Δεν τα χωρά ο ανθρώπινος νους όλα όσα περιέγραψε στους αστυνομικούς του Τμήματος Ανθρωποκτονιών ο 22χρονος συνεπιβάτης του λευκού σκούτερ, ο οποίος είναι ο ένας από τους δύο 22χρονους που παραδόθηκε μαζί με τον δικηγόρο του στη ΓΑΔΑ για την υπόθεση του διπλού φονικού σε κάμπινγκ στη Φοινικούντα.
Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή του διαλόγου που φέρεται να είχε με τον συνομήλικο συγκατηγορούμενό του και οδηγό του σκούτερ, στο πλαίσιο συζήτησης που είχαν σχετικά με τη σχεδιαζόμενη επίθεση της 5ης Οκτωβρίου.
Ο 22χρονος συνεπιβάτης, ο οποίος είχε ήδη προχωρήσει τον Σεπτέμβριο σε δύο επιθέσεις σε βάρος του ιδιοκτήτη του κάμπινγκ με σκοπό να τον εκβιάσει και να του αποσπάσει χρήματα, φέρεται να λέει στον φίλο του: «Τι λες ρε φλώρε; Θα πάμε μαζί αυτή τη φορά και θα του κάνω να του φύγει το κλαπέτο, θα τα κανονίσω όλα εγώ».
Η γνωριμία με τον ανιψιό του ιδιοκτήτη και η σεξουαλική κακοποίηση
Πιο αναλυτικά, απολογούμενος ισχυρίστηκε ότι το 2022 γνωρίστηκε σε καφετέρια στην Αθήνα όπου εργαζόταν με τον ανιψιό του ιδιοκτήτη του κάμπινγκ και θύματος. Το καλοκαίρι του ίδιου έτους του ζήτησε να τον φιλοξενήσει στο κάμπινγκ του στη Φοινικούντα.
Κατά την παραμονή του στο κάμπινγκ το τρίτο βράδυ τον προσέγγισε ο ιδιοκτήτης και τον κακοποίησε σεξουαλικά. Στη συνέχεια υποστηρίζει ότι άρχισε να φωνάζει αναστατωμένος ότι θα καλέσει την Αστυνομία και ότι θα μάθουν όλοι τι έγινε.
Τότε ο ιδιοκτήτης του κάμπινγκ βγάζοντας από την τσέπη του αρκετά χαρτονομίσματα του έδωσε 400 ευρώ, λέγοντάς του «πάρε αυτά για να μην μιλήσεις», πλην όμως εκείνος συνέχισε και τότε ο ιδιοκτήτης του κάμπινγκ ανέφερε «ποιον θα πιστέψουν, εσένα που είσαι 18 χρονών η εμένα που είμαι 50 χρόνια εδώ;».
Την επόμενη ημέρα αποχώρησε από το κάμπινγκ και επέστρεψε στην Αθήνα. Το επόμενο διάστημα κατέφυγε στη χρήση ναρκωτικών μη μπορώντας να διαχειριστεί το γεγονός.
Οι δύο προηγούμενες επιθέσεις και η απόπειρα εκβιασμού
Αναφορικά με την επίθεση που είχε γίνει με αεροβόλο με θύμα τον ιδιοκτήτη του κάμπινγκ τον περασμένο Σεπτέμβριο παραδέχτηκε παρουσία του στο χώρο της επίθεσης, αναφέροντας ότι μετέβη εκεί με την ιδιωτική μοτοσικλέτα, μάρκας Piaggio Medley μαύρου χρώματος, φορώντας κράνος και κουκούλα.
Ανέφερε ότι είχε προμηθευτεί αεροβόλο πιστόλι από το συγκατηγορούμενό του και σκοπός της επίθεσης ήταν να εκβιάσει τον ιδιοκτήτη του κάμπινγκ για να του αποσπάσει χρήματα. Περιέγραψε με λεπτομέρειες τις κινήσεις του στον τόπο του εγκλήματος που ταιριάζουν με το υλικό από τις κάμερες ασφαλείας από το σπίτι του ιδιοκτήτη του κάμπινγκ.
Μετά την τότε επίθεση με το αεροβόλο επέστρεψε στην Αθήνα χωρίς να καταφέρει να πάρει χρήματα και στις 10 Σεπτεμβρίου επέστρεψε στη Φοινικούντα έχοντας μαζί του το αεροβόλο και την κουκούλα και στάθμευσε τη μηχανή του στο ίδιο σημείο με την προηγούμενη φορά. Τότε είδε ότι στο δρόμο είχαν συγκεντρωθεί τρία οχήματα και αφού κατάλαβε ότι έγινε αντιληπτός τράπηκε σε φυγή. Αφού τον καταδίωξαν μέχρι κάποιο σημείο κατάφερε να τους ξεφύγει.
«Τι λες ρε φλώρε… θα πάμε μαζί, θα του φύγει το κλαπέτο»
Μερικές μέρες αργότερα ανέφερε στον συγκατηγορούμενο του ότι γνωρίζει έναν ηλικιωμένο που βρίσκεται στο κάμπινγκ στη Φοινικούντα και μεταφέρει πολλά χρήματα και παρενοχλεί αγόρια. Αφού του ανέφερε ότι δύο φορές προσπάθησε να τον απειλήσει για να του πάρει χρήματα με αρνητικό αποτέλεσμα του είπε «τι λες ρε φλώρε. Θα πάμε μαζί αυτή τη φορά και θα του κάνω να του φύγει το κλαπέτο, θα τα κανονίσω όλα εγώ».
Το βράδυ 4 προς 5 Σεπτεμβρίου με ταξί μετέβη στο σπίτι του του και συνέχισαν μαζί για το κέντρο της Αθήνας. Εκεί παρέλαβαν ένα λευκό σκούτερ στην οδό Αδριανού και μετέβησαν με αυτό στην Καλαμάτα. Εκεί διανυχτέρευσαν σε γνωστό ξενοδοχείο της πόλης. Μαζί τους έφεραν μία θήκη κιθάρας στην οποία είχε τοποθετήσει ένα περίστροφο και μία ξανθιά περούκα.
Στη συνέχεια κινήθηκαν προς Φοινικούντα και όταν έφτασαν στο κάμπινγκ, ο συγκατηγορούμενός φόρεσε τη ξανθιά περούκα και μπήκε στο κάμπινγκ, ενώ ο ίδιος τον περίμενε στη μοτοσικλέτα που την είχαν σταθμεύσει στην είσοδο του κάμπινγκ.
Λίγο αργότερα άκουσε τους πυροβολισμούς και ένα άτομο να φωνάζει βοήθεια και είδε τον συγκατηγορούμενό του να κινείται προς τη μοτοσικλέτα λέγοντας του «κάτσε πίσω, εγώ οδηγάω». Όπως ισχυρίστηκε μερικά μέτρα παρακάτω ζήτησε από τον συγκατηγορούμενό του να σταματήσει τη μηχανή και αφού αποβιβάστηκε άλλαξε ρούχα και επέστρεψε αρχικά κολυμπώντας και στη συνέχεια πεζός στην Καλαμάτα όπου επιβιβάστηκε σε λεωφορείο για την Αθήνα.