Ελλάδα

«Οι δημοσιογράφοι στην Ελλάδα στοχοποιούνται» – Όλη η έκθεση της Human Rights Watch

Ένα ιδιαιτέρως εχθρικό περιβάλλον για τους δημοσιογράφους στην Ελλάδα σκιαγραφείται στην έκθεση της διεθνούς οργάνωσης.
Θανάσης Σταυράκης/AP

Αγωγές εναντίον δημοσιογράφων, παρενοχλήσεις, παρακολουθήσεις, εκφοβισμοί, έλλειψη πλουραλισμού, περιορισμένο και ανεφάρμοστο νομικό πλαίσιο, αναποτελεσματικότητα των δικαστικών ερευνών και αδιαφανές σύστημα κατανομής της κρατικής διαφήμισης. Αυτά είναι ορισμένα μόνο από τα συμπεράσματα της έκθεσης -117 σελίδων- της διεθνούς οργάνωσης Human Rights Watch, που δημοσιεύθηκε σήμερα. Μια έκθεση στην οποία σκιαγραφείται ένα ιδιαιτέρως εχθρικό περιβάλλον για τους δημοσιογράφους και την ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα, η οποία εξακολουθεί να κατατάσσεται σταθερά στην τελευταία θέση μεταξύ των κρατών μελών της Ε.Ε. στον Παγκόσμιο Δείκτη Ελευθερίας του Τύπου των «Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα».

«Δυσμενείς συνέπειες για τη δημοκρατία»

Σύμφωνα με όσα αναγράφονται στην έκθεση, οι δημοσιογράφοι στην Ελλάδα, «έχουν στοχοποιηθεί με διάφορους τρόπους, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης κατασκοπευτικού λογισμικού (όπως στην υπόθεση υποκλοπών μέσω Predator), αλλά και των φαινομενικά νόμιμων μεθόδων που χρησιμοποιούνται στην πράξη για να παρενοχλούν, να εκφοβίζουν, ακόμη και να φιμώνουν τη διαφωνία και τη δημοσιογραφική έρευνα».

Δηλαδή, πρακτικές που υπονομεύουν την ελευθερία της έκφρασης και οι οποίες «παραβιάζουν τις θεμελιώδεις αρχές της ΕΕ…».

Ως αποτέλεσμα, έχει δημιουργηθεί ένα «εχθρικό περιβάλλον για τους δημοσιογράφους», το οποίο, «σε συνδυασμό με την αδυναμία της κυβέρνησης να διασφαλίσει τον πλουραλισμό των ΜΜΕ, με τον κυβερνητικό έλεγχο επί των κρατικών μέσων ενημέρωσης και με την αυτολογοκρισία των δημοσιογράφων και συντακτών, έχουν δυσμενείς συνέπειες για τη δημοκρατία και το δικαίωμα των πολιτών στην ενημέρωση στην Ελλάδα».

«Τοπίο που ευνοεί τη θετική προβολή της κυβέρνησης»

Παράλληλα, η έλλειψη πλουραλισμού στα ελληνικά μίντια, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό, σύμφωνα με την έκθεση, «στις ανεπαρκείς νομικές ασφαλιστικές δικλείδες για την πρόληψη της συγκέντρωσης των ΜΜΕ και στην αθέμιτη πολιτική επιρροή, καθώς επίσης και στην ανεπαρκή εφαρμογή του υφιστάμενου νομικού πλαισίου για τη ρύθμιση των ΜΜΕ, στη διαφάνεια στο ιδιοκτησιακό καθεστώς τους και στον ανταγωνισμό».

Αυτό έχει ως συνέπεια, «τα συμφέροντα των ιδιοκτητών των μέσων ενημέρωσης να μπορούν να υπερισχύουν έναντι των αρχών της ανεξάρτητης δημοσιογραφίας, γεγονός το οποίο, όταν συνδυάζεται με στοχευμένες προσπάθειες κυβερνητικών αξιωματούχων να φιμώνουν ανεξάρτητες φωνές, δημιουργεί ένα τοπίο που ευνοεί τη θετική προβολή της κυβέρνησης».

