Μέσα σε 17 σελίδες κατάθεσης, μάρτυρας-κλειδί έδωσε όλες τις λεπτομέρειες στο τμήμα ανθρωποκτονιών της ΕΛ.ΑΣ., στην προσπάθειά τους να εξιχνιάσουν τη δολοφονία της συζύγου του Ντίμη Κορφιάτη στη Ζάκυνθο.
Πρόκειται ίσως για την σημαντικότερη κατάθεση από όσες περιέχονται στην ογκώδη δικογραφία που αριθμεί 2.000 σελίδες. Ο μάρτυρας περιέγραψε στους αστυνομικούς της Ασφάλειας όλα όσα είδε και άκουσε.
Κάποια στιγμή οι κατηγορούμενοι τσακώθηκαν μεταξύ τους και τότε ο ένας εξ αυτών έβγαλε ένα πιστόλι και απείλησε ένα από τα μέλη της οργάνωσης.
«Ξέρεις ποιος είμαι εγώ; Είμαι ο Σεκομπάρ της Ζακύνθου. Όλα τα λεφτά που έρχονται στα χέρια σου, από εμένα είναι».
Στη συνέχεια, ο μάρτυρας περιέγραψε τις στιγμές μετά τη δολοφονία της συζύγου του Ντίμη Κορφιάτη, οι οποίες θυμίζουν σκηνή από ταινία.
«Εγώ δεν μπορούσα να οδηγήσω από την ταραχή μου και έτσι οδήγησε ο 38χρονος (σ.σ. αναφέρεται όνομα του φερόμενου ως φυσικού αυτουργού της δολοφονίας). Εγώ έκατσα στη θέση του συνοδηγού και ο 39χρονος (σ.σ. αναφέρεται το όνομα του δεύτερου φερόμενου ως φυσικού αυτουργού) έκατσε πίσω. Στη διαδρομή ο 39χρονος συνέχισε να βλέπει ειδήσεις στο ίντερνετ από το δικό μου κινητό για να μάθει τι είχε γίνει με τον Ντίμη, όπως τον έλεγε, αν είχε πεθάνει τελικά. Άκουγα από το κινητό ότι έλεγαν στις ειδήσεις πως θα τον πάνε σε νοσοκομείο με αεροδιακομιδή. Ο 38χρονος φώναζε αρκετά εκείνη την ώρα και επικρατούσε τεράστια ένταση».
Κάτα την επιστροφή τους, Οο μάρτυρας-κλειδί, ζήτησε από μια φίλη του να πάει σπίτι και να μαζέψει τα πράγματα του:
«Κάποια στιγμή ο 39χρονος με ρώτησε αν ήταν ακόμα στο σπίτι η φίλη μου και του είπα ναι. Μου ζήτησε να της πω να πάρει το κινητό του που το είχα αφήσει εγώ στο σπίτι αυτό και να πάρει κάποιον ένα τηλέφωνο. Έτσι της είπα εγώ να πάει να βρει το κινητό στη τσέπη ενός μπουφάν που το είχα βάλει. Μετά της είπα να καλέσει ένα συγκεκριμένο τηλέφωνο από τον κατάλογο του κινητού του 39χρονου, το οποίο μου το είπε ίδιος. Δεν θυμάμαι τώρα να σας πω ποιο ήταν το όνομα αυτού του ατόμου. Όταν το κάλεσε η φίλη μου , ο 39χρονος της είπε να βάλει το κινητό της δίπλα στο δικό του κινητό και τότε ο 39χρονος συνομίλησε με αυτό το άτομο που είχε καλέσει. Του είπε ο 39χρονος ότι είναι στην Αθήνα και σε καμία ώρα θα είναι στο Λουτράκι».
Ο φυσικός αυτουργός της δολοφονίας είπε στον μάρτυρα:
«Μου είπε ότι το αμάξι θα το κρατούσα εγώ και θα μιλούσαμε στο τηλέφωνο για να το πάρει πίσω. Μου είπε επίσης ότι αν γινόταν τίποτα, να έλεγα ότι το αμάξι το είχα εγώ και ότι το είχα πάρει για να πάω στη μητέρα μου που είναι στους.... Εγώ του είπα ότι δεν γίνεται να πω κάτι τέτοιο. Όταν χωρίσαμε στη Νέα Ιωνία, μου έγραψε ένα τηλέφωνο σε ένα χαρτί και μου είπε να τον πάρω την επόμενη μέρα να του πω που θα άφηνα το αμάξι. Το κλειδί μου είπε να το άφηνα στην αριστερή ρόδα».
Τα επόμενα 24ωρα, ο μάρτυρας δήλωσε στους αστυνομικούς ότι ήταν τρομοκρατημένος:
«Λίγες μέρες μετά πήγα στον Δήμο Περιστερίου όπου δούλευα σε κοινωφελή εργασία εκείνη την περίοδο και είδα απ’ έξω το μαύρο σκούτερ του 39χρονου που το οδηγούσε ένα άτομο, το οποίο είμαι σίγουρος ότι ήταν ο 38χρονος. Φοβήθηκα πάρα πολύ και σκέφτηκα ότι με έψαχνε για να μου κάνει κακό. Από τότε μέχρι και σήμερα δεν έχω ξαναπάει στο Δήμο Περιστερίου και έχω εξαφανιστεί τελείως από παντού. Φοβάμαι πολύ για τη ζωή μου με όλο αυτό που έχει γίνει. Μακάρι να μην τους είχα γνωρίσει ποτέ αυτούς τους δύο».