαρίνης σχολίασε ότι «το να διαχωρίζονται με αυτόν τον τρόπο μαθητές από το Γυμνάσιο, οδηγεί σε μια λογική αναμορφωτηρίου. Η κατηγοριοποίηση σχολικών μονάδων, δεν έχει καμία σύγχρονη παιδαγωγική διάσταση. Η αγωνία μας είναι ότι με αυτόν τον κατασταλτικό τρόπο, δεν θα δοθούν λύσεις. Κι έπειτα, η ευθύνη για την επίλυσή του θα μεταφέρεται στους γονείς και τα παιδιά που θα στιγματίζονται».
«Kids Wallet»
Επίσης, στόχος της κυβέρνησης, είναι η ηλικιακή ταυτοποίηση και η γονική εποπτεία, στη διαδικτυακή πρόσβαση των παιδιών, μέσω της ψηφιακής εφαρμογής Kids Wallet.
Σχετικά με το «Kids Wallet», ο Δρ. Σπυρόπουλος επεσήμανε ότι «ως ψηφιακό εργαλείο μπορεί να αποτελέσει χρήσιμο μέσο για τον γονικό έλεγχο, υπό την προϋπόθεση ότι εντάσσεται σε μια ευρύτερη στρατηγική ψηφιακής αγωγής. Η τεχνολογική εποπτεία δεν αρκεί από μόνη της για την πρόληψη της διαδικτυακής βίας· απαιτείται παράλληλα καλλιέργεια ψηφιακού εγγραμματισμού, ενίσχυση των οικογενειακών δεσμών και δημιουργία ανοιχτών διαύλων επικοινωνίας γονέων-παιδιών»..
Θετικά και αρνητικά
Παράλληλα, ο Δρ. Σπυρόπουλος επεσήμανε ότι θετικά στοιχεία του σχεδίου αποτελούν «η έμφαση στην πρόληψη, η συμμετοχικότητα, (σχολείο, οικογένεια, κοινότητα), η ενίσχυση με ανθρώπινο δυναμικό (ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί) και η διασύνδεση δράσεων (π.χ. σχολείο – οικογένεια – κοινότητα – ψηφιακό περιβάλλον)». Αρνητικά σημεία σύμφωνα με τον ίδιο, «εντοπίζονται στην υπερβολική διοικητική πολυπλοκότητα (10 συναρμόδια υπουργεία, 69 δράσεις, 38 δείκτες παρακολούθησης), στον ενδεχόμενο υπερπροστατευτισμό («πατερναλιστικό δίκαιο») καθώς και στο ότι κάποιες προβλέψεις -όπως η ψηφιακή ενηλικίωση στα 15 έτη-, ίσως εγείρουν πρακτικές και νομικές δυσκολίες εφαρμογής».
«Αντιμετωπίζεται κυρίως με κατασταλτικό τρόπο»
Από την πλευρά του, ο κ. Μαρίνης σχολίασε ότι «το σχέδιο που παρουσιάστηκε μας δημιουργεί μεγάλο προβληματισμό. Η βία ανηλίκων, ένα θέμα πολύ σύνθετο, με πολύπλευρες παιδαγωγικές διαστάσεις, αντιμετωπίζεται κυρίως με κατασταλτικό τρόπο και με την περιθωριοποίηση μαθητών που υποπίπτουν σε παραβατικές συμπεριφορές. Είναι μια αδόκιμη και αντιεπιστημονική θεωρία ότι τα παιδιά που δεν έχουν καλές επιδόσεις στο σχολείο είναι περισσότερο επιρρεπή σε παραβατικές συμπεριφορές».
Παράλληλα, ο ίδιος ανέφερε ότι «δεν κληθήκαμε σε καμία φάση αυτής της διαδικασίας, προκειμένου να καταθέσουμε τη γνώμη, την εμπειρία μας και τα ερευνητικά δεδομένα».
Σημειώνεται, πως όπως σχολίασε στο iEidiseis και ο Θοδωρής Τσουχλός, πρόεδρος της ΟΛΜΕ, «διαμαρτυρόμαστε επειδή σε καμία φάση αυτής της διαδικασίας η ΟΛΜΕ δεν κλήθηκε να πει τη γνώμη της».
Άλλωστε, «κάθε περίπτωση παρεκλίνουσας συμπεριφοράς έχει διαφορετικές αιτίες. Θα πρέπει να ενισχυθούν οι κοινωνικές υπηρεσίες ώστε να υπάρξει μέριμνα για την κοινωνικοποίηση των παιδιών εκτός των σχολικών μονάδων. Όμως, οι κοινωνικές υπηρεσίες που βρίσκονται σε δήμους, είναι πλήρως υποστελεχωμένες και σε αδράνεια. Στο επίμαχο σχέδιο όμως, δεν είχαμε καμία αναφορά σε θέματα που αφορούν την ευθύνη των κρατικών φορέων που θα εμπλέκονται σε αυτή τη διαδικασία».