«Τυποκτόνος νόμος»

Έντονη ανησυχία προκαλεί επίσης το ότι «οι ισχυροί παράγοντες δύνανται να εργαλειοποιήσουν το νομικό σύστημα και να στρέφονται κατά επικριτικών δημοσιογράφων μέσω καταχρηστικών αγωγών των αποκαλούμενων SLAPP, οι οποίες αποσκοπούν στην οικονομική εξάντληση και τον εκφοβισμό των ανεξάρτητων μέσων. Βασικό μέσο για αυτές τις αγωγές είναι ο παροχυμένος, ηλικίας δεκαετιών, Νόμος περί Αστικών Αδικημάτων για τη δυσφήμιση που είναι γνωστός και ως “τυποκτόνος νόμος”… Η νομοθεσία της Ελλάδας εξακολουθεί να στοιχειοθετεί ποινική ευθύνη για εξύβριση και συκοφαντική δυσφήμιση -διάδοση ισχυρισμού που βλάπτει την τιμή ή τη φήμη ενός προσώπου, παρά τη γνώση ότι είναι ψευδής- γεγονός που αποτελεί μια ακόμη τροχοπέδη για τη δημοσιογραφία».

Σημειώνεται ότι η πλατφόρμα Mapping Media Freedom, ένας πανευρωπαϊκός μηχανισμός παρακολούθησης απειλών κατά της ελευθερίας του Τύπου, «κατέγραψε 47 περιστατικά στην Ελλάδα από την 1η Ιανουαρίου 2019, έως την 1η Ιανουαρίου 2025, τα οποία αφορούσαν αστικές αγωγές κατά δημοσιογράφων (18), δυσφήμιση (8), ποινικές διώξεις κατά δημοσιογράφων (10), καταδίκες (1), εξώδικα (6) και ανακρίσεις (8)».

Από την πλευρά της, η κυβέρνηση δήλωσε μέσω επιστολής που απέστειλε στην Human Rights Watch, ότι «δεν τίθεται ζήτημα SLAPP στην Ελλάδα, επισημαίνοντας τον μικρό αριθμό αγωγών που στρέφονται κατά δημοσιογράφων και τον μικρό αριθμό των αγωγών που έχουν επιτυχή έκβαση».

«Σταθερά στην τελευταία θέση»

Σύμφωνα με όσα αναγράφονται, οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι δημοσιογράφοι στην Ελλάδα, «αντικατοπτρίζονται στον Παγκόσμιο Δείκτη Ελευθερίας του Τύπου των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα, όπου η Ελλάδα κατατάσσεται σταθερά στην τελευταία θέση μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ».

Είναι ενδεικτικό ότι «το 2024, για τρίτη συνεχή χρονιά, η Ελλάδα κατέλαβε την τελευταία θέση μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. στον Παγκόσμιο Δείκτη Ελευθερίας του Τύπου των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα, καταλαμβάνοντας την 88η θέση μεταξύ 180 χωρών. Δύο χρόνια νωρίτερα, η Ελλάδα βρισκόταν στην 108η θέση μεταξύ 180 χωρών…».

«Φαινομενικά συντονισμένη προσπάθεια συγκάλυψης»

Σχετικά με το «μέγα σκάνδαλο των υποκλοπών», στην έκθεση σημειώνεται μεταξύ άλλων, πως «ειδικά οι ερευνητικοί δημοσιογράφοι, αποτέλεσαν κύριους στόχους παρακολούθησης, τόσο μέσω των ενεργειών της ΕΥΠ, όσο και μέσω της χρήσης κατασκοπευτικού λογισμικού για την παρακολούθηση των επικοινωνιών τους».

