Το ενδεχόμενο ο ιός του αιμορραγικού πυρετού να μεταδίδεται και μέσω επαφής με σωματικά υγρά ή εκκρίσεις μολυσμένου ατόμου επισημαίνει ο καθηγητής Επιδημιολογίας του ΕΚΠΑ και μέλος του ΔΣ του ΕΟΔΥ, Δημήτρης Παρασκευής.
Μιλώντας στην ΕΡΤ, ο κ. Παρασκευής αναφέρθηκε στον θάνατο 70χρονου κτηνοτρόφου από τη Λάρισα, ο οποίος προσβλήθηκε από τον ιό, αλλά και στην περίπτωση γιατρού του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Λάρισας που νόσησε μετά από επαφή μαζί του.
Όπως εξήγησε, ο ιός μεταδίδεται κυρίως μέσω δήγματος από μολυσμένο κρότωνα (τσιμπούρι). «Δεν μεταδίδεται τόσο εύκολα όσο οι ιοί του αναπνευστικού, ωστόσο έχουν ληφθεί όλα τα απαραίτητα μέτρα», σημείωσε ο καθηγητής.
Οι υγειονομικές αρχές παρακολουθούν όλες τις επαφές των νοσούντων, βάσει πρωτοκόλλου που προβλέπει 14ήμερη επιτήρηση, όσο διαρκεί η μέγιστη περίοδος επώασης.
Παράλληλα, διενεργούνται δειγματοληψίες σε ζώα και έντομα, ενώ εφαρμόζονται στοχευμένες απεντομώσεις στις περιοχές όπου εντοπίστηκαν τα κρούσματα.
Σε ερώτηση για τον κίνδυνο ευρείας διασποράς, ο κ. Παρασκευής εμφανίστηκε καθησυχαστικός: «Παρατηρούνται μεμονωμένα περιστατικά και όχι εκτεταμένα κρούσματα. Αν τηρηθούν τα μέτρα, ο κίνδυνος είναι εξαιρετικά χαμηλός».
Τα συμπτώματα του ιού
Όπως εξήγησε, τα συμπτώματα της νόσου περιλαμβάνουν πυρετό, κεφαλαλγία, εμετούς, κοιλιακό άλγος και έντονη κόπωση, ενώ μεγαλύτερο κίνδυνο διατρέχουν άτομα που εργάζονται στην ύπαιθρο ή έρχονται σε στενή επαφή με ζώα.
«Δεν σημαίνει πως κάθε τσίμπημα τσιμπουριού είναι επικίνδυνο, αλλά χρειάζεται προσοχή, γιατί ο κρότωνας πρέπει να είναι μολυσμένος για να μεταδώσει τον ιό», διευκρίνισε.
Επίσης, αναφέρθηκε στη διεξαγωγή ορολογικής μελέτης στον πληθυσμό της περιοχής για τον εντοπισμό τυχόν ασυμπτωματικών φορέων.
Τέλος, υπογράμμισε ότι οι επαγγελματίες υγείας έχουν ήδη ενημερωθεί αναλυτικά, ώστε να αναγνωρίζουν έγκαιρα τα κρούσματα και να περιορίζεται η διασπορά της νόσου.