Ένας από τους ανθρώπους που βρίσκεται από την πρώτη στιγμή στο σκληρό μέτωπο της πανδημίας του κορoνοϊού είναι αναμφίβολα ο Δημήτρης Παρασκευής.
Ο αναπληρωτής Καθηγητής Επιδημιολογίας – Προληπτικής Ιατρικής, στο Εργαστήριο Υγιεινής Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής, του ΕΚΠΑ αντιμετωπίζει με νηφαλιότητα και απόλυτη ψυχραιμία ακόμη και τις πιο δύσκολες… επιδημιολογικές καταστάσεις.
Και δεν είναι τυχαία αυτή η συμπεριφορά καθώς με διαύγεια και ευθυκρισία στάθηκε όρθιος και αντιμετώπισε δεκάδες κρίσεις που βίωσε η ελληνική κοινωνία εν μέσω πανδημίας και φυσικά πίσω από κλειστές πόρτες και με ατελείωτες ώρες μελετών και επιστημονικών αναλύσεων.
Στην σύντομη συνομιλία με το iEidiseis, ήταν από τις λίγες φορές που εξέπεμπε μια πηγαία αισιοδοξία για το που βρισκόμαστε και πού πηγαίνουμε.
Χωρίς, λοιπόν, δεύτερη σκέψη και στο ερώτημα «γιατί τελικά “ανοίξαμε” με 3.500 κρούσματα, ενώ υπήρχε ο μεγάλος φόβος να βρεθούμε πάλι προ δυσάρεστων εξελίξεων» δήλωσε:
«Το τρίτο κύμα είχε μεγάλη διάρκεια αλλά μικρή αυξητική τάση. Αυτό συνέβη γιατί τα μέτρα τηρούνταν μόνο από ένα ποσοστό της κοινότητας, κυρίως λόγω παρατεταμένης διάρκειας της πανδημίας και της μεγάλης διάρκειας των περιοριστικών μέτρων. Συνεπώς η διαχείριση του τρίτου κύματος ήταν ιδιαίτερη σε σχέση με τα προηγούμενα και τα διαθέσιμα μέσα αντιμετώπισης είχαν περιορισμένη αποτελεσματικότητα. Το άνοιγμα δραστηριοτήτων όταν ο ημερήσιος αριθμός κρουσμάτων ήταν περίπου 3.500, πραγματοποιήθηκε με προσεκτικά βήματα και μόνο για κάποιες δραστηριότητες, προκειμένου να λειτουργήσει και ως αντίβαρο στην κόπωση της κοινωνίας, και έγινε σε συνδυασμό με το γεγονός ότι υπήρχε αυξανόμενη εμβολιαστική κάλυψη».
Κατά τον κ. Παρασκευή για την διαχείριση του ανοίγματος «ελήφθη υπόψη όχι μόνο η επιδημιολογική εικόνα αλλά και η εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού, καθώς και η πολύ σημαντική παράμετρος της κόπωσης της κοινωνίας δίνοντας ανάσες στους πολίτες κάτι που τελικά είχε θετικό αποτέλεσμα. Επίσης η άρση των μέτρων έγινε σε συνδυασμό με τη χρήση του αυτοδιαγνωστικού ελέγχου που κατά τεκμήριο βοήθησε σημαντικά καθώς πολλές χιλιάδες κρούσματα διαγνώσθηκαν μέσω αυτής της μεθόδου ελέγχου. Έτσι τα self tests αποτέλεσαν ένα σημαντικό μέσο διαχείρισης του τρίτου πανδημικού κύματος και βοήθησε σημαντικά ώστε το άνοιγμα των δραστηριοτήτων να γίνει με ασφάλεια».
Πού βρισκόμαστε σήμερα και πόσο άμεσα εφικτό είναι να μειωθούν περαιτέρω τα κρούσματα; Σε αυτό το ερώτημα η απάντηση είναι, κυρίως, μία. Οι εμβολιασμοί και το ποσοστό ανοσίας στην κοινωνία.
«Η πτωτική τάση είναι σημαντική και όσο αυξάνεται η εμβολιαστική κάλυψη θα μειώνεται ακόμη περαιτέρω. Αναμφίβολα, λοιπόν, ο εμβολιασμός θα έχει ακόμη μεγαλύτερη θετική επίδραση σε ότι αφορά τη μείωση των κρουσμάτων και είναι πολύ πιθανό, προς το τέλος του μήνα να έχουμε πολύ χαμηλά νούμερα χωρίς να μπορούμε να πούμε με ακρίβεια ποιος θα είναι αυτός ο αριθμός» επεσήμανε ο κ. Παρασκευής.