Παράλληλα, «η κυβέρνηση επικαλέστηκε ζητήματα εθνικής ασφαλείας ώστε να εμποδίσει την αποκάλυψη συναφών και αποδεικτικών στοιχείων, ενώ ο Γενικός Εισαγγελέας έχει διατάξει έρευνα για την ταυτοποίηση των μαρτύρων που παρείχαν τα εν λόγω στοιχεία, στο πλαίσιο μιας φαινομενικά συντονισμένης προσπάθειας συγκάλυψης παρατυπιών».

Ως αποτέλεσμα, αυτή «η έλλειψη άμεσης δράσης σε αυτές τις υποθέσεις παρακολούθησης, σε συνδυασμό με την απόφαση της σημερινής εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, Γεωργίας Αδειλίνη, στις 30 Ιουλίου 2024, να υιοθετήσει το δικαστικό πόρισμα που απαλλάσσει όλους τους κρατικούς φορείς και αξιωματούχους της Ελλάδας από κάθε εμπλοκή στο σκάνδαλο του κατασκοπευτικού λογισμικού Predator, παρά τις τεκμηριωμένες αποδείξεις ανεξάρτητων ειδησεογραφικών πρακτορείων και δημοσιογράφων για την εμπλοκή τους, εγείρει ανησυχίες σχετικά με την αποτελεσματικότητα της έρευνας…».

Από την πλευρά της, η κυβέρνηση υποστήριξε μεταξύ άλλων ότι «οι καταγγελίες περί παρενόχλησης δημοσιογράφων είναι υπερβολικές και ανυπόστατες κι ότι η παρακολούθηση διεξάγεται πάντα νόμιμα και με σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα. Υποστηρίζουν ότι οι υφιστάμενοι νόμοι παρέχουν επαρκή προστασία από καταχρηστικές αγωγές και απορρίπτουν τις εν λόγω αγωγές χαρακτηρίζοντάς τις ως εξαιρέσεις…».

Λίστα Πέτσα

Ομοίως, σε ότι αφορά το σκάνδαλο της λίστας Πέτσα, «η αρχική άρνηση δημοσιοποίησης της λίστας των αποδεκτών των κονδυλίων, μια σειρά από ενδείξεις μεροληψίας κατά την απόδοση των κονδυλίων και η παρεμπόδιση των ερευνών είναι παραδείγματα σκόπιμων προσπαθειών απόκρυψης της διαδικασίας λήψης αποφάσεων από τον δημόσιο έλεγχο με αποτέλεσμα την υπονόμευση της διαφάνειας και τη διάβρωση των δημοκρατικών αρχών».

Άλλωστε, όπως σημειώνεται, «η διανομή κρατικής διαφήμισης σε μέσα ενημέρωσης στην Ελλάδα έχει εγείρει ανησυχίες σχετικά με τη δυνητική χρήση της ως τρόπου επιρροής των μέσων ενημέρωσης από πλευράς της κυβέρνησης».

Δολοφονίες

Ακόμη ένα ζήτημα, αφορά τις «ανεξιχνίαστες δολοφονίες των δημοσιογράφων Σωκράτη Γκιόλια το 2010 και του Γιώργου Καραϊβάζ το 2021», οι οποίες αναδεικνύουν «το πρόβλημα της ατιμωρησίας σε ό,τι αφορά τη βία κατά δημοσιογράφων στην Ελλάδα».

Άσκηση σωματικής βίας

Την ίδια ώρα, «η άσκηση σωματικής βίας σε δημοσιογράφους που καλύπτουν διαδηλώσεις, η οποία διαπράττεται τόσο από διαδηλωτές όσο και από την αστυνομία, επιδεινώνει περαιτέρω το ανασφαλές περιβάλλον εργασίας για τους δημοσιογράφους στη χώρα».

«Ελέγχουν πολλά μέσα ενημέρωσης»

Σχετικά με το ζήτημα της ιδιοκτησίας των ΜΜΕ, στην έκθεση παρατίθενται δηλώσεις του Στέφανου Λουκόπουλου, διευθυντή της ΜΚΟ Vouliwatch, ο οποίος ανέφερε ότι «ο Νόμος 3592/2007 αποσκοπεί στον περιορισμό της συγκέντρωσης ιδιοκτησίας, αλλά η εφαρμογή του ήταν χαλαρή σύμφωνα με τον Λουκόπουλο, επιτρέποντας σε σημαίνοντα πρόσωπα να διατηρούν τον έλεγχο πολλών μέσων ενημέρωσης».

