Στα δικαστήρια της Πάτρας έφτασε η 25χρονη Ειρήνη Μουρτζούκου, η οποία ομολόγησε τη δολοφονία τεσσάρων βρεφών, των δύο παιδιών της, της αδελφής της, όταν ήταν η ίδια ήταν 14, και του βρέφους μιας φίλης της.
Η 25χρονη έκατσε περίπου μισή ώρα στα δικαστήρια και απομακρύνθηκε υπό ισχυρή αστυνομική δύναμη.
Όπως δήλωσε ο δικηγόρης της, Νίκος Αλεξανδρής , πήρε προθεσμία για να απολογηθεί την Κυριακή, ενώ στην ανακρίτρια δεν ανέφερε κάτι περισσότερο.
Δήλωσε πως πρόκειται για μία ιδιάζουσα περίπτωση ανθρώπου.
Έξω από τα δικαστήρια, ο κόσμος που έχει συγκεντρωθεί, κατά την άφιξή της άρχισε να φωνάζει «φόνισσα – φόνισσα», ενώ οι αστυνομικοί τη μετέφεραν γρήγορα στο εσωτερικό του κτιρίου των δικαστηρίων, όπου θα βρεθεί ενώπιον ανακριτή και εισαγγελέα. Η ίδια παρέμεινε σκυφτή, δεν κοίταξε κανέναν, καθώς οι αστυνομικοί την μετέφεραν από το αυτοκίνητο μέσα στο Δικαστικό Μέγαρο.
Η μεταγωγή της από τη ΓΑΔΑ έγινε υπό αυστηρή συνοδεία αστυνομικών, ενώ έξω από το Δικαστικό Μέγαρο, καθώς μαζευόταν κόσμος, αναπτύχθηκαν για λόγους ασφαλείας ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις, αλλά και ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ.
Λίγο μετά τις 11.30 το πρωί έφτασε στο Δικαστικό Μέγαρο και ο δικηγόρος της Ειρήνης Μουρτζούκου Νίκος Αλεξανδρής.
Σημειώνεται πως η πρώην δικηγόρος της, Βούλα Δημητριάδου, σε δηλώσεις της στην «Π» ανέφερε πως από την πρώτη στιγμή είχε διακρίνει ασυνέπεια στις αφηγήσεις της πελάτισσάς της, «κενά μνήμης, υπεκφυγές και μια αφόρητα χαοτική αφήγηση». Τόνισε δε πως είχε ζητήσει από την αρχή ψυχιατρική αξιολόγηση, επισημαίνοντας το ενδεχόμενο να υπάρχει βαθύτερο ψυχολογικό υπόβαθρο πίσω από την υπόθεση.
Η ομολογία της Μουρτζούκου – Πώς «έσπασε»
Επί περίπου πέντε ώρες έδινε κατάθεση κλαίγοντας στους αστυνομικούς του Τμήματος Ανθρωποκτονιών η Ειρήνη Μουρτζούκου ομολογώντας συνολικά τέσσερις δολοφονίες βρεφών.
Οι αστυνομικοί ετοιμάζονταν να κάνουν τη μεταγωγή της Ειρήνης στην Αχαΐα για την απολογία της όταν σκέφτηκαν να πάρουν μία τελευταία κατάθεση από τη συλληφθείσα. Έμπειροι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. ξεκίνησαν να λαμβάνουν κατάθεση από εκείνη περίπου μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα και τελείωσαν περίπου στις 5.00 το πρωί.
Παρών στη διαδικασία ήταν ο διοικητής του Ανθρωποκτονιών κ. Δροσίνης, ο οποίος έκανε ερωτήσεις που «ξεκλείδωσαν» την 25χρονη. Όταν οι αστυνομικοί άκουσαν τη φράση «θέλω να τα βγάλω από μέσα μου δεν αντέχω άλλο», κατάλαβαν ότι βρίσκονται μπροστά σε μία μεγάλη στιγμή για τα αστυνομικά χρονικά της χώρας μας.
Επί δύο ημέρες προσπαθούσαν να αποσπάσουν ομολογία χωρίς αποτέλεσμα. Φαίνεται πάντως ότι δεν εγκατέλειψαν την προσπάθεια μέχρι κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή (δηλαδή λίγο πριν τη μεταγωγή της στην Αχαΐα) και εν τέλει τα κατάφεραν.
Η 25χρονη άρχισε να περιγράφει δολοφονίες λέγοντας ότι θόλωνε και ότι την κυρίευαν δαίμονες, ιδιαίτερα όταν τσακωνόταν με τη μητέρα της ή άλλα πρόσωπα του πολύ στενού της περιβάλλοντος. «Όταν τσακωνόμουν με τη μάνα μου, ήθελα να κάνω κακό», φέρεται να είπε μεταξύ άλλων.
Από τις περιγραφές της προκύπτει ότι οι δολοφονίες έγιναν με διάφορους τρόπους. Για το ένα βρέφος είπε ότι έπεσε πάνω του κατά λάθος και αυτό «έσκασε», χωρίς η ίδια να έχει σκοπό να το βλάψει. Για ένα από τα μωρά της είπε ότι το σκότωσε ενώ κοιμόντουσαν.
Στις ερωτήσεις των αστυνομικών για τον τρόπο με τον οποίο σκότωνε να βρέφη εκείνη απαντούσε ότι δεν θυμάται πως το έκανε, ότι δεν κρατούσε κάτι στα χέρια της και ότι μόλις «ξεθόλωνε» και καταλάβαινε τι έχει συμβεί προσπαθούσε να επαναφέρει στη ζωή τα μωρά.
Κατά τη διάρκεια της ομολογίας της έκλαιγε με λυγμούς. Συνολικά ομολόγησε τέσσερις δολοφονίες, των δύο μωρών της, του μωρού της φίλης της και της αδερφής της. Η μόνη δολοφονία που δεν ομολόγησε είναι αυτή του μικρού Παναγιωτάκη τον περασμένο Αύγουστο στην Αμαλιάδα. Πρόκειται για τον τελευταίο χρονικά θάνατο παιδιού. Για την περίπτωση αυτή είναι σε εξέλιξη ιατροδικαστική έρευνα που είναι στο τελευταίο στάδιο της.