Ωστόσο, η μεγάλη μετακίνηση τουριστών και επισκεπτών στους καλοκαιρινούς προορισμούς αυξάνει στατιστικά την πιθανότητα να δούμε τις προσεχείς εβδομάδες κάποιες τοπικές εξάρσεις της πανδημίας.
Η πρώτη απάντηση του Δημήτρη Παρασκευή είναι «ψυχραιμία». «Το καλοκαίρι υπάρχει πράγματι η πιθανότητα να έχουμε κάποιες τοπικές εξάρσεις λόγω του μεγάλου αριθμού των επισκεπτών και των συνθηκών που θα κυριαρχούν κατά τη θερινή περίοδο. Παρόλα αυτά δεν μας ανησυχούν ιδιαίτερα καθώς η εμβολιαστική κάλυψη θα είναι μεγάλη στον τοπικό πληθυσμό και στις ευπαθείς ομάδες, ενώ ο έλεγχος των τουριστών - επισκεπτών είναι πολύ πιο εκτεταμένος σε σχέση με το καλοκαίρι του 2020» τονίζει, συμπληρώνοντας ότι «ένα μεγάλο ποσοστό των τουριστών είναι επίσης εμβολιασμένο».
Και επανήλθε: «Το πιο πιθανό, λοιπόν, είναι να δούμε εξάρσεις χωρίς να δούμε ανάλογη αύξηση στον αριθμό νοσηλειών. Σε κάθε περίπτωση είμαστε σε επαγρύπνηση και θα υπάρξουν άμεσα μέτρα για να ελεγχθεί μια πιθανή έξαρση η οποία αν συμβεί θα αφορά, κυρίως, νέους ανθρώπους που θα βρίσκονται σε διακοπές».
Πάντως το μεγάλο στοίχημα που φαίνεται να κερδίζουμε σήμερα μέσω των εμβολιασμών και τα αποτελέσματα του οποίου θα φανούν πιο ξεκάθαρα τον ερχόμενο χειμώνα, δεν έχει καταφέρει να μετριάσει τον φόβο και την αγωνία της κοινωνίας όσον αφορά τις μεταλλάξεις και το πως αυτές θα μας επηρεάσουν ιδίως όταν ο καιρός κρυώσει. Σε αυτό ο κ. Παρασκευής απαντά: «Ο φετινός χειμώνας θα αποτελεί μια πιο ελεγχόμενη περίοδο σε σχέση με πέρυσι, λόγω του εμβολιασμού. Οι κρίσιμες παράμετροι είναι η εμβολιαστική κάλυψη στο γενικό πληθυσμό και ειδικότερα το ποσοστό κάλυψης στις ευπαθείς ομάδες, απ΄ όπου θα καθοριστεί το ύψος των νοσηλειών, ενώ φέτος σε σχέση με τον χειμώνα του 2020 έχουμε και άλλα μέσα στη διάθεσή μας εκτός από τα εμβόλια. Αυτά περιλαμβάνουν τον αυτοδιαγνωστικό έλεγχο και τη μεγαλύτερη εμπειρία μας στη διαχείριση των κρίσεων και γι’ αυτό εκτιμάται ότι η φετινή περίοδος θα είναι σαφώς καλύτερη από τον περσινό χειμώνα. Τυχόν κρούσματα θα αφορούν, κυρίως, τους ανεμβολίαστους τα οποία ευελπιστούμε στην πλειονότητά τους να μην αφορούν τις ευπαθείς ομάδες» συμπλήρωσε ο καθηγητής.
Τέλος, σε σχέση με τις μεταλλάξεις ο κ. Παρασκευής σημειώνει ότι τα υπάρχοντα στελέχη στην κοινότητα δεν φαίνεται να ακυρώνουν την αποτελεσματικότητα των εμβολίων. «Για κάποια στελέχη η αποτελεσματικότητα των εμβολίων είναι ελαφρώς μειωμένη αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι ευεργετικές ιδιότητες των εμβολίων παύουν να υφίστανται. Από την μέχρι σήμερα εμπειρία μας δεν υπάρχει κάποιο στέλεχος που να ακυρώνει πλήρως την προστατευτική δράση των εμβολίων. Όσοι έχουν εμβολιαστεί ή προηγουμένως μολυνθεί με τον κορονοϊό διαθέτουν έστω και μερική ανοσία έναντι των μεταλλαγμένων στελεχών, ενώ οι θάνατοι σε εμβολιασμένους αφορούν ένα πολύ μικρό ποσοστό ατόμων στους οποίους η ανοσία δεν είναι σε ικανοποιητικά επίπεδα» κατέληξε.