Αντίστοιχα, «ο πρόσφατος Νόμος 5005/2022 εισήγαγε ηλεκτρονικά μητρώα στοχεύοντας σε μεγαλύτερη διαφάνεια, αλλά αυτό υπονομεύεται από κενά στη συλλογή δεδομένων και από την ελλιπή απαίτηση του νόμου για τη δημοσιοποίηση των πραγματικών δικαιούχων».

Άλλωστε και οι Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα, έχουν αναφέρει στο παρελθόν ότι στην Ελλάδα, «λίγοι επιχειρηματίες διοικούν τη συντριπτική πλειοψηφία των μέσων ενημέρωσης, ενώ παράλληλα εμπλέκονται και σε άλλους επιχειρηματικούς τομείς που διέπονται από αυστηρό ρυθμιστικό πλαίσιο. Ορισμένοι έχουν στενούς δεσμούς με την πολιτική ελίτ της χώρας».

«Είμαστε πολύ ισχυροί και είμαστε εναντίον σου»

Οι συντάκτες της έκθεσης πήραν συνέντευξη από έξι Έλληνες δημοσιογράφους, «οι οποίοι ανέφεραν συγκεκριμένες περιπτώσεις παρενόχλησης από υψηλόβαθμους κυβερνητικούς αξιωματούχους, συμπεριλαμβανομένων δύο από το γραφείο του πρωθυπουργού...». Οι δημοσιογράφοι δήλωσαν ότι «μετά από την παρενόχληση εκ μέρους κυβερνητικών αξιωματούχων, ακολούθησαν εκστρατείες δυσφήμισης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στα συστημικά μέσα ενημέρωσης που διάκεινται θετικά προς την κυβέρνηση».

Είναι ενδεικτικό ότι σύμφωνα με όσα δήλωσε η Ιωάννα Ι. δημοσιογράφος που εργάζεται σε ξένο πρακτορείο, κατά τη διάρκεια μιας συνάντησης με έναν υψηλόβαθμο αξιωματούχο, εκείνος της είπε: «Είμαστε πολύ ισχυροί και είμαστε εναντίον σου».

Έπειτα από ένα ρεπορτάζ που η ίδια έγραψε για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης, δήλωσε ότι «λάμβανα 5.000 – 6.000 tweet κάθε ημέρα και από αυτά, τα 4.000 ήταν προσβολές εναντίον μου». Πλέον, η ίδια υποστηρίζει ότι «πριν από τη δημοσίευση ενός άρθρου, μερικές φορές ελπίζω να μην το δουν πολλοί άνθρωποι».

Είναι επίσης ενδεικτικό, ότι βάσει έρευνας που εκπονήθηκε από την ΜΚΟ iMedD και βασίζεται σε δειγματοληπτική έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε 1.300 δημοσιογράφους στην Ελλάδα, «οι μισοί από αυτούς (47%) φοβούνται ότι θα χάσουν τη δουλειά τους λόγω των ρεπορτάζ τους».

«Καταιγισμός προσβλητικών μηνυμάτων»

Μια άλλη ανταποκρίτρια που εργάζεται στην Ελλάδα για λογαριασμό ξένου μέσου ενημέρωσης, ανέφερε ότι «επί αρκετούς μήνες την παρενοχλούσε ένας προσωπικός σύμβουλος του πρωθυπουργού, ο οποίος έστελνε έναν καταιγισμό από 20-30 προσβλητικά μηνύματα αναφερόμενος σε άρθρα που δεν του άρεσαν…».

