Ραντεβού με ανώτατο αξιωματικό της ΕΛ.ΑΣ., το οποίο αναβλήθηκε για λίγες ώρες με υπαιτιότητα του ίδιου, υποστηρίζει ότι είχε το πρωινό της 9ης Ιουνίου 2020 (σ.σ. ημέρα κατά την οποία δολοφονήθηκε στη Ζάκυνθο η 37χρονη Χριστίνα Κλουτσινιώτη) ο 38χρονος σωματοφύλακας που κατηγορείται ως ένας εκ των δύο φυσικών αυτουργών.
Πιο αναλυτικά, στο απολογητικό του υπόμνημα, αναφέρει ότι το απόγευμα της 8ης Ιουνίου 2020 –την προηγούμενη της δολοφονικής ενέδρας- επικοινώνησε τηλεφωνικά με ανώτατο αξιωματικό της ΕΛ.ΑΣ. για προσωπικό του θέμα. Φέρεται να υποστηρίζει ότι κανόνισε συνάντηση μαζί του για τις 12:00 το μεσημέρι της επόμενης ημέρας (σ.σ. την ημέρα της δολοφονίας) στο κέντρο της Αθήνας, η οποία αναβλήθηκε λόγω υποχρεώσεων του αστυνομικού.
«Στις 09.06.20 είχαμε αρχικά κανονίσει να συναντηθούμε γύρω στις 12 το μεσημέρι κοντά στο Σύνταγμα, αλλά δεν βρεθήκαμε τότε, διότι εκείνος κανόνισε εκτάκτως κάποια ραντεβού. Τελικά κανονίσαμε να πάω κατά τις 15:00 έξω από (...), όπου υπηρετούσε (...), για να πάρω το (...). Στις 14:30 περίπου έφθασα (...) και τον περίμενα. Κατά τις 15:40 τον είδα να περνάει με το αυτοκίνητό του και τον οδηγό του και να κατευθύνεται (...). Μετά από λίγη ώρα τον κάλεσα στο τηλέφωνο και μου είπε ότι είχε πολλή δουλειά και ότι θα κατέβαινε ο οδηγός του για να μου δώσει το βιογραφικό, όπως και έγινε», αναφέρει χαρακτηριστικά στο απολογητικό υπόμνημα του ο 38χρονος για το ραντεβού με τον ανώτατο αξιωματικό της ΕΛ.ΑΣ.
Τέλος, αναφερόμενος στο επονομαζόμενο «βαθύ λαρύγγι», χαρακτηρίζει «ψευδής και κατασκευασμένη» την κατάθεση του καθώς ότι «ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα».