Σύμφωνα με την επίμαχη διάταξη του άρθρου54 του Πολυνομοσχεδίου του ΥΠΕΣ«διανυθείσα ή διανυόμενη θητεία σε θέση Αντιπροέδρου ή απλού μέλους (Ανεξάρτητης Αρχής) δεν κωλύει τον διορισμό του για πλήρη θητεία σε θέση υψηλότερης βαθμίδας της ίδια Αρχής. Σε μια τέτοια περίπτωση, δεν επιτρέπονται περισσότερες από δύο θητείες συνολικά». Με τη διάταξη αυτή τροποποιείται η πρόσφατη (Φεβρουάριος 2021) αντίθετη πρόβλεψη του άρθρου 49 του Ν. 4779/2021 σύμφωνα με την οποία «σε περίπτωση θανάτου ή παραίτησης (μέλους Ανεξάρτητης Αρχής)…διορίζεται νέο μέλος για εξαετή θητεία».
Σύμφωνα με τηρύθμισητου Φεβρουαρίου του 2021, της οποίας προτείνεται η κατάργηση, δίχως αυτό να ομολογείται ρητά, η Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής μπορούσε να επιλέξει μόνο «νέα μέλη» σε Ανεξάρτητη Αρχή εάν είχε προηγηθεί η παραίτηση εν ενεργεία μελών σε «διανυόμενη θητεία». Η σαφής πρόθεση του νομοθέτη ήταν νακαλύπτονται οι κενές θέσεις μόνο από «νέα μέλη», που δεν τελούν δηλαδή σε οργανικό σύνδεσμο με την Αρχή, και να αποκλείονται από τυχόν «προαγωγή» όσα μέλη «διανύουν», που δεν έχουν ολοκληρώσει δηλαδή, τη θητεία τους σε αυτή και τούτο προκειμένου να μην θίγεται η «δομική ανεξαρτησία» της. Έτσι,η μοναδική δυνατότητα που προβλεπόταν για τα ήδη υπηρετούντα μέλη ήταν να υποβάλλουν αίτηση για «τριετή παράταση» της θητείας τους (μετά από την ολοκλήρωσή της), βάσει του προσφάτως ψηφισθέντος Ν. 4765/2021 (νέος Νόμος για το ΑΣΕΠ).
Με την πρόβλεψη του προτεινόμενου άρθρου 54 εξαφανίζεται μέσα σε ένα μόλις μήνα και «στα μουλωχτά» το αρχικό κώλυμα που θέσπιζε ο Ν. 4779/2021 ως εκτελεστικός της νέας διάταξης του άρθρου 101Α του αναθεωρημένου Συντάγματος.Πρόκειται για μια ανεπίτρεπτα «φωτογραφική» κάλυψη συγκεκριμένων προσώπων-μελών του ΑΣΕΠ, που ανατρέπει αιφνιδιαστικά την αρχική επιλογή να τεθούν φραγμοί στην εσωτερική ιεραρχική εξέλιξη των μελών των Ανεξαρτήτων Αρχών, διαρκούσης της θητείας τους, προκειμένου να αποτρέπεται ο αθέμιτος επηρεασμόςτους από τις εκάστοτε κυβερνητικές πλειοψηφίες. Ο περιορισμός, που καταργείται με τη «φωτογραφική» διάταξη, αποκτά στην πραγματικότητα ακόμη μεγαλύτερη εγγυητική αξίαμετά την τελευταία αναθεώρηση που μείωσε σημαντικά την απαιτούμενη πλειοψηφία για την ανάδειξη της ηγεσίας των Αρχών από τη Διάσκεψη των Προέδρων, καθώς εφεξής, αρκούν τα 3/5 των μελών του οργάνου, αντί των 4/5 κατά το παλαιό άρθρο 101Α Συντ, για να οριστεί Πρόεδρος στο ΑΣΕΠ, δηλαδή πρακτικά αρκεί η συμφωνία της Κυβέρνησης με ένα μικρότερο κόμμα για να επιλεγεί η ηγεσία όλων των συνταγματικά κατοχυρωμένων Αρχών.
Η ρύθμιση του άρθρου 54 ελέγχεται για αντισυνταγματικότητα, στο μέτρο που ανατρέπει τις ισχύουσες συνταγματικές εγγυήσεις «προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας» των μελών των Ανεξάρτητων Αρχών (άρθρο 101Α Συντ), για τους παρακάτω λόγους:
α) Παραβιάζεται ο κανόνας περί «ορισμένης θητείας» αυτών των μελών, στο μέτρο που διακόπτεται η εξαετής θητεία τους κατά το χρόνο που διανύεται για να ξεκινήσει μια νέα πλήρης εξαετής θητεία με δυνατότητα μάλιστα παράτασης τριών ετών σύμφωνα με τα οριζόμενα στον τελευταίο Νόμο για το ΑΣΕΠ (Ν. 4765/2021). Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ένα μέλος Ανεξάρτητης Αρχής μπορεί να παραμένει και να δραστηριοποιείται σε αυτήν για ένα χρονικό διάστημα μέχρι και δεκαοκτώ ετών (!!!), εάν αθροιστούν οι δύο επιτρεπόμενες θητείες τους με το επιτρεπόμενο χρονικό διάστημα της παράτασής τους. Πρόκειται για μια κραυγαλέα περίπτωση «αναδιπλασιασμού» της θητείας δια της πλαγίας οδού, που συνιστά κατάφωρη «καταστρατήγηση του Συντάγματος», καθώς χωρίς εκ των προτέρων γνωστά κριτήρια ανατρέπεται πλήρως ο κανόνας της «ορισμένης θητείας» των μελών μιας Αρχής που θεσπίζει το άρθρο 101Α του Συντάγματος.
