Περίπου το 37% του περιαστικού δάσους της Αττικής έχει χαθεί τα τελευταία οχτώ χρόνια. Τεράστιες εκτάσεις σε Πάρνηθα, Πεντέλη, Μαραθώνα, Βαρυμπόμπη, Δερβενοχώρια, Γεράνεια Όρη και πολλές ακόμη περιοχές έχουν γίνει στάχτη. Σύμφωνα με όσα ανέφεραν ειδικοί στο iEidiseis.gr, τα εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα που έχουν καεί τα τελευταία οχτώ καλοκαίρια, δημιουργούν μια δυστοπική συνθήκη, η οποία οδηγεί σε αύξηση της θερμοκρασίας, ενώ απειλεί το οικοσύστημα της Αττικής, την αντιπλημμυρική θωράκιση και την ποιότητα ζωής των κατοίκων της.
«Επηρεάζονται οι κλιματολογικές συνθήκες των καμένων περιοχών»
Σύμφωνα με όσα σχολίασε στο iEidiseis.gr ο Κωνσταντίνος Λαγουβάρδος, Διευθυντής Ερευνών στο Ινστιτούτο Ερευνών Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Ανάπτυξης του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, «τα τελευταία οχτώ καλοκαίρια, έχουμε χάσει περίπου το 37% των δασών της Αττικής. Είναι ανησυχητικό».

Όπως ανέφερε ο ίδιος, αυτή η απώλεια περιαστικού πράσινου γύρω από την Αθήνα, «σίγουρα επηρεάζει τις κλιματολογικές συνθήκες των περιοχών που κάηκαν. Μπορεί να μην επηρεάζεται η θερμοκρασία του κέντρου της Αθήνας, όμως υποβαθμίζεται περιβαλλοντικά και μετεωρολογικά το περιβάλλον των περιοχών που έχουν καεί: ανεβαίνουν οι θερμοκρασίες, ενώ αυτές οι περιοχές γίνονται πιο επικίνδυνες για πλημμυρικά επεισόδια».
Αυτή η πραγματικότητα, σηματοδοτεί σύμφωνα με τον ίδιο, «ένα πολύ μεγάλο καμπανάκι. Έχουμε πρόβλημα στην αντιμετώπιση των πυρκαγιών, πρέπει κάποιος να δει γιατί χάσαμε τόσα πολλά στρέμματα. Ακόμη και πέρυσι, που είχαμε σχετικά περιορισμένη έκταση καμένων εκτάσεων (περίπου 450 χιλιάδες στρέμματα πανελλαδικά), είχαμε περίπου 100.000 καμένα στρέμματα στην Αττική. Ένα μεγάλο κομμάτι πρασίνου χάνεται».
«Η Αττική έχει μεγάλη τρωτότητα»
Σαν να μην έφτανε όμως αυτό, ο κ. Λαγουβάρδος επεσήμανε ότι «η Αττική είναι ένα μέρος που έχει μεγάλη τρωτότητα, όχι μόνο για δασικές πυρκαγιές, αλλά και για πλημμύρες. Μεγάλα ύψη βροχής, μπορούν να δημιουργήσουν μεγάλα πλημμυρικά επεισόδια εντός του αστικού ιστού, όπως συμβαίνει και σε άλλες μεγάλες πόλεις. Κάτι αντίστοιχο παρατηρήθηκε πριν από μερικούς μήνες στη Βαλένθια».
Ακόμη ένα πρόβλημα που έχει η Αθήνα ως μεγαλούπολη είναι «το λίγο πράσινο. Τα τελευταία χρόνια, σχεδόν κάθε καλοκαίρι, ειδικά οι άνθρωποι στο κέντρο -όπου έχουμε τις υψηλότερες θερμοκρασίες και τη μικρότερη κάλυψη πρασίνου – βρίσκονται κάτω από ένα θερμικό στρες όλο το 24ωρο, για πολλές ημέρες συνεχόμενα».
«Αναμένονται θερμοκρασίες πάνω από το κανονικό»
Σχετικά με το αν μπορεί να γίνει κάποια εκτίμηση για τις μετεωρολογικές συνθήκες που θα επικρατήσουν το φετινό καλοκαίρι, ο κ. Λαγουβάρδος επεσήμανε ότι «το μόνο επιστημονικό εργαλείο που διαθέτουμε, είναι οι εποχικές προγνώσεις, οι οποίες δείχνουν την τάση. Αν δηλαδή αναμένεται να έχουμε θερμοκρασίες πάνω ή κάτω από το κανονικό για την εποχή. Όντως, οι εποχικές προγνώσεις δείχνουν ότι τους επόμενους μήνες, οι θερμοκρασίες θα κινηθούν πάνω από το κανονικό, όπως συμβαίνει δυστυχώς τα τελευταία καλοκαίρια.