Η ίδια μίλησε και με άλλους δημοσιογράφους που δουλεύουν για λογαριασμό ξένων ΜΜΕ, που «δήλωσαν ότι είχαν παρενοχληθεί από υπαλλήλους του γραφείου του πρωθυπουργού, αρμόδιους για τις σχέσεις με τα ξένα μέσα ενημέρωσης, εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο κάλυπταν τα ελληνικά θέματα».

«Έχει τη δυνατότητα να ασκήσει πιέσεις»

Σχετικά με το ότι η ΕΡΤ και το Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΠΕ-ΜΠΕ) τέθηκαν, αμέσως μετά την εκλογική νίκη της Νέας Δημοκρατίας το 2019, «υπό τον έλεγχο του πρωθυπουργού, μέσω της Γενικής Γραμματείας και Ενημέρωσης», είναι κάτι που σύμφωνα με την έκθεση, «δημιουργεί εγγενώς έναν δίαυλο δυνητικής πολιτικής επιρροής». Κι αυτό επειδή «ακόμη και αν δεν υπάρχει άμεση καθημερινή παρέμβαση στο περιεχόμενο, παραμένει το γεγονός ότι το γραφείο του Πρωθυπουργού έχει τη δυνατότητα να ασκήσει πιέσεις, ακόμη και έμμεσα…».

Σε αυτό το πλαίσιο, η Χριστίνα Χ., εργαζόμενη στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, δήλωσε ότι «τα δημόσια μέσα ενημέρωσης αντιμετωπίζονται ως κυβερνητικά γραφεία τύπου. Αυτό υπήρχε πάντα, σε μικρότερη κλίμακα, αλλά τώρα έχει πάρει γιγαντιαίες διαστάσεις».

Συστάσεις

Στην έκθεση παρατίθεται επίσης μια σειρά συστάσεων, με αποδέκτες την ελληνική κυβέρνηση, τη Βουλή των Ελλήνων, την Ευρωπαϊκή Ένωση, το Συμβούλιο της Ευρώπης, τον ΟΗΕ και τον Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη.

Οι επίμαχες συστάσεις προς την κυβέρνηση, αφορούν μεταξύ πολλών άλλων, τη διασφάλιση της άμεσης παύσης οποιασδήποτε εν εξελίξει παρακολούθησης δημοσιογράφων, την υλοποίηση εθνικού σχεδίου δράσης με δεσμευτικό χρονοδιάγραμμα για την προώθηση της ελευθερίας, ανεξαρτησίας και του πλουραλισμού των ΜΜΕ στην Ελλάδα και την κατάργηση του ποινικού αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης. Επίσης, συστήνεται μεταρρύθμιση των διατάξεων του αστικού δικαίου περί δυσφήμισης και η εφαρμογή της οδηγίας της ΕΕ κατά των αγωγών SLAPP.

Στην έκθεση συστήνεται επίσης να ανακληθεί το διάταγμα μέσω του οποίου η Γενική Γραμματεία Επικοινωνίας και Ενημέρωσης υπάγεται το γραφείο του πρωθυπουργού, να εξασφαλιστεί πλήρης διαφάνεια της ιδιοκτησίας των μέσων ενημέρωσης και να ενισχυθεί ο ρόλος του Συνηγόρου του Πολίτη και της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.

Παράλληλα, η Βουλή των Ελλήνων καλείται μεταξύ άλλων να θεσπίσει νομοθεσία που θα επιβάλλει ένα διαφανές σύστημα κατανομής της κρατικής διαφήμισης.

Ταυτόχρονα, ο Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ οφείλει να διερευνήσει ενδελεχώς τις παραβιάσεις της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης και του κράτους δικαίου στην Ελλάδα».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Chevron Left
Το επικίνδυνο κύκλωμα «764» σπέρνει τρόμο στα παιδιά στο ίντερνετ - Ακραίοι διαδικτυακοί εκβιασμοί
Στο στόχαστρο Jack Daniel's και Boeing - Λίστα αντιποίνων 95 δισ. από ΕΕ στους δασμούς Τραμπ
Chevron Right