130.000 στρέμματα έγιναν στάχτη στην Ελλάδα το πρώτο δεκαπενθήμερο του φετινού Αυγούστου, έπειτα από τις μεγάλες πυρκαγιές που ξέσπασαν σε Χίο, Φιλιππιάδα, Ζάκυνθο, Αχαΐα, Κερατέα και Ηλεία. Αυτός ο αριθμός των καμένων εκτάσεων σύμφωνα με το WWF Ελλάς, είναι «αρκετά πάνω από τον μέσο όρο καμένων εκτάσεων της τελευταίας εικοσαετίας».
Κι ενώ έντονο προβληματισμό προκαλεί για ακόμη ένα καλοκαίρι ο μεγάλος αριθμός των καμένων εκτάσεων, πρόσφατη ειδική έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου, αναδεικνύει το που κατευθύνεται η ενωσιακή χρηματοδότηση η οποία δίνεται στην Ελλάδα για την καταπολέμηση των δασικών πυρκαγιών. Όπως προκύπτει, παρότι η χώρα μας έχει λάβει εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ για αυτόν τον σκοπό, εντούτοις, η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των χρηματοδοτούμενων δράσεων δασοπροστασίας, τίθεται εν αμφιβόλω. Κι όλα αυτά, ενώ ανησυχητικά κρίνονται τα -σε ορισμένες περιπτώσεις-, χαμηλά ποσοστά απορρόφησης των ευρωπαϊκών κονδυλίων στη χώρα μας.
Έργα δισεκατομμυρίων ευρώ
Στόχος του συγκεκριμένου ελέγχου, ήταν η αξιολόγηση του τρόπου με τον οποίο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τα κράτη – μέλη χρησιμοποίησαν την ενωσιακή χρηματοδότηση για την αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών στην ΕΕ. Οι ελεγκτές εστίασαν στα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά και επενδυτικά ταμεία και στον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΜΑΑ).
Πιο συγκεκριμένα, εξετάστηκαν έργα των περιόδων προγραμματισμού 2014-2020 και 2021-2027 σε Ελλάδα, Ισπανία, Πολωνία και Πορτογαλία. Η ενωσιακή χρηματοδότηση που διατέθηκε σε αυτά τα τέσσερα κράτη την περίοδο 2014-2020 κυμαίνεται σε περίπου 1 δισεκατομμύριο ευρώ. Αντίστοιχα ποσά έχουν προγραμματιστεί για την περίοδο 2021-207, ενώ για την περίοδο 2020-2026 έχει ήδη διατεθεί από τον ΜΑΑ επιπλέον 1,5 δισεκατομμύριο ευρώ.
«Η Επιτροπή δεν είχε ακριβή εικόνα του συνολικού ύψους των κονδυλίων»
Όμως, σύμφωνα με την έκθεση, «ελάχιστες ήταν οι διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με τα αποτελέσματα των έργων που χρηματοδοτήθηκαν με ενωσιακούς πόρους, η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά τους δεν διασφαλιζόταν πάντοτε, η δε διαδικασία επιλογής τους διαπιστώσαμε ότι έκρυβε αδυναμίες».
Κι αυτό επειδή όπως σημειώνεται, τα κράτη – μέλη δεν υποχρεούνται πάντα να κάνουν διάκριση μεταξύ των δασικών πυρκαγιών κι άλλων ειδών φυσικών καταστροφών στα στοιχεία που υποβάλλουν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σχετικά με τα ποσά που δαπανήθηκαν. Ως αποτέλεσμα, «η Επιτροπή δεν έχει ακριβή εικόνα του συνολικού ύψους των ενωσιακών κονδυλίων που έχουν δαπανηθεί για μέτρα σχετικά με τις δασικές πυρκαγιές».