Από αυτό και μόνο όμως, δεν μπορεί κάποιος να συμπεράνει ότι θα έχουμε καύσωνες. Μπορεί για παράδειγμα, να υπάρξουν αρκετές ημέρες με 35-36 βαθμούς Κελσίου, που είναι πάνω από το κανονικό, αλλά δεν είναι ακραίες θερμοκρασίες».
«Χάσαμε σπουδαία δάση»
Από την πλευρά του, ο Χρήστος Ζερεφός, Γενικός Γραμματέας της Ακαδημίας Αθηνών και εθνικός εκπρόσωπος για την Κλιματική Αλλαγή, ανέφερε στο iEidiseis πως «εδώ και δεκαετίες, οι επιστήμονες φωνάζουμε πως πρέπει να προστατεύσουμε το περιαστικό δάσος, ώστε ακόμη κι αν γίνει μια δασική πυρκαγιά, να μπορέσει να αναγεννηθεί το δάσος. Αυτό θα γίνει επειδή θα βρει το περιαστικό υλικό και την κατάλληλη οργανική ύλη, που πρέπει να προστατεύσουμε».

Όπως ανέφερε ο ίδιος, «δυστυχώς χάσαμε σπουδαία δάση στην Πεντέλη, την Πάρνηθα και σε πολλές άλλες περιοχές. Αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην Αττική και στην Ελλάδα. Η Ευρώπη έχει επίσης χάσει πολλά δάση. Η Σιβηρία και η Αυστραλία το ίδιο. Στην Καλιφόρνια, έχουμε τεράστιες δασικές πυρκαγιές ακόμη και μέσα στον χειμώνα».
Όλα αυτά σύμφωνα με τον κ. Ζερεφό, οφείλονται στο ότι «ο πλανήτης μας ξηραίνεται σε πολλές περιοχές. Συγκεκριμένες περιοχές θα μείνουν άνυδρες για πολλά χρόνια. Κι έχουμε πολλές τέτοιες περιοχές στη Μεσόγειο, μεταξύ των οποίων η ανατολική Ελλάδα».
«Η Αττική είναι πλέον ημιερημική περιοχή»
Μάλιστα, «βάσει των δεικτών που έχουμε, η Αττική είναι από τις περιοχές που χαρακτηρίζονται πλέον ως ημιερημικές, ενώ το ίδιο ισχύει από το Βόλο μέχρι τη Λακωνία και για πολλά νησιά των Κυκλάδων. Αυτή η λειψυδρία έχει φοβερές συνέπειες». Κι αυτό επειδή, μεταξύ άλλων, «το επίπεδο υπογείων υδάτων έχει κατέβει κατά πολλές εκατοντάδες μέτρα, ιδίως εκεί που η χρήση του γίνεται χωρίς στρατηγική και σεβασμό στο περιβάλλον».
Στην Αττική, «δυστυχώς η ερημοποίηση θα συνεχίζεται. Βλέπουμε ότι φυσικές και τεχνητές λίμνες, που δρουν σαν μετρητές επιδείνωσης της κατάστασης, κάθε χρόνο έχουν χαμηλότερη στάθμη».
Ένα τεράστιο ποσοστό της Αττικής είναι καλυμμένο από αστικό ιστό. Όπως σχολίασε ο κ. Ζερεφός, «αυτή η αστυφιλία, οδηγεί σε περισσότερα απορρίμματα, τα οποία συνήθως αποθηκεύονται σε γειτονιές δασών. Αυτό είναι μεγάλο λάθος, επειδή τα οργανικά και ανόργανα σκουπίδια, έχουν την ικανότητα να αυτοαναφλέγονται εύκολα».
Σχετικά με την αποκατάσταση των καμένων εκτάσεων, ο κ. Ζερεφός σχολίασε πως «ότι έχει καεί, μπορεί να αναγεννηθεί, εφόσον το οικοσύστημά του δεν έχει καεί κατ’ επανάληψη. Έχουμε δει ότι η αναγέννηση στην Αττική μπορεί να θέλει 10 ή ακόμη και 20 χρόνια».
