Ξυλοδαρμός έξω από το Δικαστικό Μέγαρο Βόλου. Χτυπήματα μέσα στο περιπολικό. Βασανιστήρια σε χώρο που δεν βιντεοσκοπούνταν, εντός της Αστυνομικής Διεύθυνσης. Απειλές. Βάναυση προσβολή της αξιοπρέπειάς του. Τις αγωνιώδεις στιγμές που πέρασε ο Βασίλης Μάγγος περιγράφει το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Βόλου, βάσει του οποίου, παραπέμπονται σε δίκη έξι αστυνομικοί (τέσσερις της ΟΠΚΕ και δύο της Υπηρεσίας Ασφαλείας Βόλου).
Οι κατηγορούμενοι διώκονται -κατά περίπτωση-, για την κακουργηματική πράξη των βασανιστηρίων κατά συναυτουργία, καθώς και για τα πλημμελήματα της επικίνδυνης σωματικής βλάβης κατά συναυτουργία, της έκθεσης κατά συναυτουργία και της παράνομης κράτησης σε βάρος του Βασίλη Μάγγου.
Η δίκη έχει προσδιοριστεί για τις 5 Ιουνίου 2025 στην Καρδίτσα για «λόγους δημοσίας ασφαλείας». Σημειώνεται πως το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Βόλου διέταξε την αποβολή των δύο γονιών του Βασίλη Μάγγου από την παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας, με το σκεπτικό ότι το θύμα έπρεπε να είχε κάνει μήνυση ενόσω ήταν ακόμη εν ζωή.
«Τον έπληξαν με τις αστυνομικές ράβδους τους»
Βάσει όσων αναγράφονται στο βούλευμα, στις 14 Ιουνίου 2020, πραγματοποιούνταν συγκέντρωση διαμαρτυρίας έξω από το Δικαστικό Μέγαρο Βόλου, προς συμπαράσταση δύο προσώπων που είχαν συλληφθεί μια ημέρα νωρίτερα, στο πλαίσιο διαδήλωσης έξω από εργοστάσιο ελληνικής τσιμεντοβιομηχανίας.
Κι ενώ «η συγκέντρωση μέχρι τότε ήταν ειρηνική», εμφανίστηκε από τον παρακείμενο δρόμο ο Βασίλης Μάγγος, ο οποίος «κινήθηκε τρέχοντας πεζός προς το ανωτέρω όχημα της Υ.Α. Βόλου, όπου επιβιβαζόταν ο άνω συλληφθείς και συνοδεύοντες αυτόν κατηγορούμενοι αστυνομικοί, αναφωνώντας συνθήματα υπέρ του συλληφθέντος, προτάσσοντας υψωμένες τις γροθιές του, διαμαρτυρόμενος για τη σύλληψη του προαναφερθέντος…».
Τότε, «άμεσα αντέδρασαν και κινήθηκαν τρέχοντας προς το μέρος του οι ευρισκόμενοι πλησίον αστυνομικοί», τέσσερις εκ των οποίων, συγκαταλέγονται στους 6 κατηγορούμενους για κακουργήματα.
Οι κατηγορούμενοι αστυνομικοί, προσέγγισαν τον Βασίλη Μάγγο και ένας εξ αυτών τον έπληξε «πρώτα με τη χρήση της αστυνομικής ράβδου». Τότε, εκείνος έπεσε στο έδαφος και ο ίδιος αστυνομικός, μαζί με ακόμη έναν, «τον έπληξαν με τις αστυνομικές τους ράβδους στο σώμα του».
Τότε ήρθε, ακόμη ένας, τρίτος κατηγορούμενος αστυνομικός, ο οποίος «κατάφερε λακτίσματα σε βάρος του ήδη πεσμένου στο οδόστρωμα Βασιλείου Μάγγου και στον κορμό αυτού, από κοινού ενεργώντας με αυτούς». Όσο ο Βασίλης ήταν ακόμη πεσμένος στο έδαφος, οι συγκεκριμένοι τρεις κατηγορούμενοι αστυνομικοί, του φόρεσαν χειροπέδες και τον οδήγησαν στο υπηρεσιακό όχημα για τη διαδικασία της προσαγωγής.