«Από το 1980 ο χάρτης εκτίμησης κινδύνου πυρκαγιών στην Ελλάδα»
Παράλληλα, διαπιστώθηκε πως «μολονότι τα κράτη μέλη χρησιμοποιούσαν τακτικά τον κίνδυνο πυρκαγιάς ως κριτήριο επιλεξιμότητας ή επιλογής των έργων, στις περιπτώσεις των δύο από τα τέσσερα κράτη – μέλη που επισκεφθήκαμε, οι χάρτες που αποτύπωναν τις εν λόγω εκτιμήσεις κινδύνου ήταν παρωχημένοι». Μια από αυτές τις χώρες είναι η Ελλάδα. Κι αυτό παρότι από τα 62 έργα του δείγματος που αναλύθηκαν και στις 4 ελεγχόμενες χώρες, «παρατηρήσαμε ότι ο κίνδυνος πυρκαγιάς χρησιμοποιείτο ως κριτήριο επιλεξιμότητας ή επιλογής».
Όπως αναγράφεται χαρακτηριστικά, «στην Ελλάδα, οι ευαίσθητες σε δασικές πυρκαγιές περιοχές της χώρας καθορίζονται στο προεδρικό διάταγμα 575/1980. Οι ελληνικές αρχές δεν είχαν επικαιροποιήσει τον χάρτη από το 1980 και εξακολουθούσαν να τον χρησιμοποιούν για τον προσδιορισμό μέτρων διαχείρισης του κινδύνου δασικών πυρκαγιών. Τον Δεκέμβριο του 2024, βρίσκονταν σε εξέλιξη εργασίες των ελληνικών αρχών για την επικαιροποίηση του διατάγματος».
«Ο αντίκτυπος της χρηματοδότησης μπορεί να περιοριστεί σε 3-4 χρόνια»
Επίσης, οι ελεγκτές εντόπισαν πως «η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των χρηματοδοτούμενων δράσεων δεν διασφαλιζόταν με συνέπεια. Ενδεικτικά παραδείγματα είναι η συντήρηση των αντιπυρικών ζωνών ή ο καθαρισμός της βλάστησης, που απαιτούν τακτικές εργασίες και χρηματοδότηση. Αυτό ισχύει ιδίως για τα έργα πρόληψης που χρηματοδοτούνται από τον ΜΑΑ, καθώς αυτά συνδέονται με την εφάπαξ διάθεση μεγάλων ποσών ενωσιακής χρηματοδότησης, κάτι που με τη σειρά του συνεπάγεται αντίστοιχα σημαντικές μελλοντικές χρηματοδοτικές δεσμεύσεις από τους εθνικούς προϋπολογισμούς, προκειμένου να εξασφαλίζεται η βιωσιμότητά τους».
Σε ότι αφορά την κατανομή της χρηματοδότησης του ΜΑΑ μεταξύ πρόληψης και ετοιμότητας, η Ελλάδα έλαβε συνολικά 837 εκατομμύρια ευρώ, εκ των οποίων το 56% διοχετεύθηκαν στην πρόληψη, το 34% στην ετοιμότητα και το 10% στην αποκατάσταση μετά από πυρκαγιά.
Στην Ελλάδα, οι εργασίες πρόληψης, όπως «ο καθορισμός δασών, η συντήρηση δασικών οδών και υφιστάμενων αντιπυρικών ζωνών και η δημιουργία μικρών αντιπυρικών ζωνών, αναμένεται να καλύψουν περισσότερα από 100.000 εκτάρια (470 εκατομμύρια ευρώ)».
Παρόλα αυτά, στην έκθεση σημειώνεται πως δεν εντοπίστηκαν στοιχεία που να αποδεικνύουν πως οι ελεγχόμενες χώρες «είχαν κάποιο σχέδιο σχετικά με το πως θα χρηματοδοτούσαν τις εργασίες συντήρησης μετά τη λήξη του ΜΑΑ. Αυτό σημαίνει ότι ο αντίκτυπος της χρηματοδότησης της ΕΕ θα μπορούσε να περιοριστεί σε 3-4 χρόνια».
Αντίστοιχα, «υπάρχει κίνδυνος η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των μέτρων πρόληψης που χρηματοδοτούνται από τα Ευρωπαϊκά Διαρθρωτικά και Επενδυτικά Ταμεία να εξαρτάται σε υπερβολικά μεγάλα βαθμό από την ενωσιακή χρηματοδότηση».
Χαμηλά ποσοστά απορρόφησης κονδυλίων
Στην περίπτωση της Ελλάδας και της Πορτογαλίας, «η πρόσθετη εφάπαξ χρηματοδότηση από τον ΜΑΑ είναι σημαντική σε σύγκριση με τη συνολική χρηματοδότηση από τα τακτικά χρηματοδοτικά μέσα -Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ), Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) και Ταμείο Συνοχής-, κατά την περίοδο 2014-2020».
