Συνεχίζονται οι δημόσιες παρεμβάσεις δικαστών και εισαγγελέων, σε ανώτερο και ανώτατο μάλιστα επίπεδο, με αφορμή την προ ημερών παρέμβαση της Ένωσης Διακστών και Εισαγγελέων (ΕΔΕ) σχεικά με την υπόθεση του Δημήτρη Κουφοντίνα αλλά και αναφορικά με την υπόθεση του Δημήτρη Λιγνάδη, μετά τις δηλώσεις του συνηγόρου του, κ. Κούγια, πως θα υποβάλλει αναφορές σε βάρος δικαστικών λειτουργών που τη χειρίστηκαν.
Το πρωί της Παρασκευής, δύο αντιπρόεδροι του Αρείου Πάγου, ένας αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου και τέσσερις αρεοπαγίτες, με κοινή ανακοίνωσή τους, τάχθησαν υπέρ της πολυσυζτημένης ανακοίνωσης της ΕΔΕ για τον κρατούμενο απεργό πείνας.
Οι δικαστές που υπογράφουν την ανακοίνωση είναι μέλη της ΕΔΕ, και αναφέρουν ότι το περιεχόμενο της ανακοίνωσης της Ένωσής τους, «ανταποκρίνεται στους καταστατικούς σκοπούς και τιμά το δικαστικό Σώμα».
Τo κείμενο της ανακοίνωσης έχει ως εξής:
«Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, της οποίας είμαστε μέλη, εξασφάλιζε διαχρονικά σε κάθε μέλος της το δικαίωμα να συμμετέχει και να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του σε κάθε ζήτημα που αφορά τη Δικαιοσύνη και τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως τούτο προτάσσεται και στο ''Προoίμιον'' του καταστατικού της ως βασική και θεμελιώδης αρχή της Ενώσεως. Επομένως, κάθε ανακοίνωση που έχει έναν τέτοιο στόχο και μια τέτοια κατεύθυνση, ανταποκρίνεται στους καταστατικούς σκοπούς και τιμά το δικαστικό Σώμα».
Την ανακοίνωση υπογράφουν:
«Ειρήνη Καλού, αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου,
Δήμητρα Κοκοτίνη, αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου,
Διονυσία Μπιτζούνη, αρεοπαγίτης,
Γεώργιος Παπαηλιάδης, αρεοπαγίτης,
Σταματική Μιχαλέτου, αρεοπαγίτης,
Αννα Φωτοπούλου, αρεοπαγίτης και
Ιωάννης Κωνσταντινόπουλος, αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου».
Υπενθυμίζεται πως η ΕΔΕ είχε «απευθύνει έκκληση στην Πολιτεία να αναθεωρήσει τη στάση της στο ζήτημα της μεταχείρισης του κρατουμένου Δ. Κουφοντίνα, του οποίου η ζωή κινδυνεύει άμεσα μετά από πολυήμερη απεργία πείνας και δίψας και να λάβει όλα τα νόμιμα μέτρα για την προστασία της ζωής και της υγείας του», μεταξύ άλλων.
Ακολούθησε η κοινή ανακοίνωση που εξέδωσαν η πρόεδρος και ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Αγγελική Αλειφεροπούλου και Βασίλης Πλιώτας, με αφορμή τόσο την παραπάνω ανακοίνωση της ΕΔΕ όσο και τις «διατυπούμενες δημοσίως επικρίσεις εναντίον δικαστικών εν γένει αρχών για το χειρισμό εκκρεμών υποθέσεων».
Οι δύο λειτουργοί της Δικαιοσύνης αναφέρουν ότι η Δικαιοσύνη εκφράζεται αποκλειστικά και μόνον μέσα από τις ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένες αποφάσεις των αρμόδιων δικαστικών σχηματισμών και όχι από άτομα ή φορείς, που δικαιούνται μεν να διατυπώνουν τις σκέψεις τους και την προσωπική τους γνώμη δημόσια, δεν αποτελούν όμως θεσμοθετημένα δικαιοδοτικά όργανα.
Η παρέμβαση της κ. Αλειφεροπούλου και του κ. Πλιώτα, έχει ως ακολούθως:
«Ενόψει αναφυεισών διαφωνιών και αντεγκλήσεων στους κόλπους των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών σχετικά με το περιεχόμενο πρόσφατου δελτίου τύπου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, επισημαίνεται, ότι η Δικαιοσύνη, ως ανεξάρτητη λειτουργία και πυλώνας της Δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου, εκφράζεται αποκλειστικά και μόνον μέσα από τις ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένες αποφάσεις των αρμόδιων δικαστικών σχηματισμών - οι οποίες υπόκεινται σε έλεγχο κατά τον προβλεπόμενο από το νόμο τρόπο - και όχι από άτομα ή φορείς, που δικαιούνται μεν να διατυπώνουν τις σκέψεις τους και την προσωπική τους γνώμη δημόσια, δεν αποτελούν όμως θεσμοθετημένα δικαιοδοτικά όργανα.
Εξάλλου, με αφορμή διατυπούμενες δημοσίως επικρίσεις εναντίον δικαστικών εν γένει αρχών για το χειρισμό εκκρεμών υποθέσεων, τονίζεται ότι οι δικαστές και εισαγγελείς, έχοντας επίγνωση του ιδιαίτερου θεσμικού τους ρόλου και με διασφάλιση της ανεξαρτησίας τους από τις εγγυήσεις που τους παρέχει το Σύνταγμα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, επιτελούν την αποστολή τους, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, με εντιμότητα, αμεροληψία και αντικειμενικότητα, απερίσπαστοι και ανεπηρέαστοι από ευκαιριακά δυσμενή σχόλια, περιστασιακούς επαίνους ή άδικες επιθέσεις, όταν δέχονται αυτές υπό το μανδύα της κριτικής, αντιπαρερχόμενοι κάθε προσπάθεια επηρεασμού και αυτής ακόμη της προσωπικής τους στοχοποίησης, με νηφαλιότητα, θάρρος, γενναιότητα και αυτοπεποίθηση και με οδηγό, πάντοτε, το νόμο και τη συνείδησή τους.
Τυχόν αστοχίες ή και καταλογιστές υπαίτιες συμπεριφορές των ιδίων (δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών) υπόκεινται σε θεσμικό δικαστικό έλεγχο στα πλαίσια των προβλεπόμενων από το νόμο διαδικασιών».
Αξίζει να αναφερθεί πως πλην της Ένωσης Διακστών και Εισαγγελέων, τοποθετήσεις για τα δύο ζητήματα που κύρια απσχολούν την επικαιρότητα υπήρξαν και από την Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος, καθώς και από Δικηγορικούς Συλλόγους, μεμονωμένους δικηγόρους και νομικούς, όπως και από κινήσεις και πρωτοβουλίες πολιτών.