«Τι να τον κάνεις αυτόν τώρα;… να μην τον δείρουμε;»
Όπως φαίνεται οι αστυνομικοί γνώριζαν τον Βασίλη Μάγγο, καθώς ο οδηγός του περιπολικού, -επίσης εκ των κατηγορουμένων-, φέρεται να ανέφερε, σύμφωνα με ένορκη εξέταση μάρτυρα, η οποία συμπεριλαμβάνεται στο βούλευμα, τη φράση: «ο Μάγγος, το μ@@@σμένο, το κ@@@παιδο… τι τον κάνεις αυτόν τώρα;… να μην τον δείρουμε;».
Βάσει του βουλεύματος, εντός του περιπολικού, ο Βασίλης Μάγγος δέχθηκε χτυπήματα από τρεις αστυνομικούς -δεν τον χτύπησε μόνο ο οδηγός-, ακριβώς «στα ίδια μέρη του σώματός του (κορμό, κοιλιακή χώρα), στα οποία οι ίδιοι τον είχαν ήδη πλήξει έμπροσθεν του Δικαστικού Μεγάρου Βόλου…».
«Ο παθών ουδόλως αντιστάθηκε»
Η διαδικασία της προσαγωγής και του ελέγχου περατώθηκε γρήγορα, ενώ «διαπιστώθηκε ότι δεν εκκρεμούσε σε βάρος αυτού διωκτικό έγγραφο». Στο βιβλίο Αδικημάτων – Συμβάντων, αναγράφτηκε μεταξύ άλλων πως οι εμπλεκόμενοι αστυνομικοί, «διαπίστωσαν ότι η συμπεριφορά του κινεί υπόνοιες διάπραξης εγκλήματος, επενέβησαν λαμβανομένου υπόψη κα του γεγονότος ότι αυτός είναι γνωστός από τη συνεχή δράση του σε διάφορες συλλογικότητες, αλλά και από τη γενικότερη εγκληματική συμπεριφορά του», η οποία όμως δεν προσδιορίστηκε.
Παράλληλα σημειώνεται, ότι δεν «δικαιολογείται με επάρκεια ποια ήταν η συμπεριφορά που κίνησε τις υπόνοιες διάπραξης εγκλήματος, καθώς ο παθών ουδόλως αντιστάθηκε σθεναρά προς τους αστυνομικούς, αλλά έπεσε στο έδαφος από το πλήγμα που δέχθηκε από τους προστρέξαντες αστυνομικούς, χωρίς να έχει προβεί σε οποιαδήποτε αξιόποινη πράξη (έστω απόπειρα)…». Άλλωστε, «δεν ήταν απαραίτητη» η παρουσία έξι αστυνομικών «για την περαίωση της τυπικής διαδικασίας της προσαγωγής».
«Υπό την πλήρη φυσική εξουσίασή τους»
Στις 17:10 ο Βασίλης Μάγγος αποχώρησε από την Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Βόλου, μια ώρα δηλαδή αφότου έφτασε εκεί. Πρόκειται για χρονικό διάστημα, το οποίο σύμφωνα με το βούλευμα, «δεν δικαιολογείται για μια ταυτοποίηση “ρουτίνας” και μάλιστα ενός ατόμου ήδη γνωστού στις Αρχές».
Βάσει όσων αναγράφονται στο βούλευμα, «οι εν λόγω αστυνομικοί περιόρισαν τον Βασίλειο Μάγγο χωρίς νόμιμη δικαιολογιτική αιτία σε άτυπο χώρο κράτησης, στον οποίο δεν υπήρχαν άλλοι πολίτες ούτε σύστημα βιντεοσκόπησης».