Ειδικότερα, σε ότι αφορά την Ελλάδα, «το μερίδιο του ΕΓΤΑΑ είναι χαμηλό, καθώς οι πρώτες πληρωμές πραγματοποιήθηκαν μόλις το 2020 και τον Μάιο του 2024, είχε καταβληθεί κάτι λιγότερο από το 10% των προγραμματισμένων κονδυλίων».
Όπως αναγράφεται, «οι ελληνικές αρχές απέδωσαν τα χαμηλά ποσοστά απορρόφησης κονδυλίων του ΕΓΤΑ εν μέρει στη χρηματοδότηση από τον ΜΑΑ και εν μέρει στην ανεπαρκή στελέχωση του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, στις δυσκολίες στη χρήση των πλατφορμών για τα έργα του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης και στη μη εξοικείωση των Δασικών Υπηρεσιών με τις διαδικασίες σύναψης δημόσιων συμβάσεων».
Το Ελληνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας
Παράλληλα, στην έκθεση σημειώνεται πως το Ελληνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΣΑΑ) είχε αναθεωρηθεί σημαντικά, «ώστε να αντικατοπτρίζει τις επανεξετασθείσες προτεραιότητες και τις πρακτικές δυσκολίες υλοποίησης. Κατά την αναθεώρηση του σχεδίου της το 2023, η Ελλάδα τροποποίησε και αύξησε τα κονδύλια για δράσεις πρόληψης των δασικών πυρκαγιών».
Ως αποτέλεσμα «της μεταβολής αυτής μεταξύ της αρχικής και των αναθεωρημένων εκδόσεων του ΣΑΑ, τα κονδύλια για δασοκομικές εργασίες υπό τη διαχείριση του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας υπερδιπλασιάστηκαν». Αντίστοιχα, «ενώ τα κονδύλια για δράσεις αναδάσωσης μειώθηκαν στο ένα τέταρτο, προβλέφθηκε νέος προϋπολογισμός για μέτρα πρόληψης, ύψους 470 εκατομμυρίων ευρώ».
Σημειώνεται πως στον αναθεωρημένο ΣΑΑ της Ελλάδας, συμπεριλαμβάνεται ένα έργο 470 εκατομμυρίων ευρώ που αφορά την αναβάθμιση 105.500 εκταρίων υποβαθμισμένων οικοσυστημάτων μέσω του καθαρισμού δασών και συντήρηση του δικτύου δασικών οδών και των υφιστάμενων αντιπυρικών ζωνών (προγράμματα antiNERO). Επίσης, προστέθηκε έργο 30 εκατομμυρίων ευρώ που αφορά την αντιδιαβρωτική και αντιπλημμυρική προστασία στον Έβρο και τη Ροδόπη για την ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων των πυρκαγιών του 2023. Αντίστοιχα, το έργο της πιλοτικής αναδάσωσης 20 εκατομμυρίων δέντρων, περιορίστηκε στην αναδάσωση 5 εκατομμυρίων δέντρων.
Στην έκθεση αναγράφεται επίσης πως η πρόσκληση για δύο έργα αναδάσωσης στην Ελλάδα, «χρειάστηκε να παραταθεί πολλές φορές λόγω χαμηλού ενδιαφέροντος».
Παράλληλα, σημειώνεται πως στο πλαίσιο του ΜΑΑ, η Ελλάδα χρηματοδοτεί ένα έργο επιδεικτικής αναδάσωσης σε έκταση πέντε εκταρίων, το οποίο «υποστηρίζεται από τεχνολογία που αναμένεται να συμβάλει στον προσδιορισμό του βέλτιστου χρονοδιαγράμματος για το πότισμα κατά τα πρώτα έτη μετά τη φύτευση. Στόχος είναι η αύξηση του ποσοστού επιτυχίας της αναδάσωσης». Όμως, «κατά τον χρόνο της επίσκεψής μας, η φύτευση είχε ολοκληρωθεί, αλλά το σχετικό σύστημα δεν αναμενόταν να είναι έτοιμο πριν από το τέλος του 2025».