«Οι συνθήκες γίνονται ολοένα και πιο δύσκολες για το λεκανοπέδιο»
Από την πλευρά του, ο Παντελής Ξόφης, αναπληρωτής καθηγητής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, στο τμήμα Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Ανθεκτικότητας, σχολίασε στο iEidiseis ότι «όπως διαπιστώνουμε από τους δείκτες ξηροθερμικότητας, σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, υπάρχει δραματική αύξηση της ξηροθερμικότητας. Από το 1984 που αρχίσαμε να μετράμε με δορυφορικές εικόνες, οι συνθήκες γίνονται πιο ξηρές».
Σε ότι αφορά την ανθεκτικότητα της βλάστησης στην Αττική, ο ίδιος επεσήμανε ότι «φαίνεται ότι ακόμη δεν υποφέρει. Ωστόσο, πέρυσι είδαμε στην Αττική να ξεραίνονται ακόμη και πουρνάρια, ένα από τα πιο ξηρανθεκτικά είδη και το πιο χαρακτηριστικό της μεσογειακής λεκάνης. Οι συνθήκες γίνονται ολοένα και πιο δύσκολες για το λεκανοπέδιο».
«Φρυγανικά οικοσυστήματα, όπως στις Κυκλάδες»
Σε αυτό το πλαίσιο, ο ίδιος θεωρεί πως στην Αττική, «όσο αυξάνεται η συχνότητα των πυρκαγιών, θα δούμε σταδιακά τα οικοσυστήματα αειφύλλων και πλατυφύλλων να μειώνονται. Όπως φαίνεται, η Αττική οδεύει σε μια κατάσταση φρυγανοποίησης των οικοσυστημάτων της, δηλαδή οικοσυστήματα πολύ χαμηλής βλάστησης, όπως αυτά που έχουμε στις Κυκλάδες. Θα αρχίσει δηλαδή μια πορεία οπισθοδρομικής διαδοχής».
Αυτά τα φρυγανικά οικοσυστήματα, «δεν προσφέρουν τις ίδιες οικοσυστημικές υπηρεσίες, ούτε την ίδια προστασία από τη διάβρωση του εδάφους». Επίσης, σε μια τέτοια συνθήκη, «επηρεάζεται η βιοποικιλότητα, αλλά και η σύνθεση της βιοκοινότητας, εφόσον αλλάζει το βασικό οικοσύστημα που τη φιλοξενεί. Παράλληλα, ο υδρονομικός ρόλος θα είναι σαφέστατα μικρότερος, επειδή τα φρυγανικά οικοσυστήματα είναι λιγότερο βαθύριζα».
Ακόμη, τα φρυγανικά οικοσύστημα προσφέρουν μικρότερη απορρύπανση της ατμόσφαιρας και οδηγούν σε υψηλότερες θερμοκρασίες, επειδή «είναι λιγότερο σύνθετα, έχουν λιγότερη βιομάζα και μικρότερη δέσμευση διοξειδίου του άνθρακα».
Παράλληλα, ο κ. Ξόφης επεσήμανε ότι περιοχές της Αττικής που έχουν καεί επανειλημμένως τα τελευταία χρόνια, «είναι περισσότερο δύσκολο να αναγεννηθούν. Σχεδόν η ίδια έκταση που κάηκε πέρυσι στον Μαραθώνα, είχε ξανακαεί το 2009. Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα είναι πολύ δύσκολο να ανακάμψει η χαλέπιος πεύκη. Μπορεί την πρώτη φορά τα δέντρα να αναγεννήθηκαν, όμως μέσα σε 15 χρόνια, δεν προλαβαίνουν να ωριμάσουν, να ανέβουν ψηλά, να παράξουν και να προστατεύσουν κώνους, ώστε να ξανασπείρουν την έκταση».
Αναφορικά με το αν η τεχνητή αποκατάσταση αυτών των δασών με τη φύτευση άλλων ειδών μπορεί να αποτελέσει μια λύση, ο κ. Ξόφης σχολίασε πως «αυτά τα οικοσυστήματα έχουν επιβιώσει για τουλάχιστον 3 εκατομμύρια χρόνια. Θεωρώ πως μια παρέμβαση, όπως η αλλαγή του είδους, δεν μπορεί να θεωρηθεί αειφορική και φιλική προς το περιβάλλον».