Σε αυτό τον «άτυπο χώρο κράτησης», ο Βασίλης Μάγγος βασανίστηκε. Όπως αναγράφεται χαρακτηριστικά στο βούλευμα, εκεί, ο Βασίλης Μάγγος βρισκόταν «υπό την πλήρη φυσική εξουσίασή τους (σ.σ. των κατηγορούμενων αστυνομικών), κατά τρόπο ώστε να μπορούν άπαντες να του επιβάλλουν τη θέλησή τους, οι ανωτέρω κατηγορούμενοι ενεργώντας με πρόθεση, από κοινού και κατόπιν συναπόφασής τους, τον έπληξαν εκ νέου… χτυπώντας τον με τα χέρια τους, ειδικότερα, δε, με γροθιές, στον κορμό και στην κοιλιακή χώρα (δοθέντος ότι δεν προέκυψαν σωματικές κακώσεις σε άλλα σημεία του σώματός του ή της κεφαλής του, σύμφωνα με ιατρικά έγγραφα…)».
«Εμπίπτει στην έννοια των “βασανιστηρίων”»
Όλη αυτή την ώρα, «τον είχαν ακινητοποιημένο, δεσμεύοντας τα χέρια του πίσω από την καρέκλα, όπου τον είχαν βάλει να καθίσει, προκαλώντας του στα σημεία αυτά έντονες κακώσεις, καθώς και επιπλέον έντονο σωματικό πόνο, την πρόκληση του οποίου εξ υπαρχής και επιπροσθέτως επεδίωκαν προς τον σκοπό τιμώρησής του για την συμπεριφορά του έμπροσθεν του Δικαστικού Μεγάρου και εκφοβισμού του».
Στο βούλευμα συμπληρώνεται επίσης πως μολονότι ο Βασίλης Μάγγος «ζητούσε επιμόνως από τους κατηγορούμενους αστυνομικούς να μεταφερθεί στο νοσοκομείο, λόγω των σωματικών βλαβών που είχε υποστεί και του πόνου που αυτές του προκαλούσαν, αυτοί τον άφησαν αβοήθητο…». Κι αυτό ενώ οι κατηγορούμενοι γνώριζαν πως ο Βασίλης Μάγγος «βρισκόταν κατά τον χρόνο εκείνο σε κίνδυνο της υγείας του». Σύμφωνα με το βούλευμα, «οι κατηγορούμενοι επιθυμούσαν την τιμωρία αυτού συνοδεία εξευτελιστικής συμπεριφοράς προς το πρόσωπό του».
Είναι άλλωστε ενδεικτικό, ότι όπως αναγράφεται, η συμπεριφορά των κατηγορούμενων, «σαφώς εμπίπτει στην έννοια των “βασανιστηρίων”».
«Γιατί κλαις τώρα, μόνο οι αδελφές κλαίνε»
Η πρώτη που είδε τον Βασίλη Μάγγο, στις 6 το απόγευμα της ίδιας ημέρας, καθισμένο στο πεζοδρόμιο έξω από την Υ.Α. Βόλου ήταν μια γνωστή του. Όταν «του έδωσε το χέρι της για να σηκωθεί, αντιλήφθηκε ότι κάθε κίνηση που έκανε του προκαλούσε πολύ πόνο και δεν μπορούσε να διανύσει έστω και μικρή απόσταση περπατώντας».
Στη συνέχεια ήρθαν τρεις άλλοι φίλοι της συγκεκριμένης κοπέλας. Όπως έχουν καταθέσει, ο Βασίλης Μάγγος φέρεται να τους εξιστόρησε μεταξύ άλλων πως οι κατηγορούμενοι «τον κρατούσαν ακινητοποιημένο, κρατώντας τα χέρια του πίσω από την καρέκλα που τον έβαλαν να καθίσει, ότι τον χτυπούσαν με κάποιο αντικείμενο… ακόμη πιο δυνατό από το γκλοπ…».
Όπως έχουν καταθέσει τα συγκεκριμένα πρόσωπα, ο Βασίλης Μάγγος φέρεται να τους μετέφερε επίσης ότι «τον περιγελούσαν και ότι τον απειλούσαν, προσέβαλαν βάναυσα την αξιοπρέπειά του και για το σεξουαλικό προσανατολισμό με τις φράσεις “γιατί κλαις τώρα, μόνο οι αδελφές κλαίνε, είσαι αδελφή;… Πόσα πλευρά έχεις; Επτά; Εννιά; Δεν θα σου λείψουν…”».
«Πολλαπλά κατάγματα, τραυματισμός ήπατος και χοληδόχου κύστης»
Παρά τις εκκλήσεις των φίλων του, ο Βασίλης Μάγγος δεν πήγε σε νοσοκομείο. Τελικά, όταν έφτασε στο σπίτι του και μετέφερε στους γονείς του τι συνέβη, κλήθηκε ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ.
Μετά τις πρώτες εξετάσεις, έγινε εισαγωγή του Βασίλη Μάγγου προς νοσηλεία στη Χειρουργική Κλινική με αιτία εισαγωγής «τραυματισμός του ήπατος και της χοληδόχου κύστης, πολλαπλά κατάγματα πλευρών».
Στο έντυπο «νοσηλευτική παρακολούθηση», αναγράφεται ότι «ο ανωτέρω ήταν χρήστης ουσιών και ότι δεν ήταν συνεργάσιμος με το ιατρικό προσωπικό, καθώς αφαιρούσε τις φλέβες του, το monitor και το οξυγόνο και έβγαινε στον διάδρομο για να φύγει».
«Επίπονο άγχος και επεισόδια κατάθλιψης»
Λίγες ημέρες μετά το εξιτήριο που έλαβε, ο Βασίλης Μάγγος μετέβη σε εξωτερικά ιατρεία ψυχιατρικής κλινικής. Εκεί του χορηγήθηκε βεβαίωση όπου αναγράφεται πως «προσέρχεται με έντονο επίπονο άγχος και επεισόδια κατάθλιψης. Τα επεισόδια ακολουθούν επεισόδιο κακοποίησης για την οποία νοσηλεύτηκε στο Γ.Ν. Βόλου».
Σημειώνεται πως κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του, ο Βασίλης Μάγγος ανήρτησε στο διαδίκτυο κείμενο, όπου περιγράφει την κακοποίηση που υπέστη. Στο κείμενο αναγράφεται μεταξύ άλλων πως «όταν ρώτησα το όνομα του ασφαλίτη που με βάραγε για να καταθέσω μήνυση, δεν μου απαντούσε και μάλιστα με κορόιδευε...».
«Ένιωθα σαν μισοπεθαμένος»
Τελικά, «με πετάξαν έξω από το Τμήμα, χωρίς να μπορώ να πάρω ανάσα καλά – καλά και σίγουρα δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα εκείνη την ώρα, ούτε να πάρω κάποιον τηλέφωνο, ούτε να πάρω το ΕΚΑΒ, τίποτα, ένιωθα σαν μισοπεθαμένος και απλώς προσπαθούσα κούτσα-κούτσα να φτάσω κάπου, ούτε ήξερα που, να βρω λίγο νερό να πιώ, να κάνω κάτι να επιβιώσω, έτσι ένιωθα εκείνη τη στιγμή». Το περιεχόμενο της συγκεκριμένης ανάρτησης κρίθηκε από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Βόλου «αξιόπιστο και προερχόμενο από τον ίδιο τον παθόντα».
Περίπου ένα μήνα τα επίμαχα γεγονότα, ο Βασίλης Μάγγος ενεπλάκη σε τροχαίο, ενώ οδηγούσε μηχανή. Όταν έφτασε το ΕΚΑΒ, «αρνήθηκε την παροχή βοήθειας και τη μεταφορά του στο νοσοκομείο, επιπλέον ήταν επιθετικός με τους διασώστες, αποκρινόμενος ασυνάρτητα πως ονομάζεται “Κώστας”». Την ίδια ημέρα, ο Βασίλης Μάγγος, εντοπίστηκε νεκρός, από τη μητέρα του, στο σπίτι του.
«Πλησίον της σωρού ανευρέθηκαν και κατασχέθηκαν μια σύριγγα περιέχουσα ποσότητα υγρής ουσίας αγνώστου χημικής συνθέσεως χρώματος καφέ και ένα κομμάτι ασημόχαρτο περιέχον υπολείμματα ακατέργαστης κάνναβης». Ως αιτία θανάτου αναγράφηκε «το εγκεφαλικό και πνευμονικό οίδημα που επήλθε συνεπεία της λήψης εξαρτησιογόνων ουσιών».