β) Νομιμοποιείται η ωμή παρέμβαση της Κυβέρνησης στο εσωτερικό της λειτουργίας των Ανεξάρτητων Αρχών, στο μέτρο που διακόπτεται η «διανυόμενη» και συνταγματικά «ορισμένη θητεία» των υπηρετούντων μελών και Αντιπροέδρων, οι οποίοι «ανταμείβονται» για τις υπηρεσίες που προσέφεραν στην κυβερνητική πλειοψηφία και αναβαθμίζονται σε θέσεις Αντιπροέδρων και Προέδρου αντιστοίχως. Οι εγγυήσεις προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας του άρθρου 101Α Συντ. εξανεμίζονται στο βαθμό που η Κυβέρνηση μπορεί ανά πάσα στιγμή να επιβραβεύει τους «αρεστούς» προς αυτήν και να «ανανεώνει» ανεπίτρεπτα τη θητεία τους (παρά τη συνταγματική απαγόρευση), αναβαθμίζοντάς τους μάλιστα σε υψηλότερες ηγετικές βαθμίδες σε αντάλλαγμα για τις «υπηρεσίες» τους. Έτσι, αντί πραγματικά Ανεξάρτητων Αρχών έναντι της εκτελεστικής εξουσίας, δημιουργούνται παγιωμένα κυβερνητικά ή κομματικά «υποχείρια» διάρκειας μέχρι και δεκαοκτώ ετών, αλλοιώνοντας πλήρως τη φυσιογνωμία τους ως θεσμών εξισορρόπησης της εκτελεστικής εξουσίας και ακυρώνοντας τις προδιαγραφές τους να λειτουργούν ως συνταγματικά «αντίβαρα» σε συγκεκριμένες κομματικές και κυβερνητικές πλειοψηφίες.
Περαιτέρω, η νομοθετική μεθόδευση της κυβερνητικής πλευράς και η «καταστρατήγηση του Συντάγματος» για την ανάδειξη της νέας ηγεσίας του ΑΣΕΠ προδίδουν την έντονη διάθεση χειραγώγησης της Αρχής και της αγνόησης της θεμελιώδους συνταγματικής θεσμικής προϋπόθεσης της αναζήτησης ευρύτερων συναινέσεων για τη στελέχωσή της. Το γεγονός αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία καθώς θίγεται ως προς τη συνταγματική του υπόσταση ένας θεσμός που έχει εδραιωθεί στη συνείδηση των πολιτών ως προπύργιο της αξιοκρατίας και της αντικειμενικότητας. Η επιδίωξη της «συναίνεσης» ως προς τη συγκρότηση των συνταγματικά κατοχυρωμένων Ανεξάρτητων Αρχών δεν αποτελεί, εξάλλου, ζήτημα «γούστου» ή υποκειμενικής προδιάθεσης της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας, όπως προδίδουν οι δημόσιες τοποθετήσεις του Υπουργού Εσωτερικών, αλλά θεμελιώδη συνταγματική επιταγή που οριοθετεί και αποτρέπει την «ωμή» επιβολή της αρχής της πλειοψηφίας των 3/5 από το όργανο της Διάσκεψης των Προέδρων. Στο ίδιο πλαίσιο, ως ασύμβατες με τη συνταγματικά επιβεβλημένη επιδίωξη της συναίνεσης αξιολογούνται και τυχόν κυβερνητικές «υποδείξεις»προς τα κόμματα της αντιπολίτευσης που επιχειρούν να «κατευθύνουν» τις προτάσεις τους για τη στελέχωση της Αρχής, ανατρέποντας κάθε ισχύουσα κοινοβουλευτική πρακτική και αγνοώντας την ίδια τη συνταγματική κατοχύρωση της αρχής του πολυκομματισμού ως θεμελίου της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Από γενικότερη άποψη, τέλος, ελάχιστα θεσμικά ατοπήματα είναι συγκρίσιμα, ως προς τη σοβαρότητά τους, με την πρόωρη λήξη της θητείας και τη δυνατότητα «προαγωγής» μελών Ανεξάρτητης Αρχής, χωρίς μάλιστα να προβλεφθεί μεταβατικό καθεστώς που θα επέτρεπε στα υφιστάμενα μέλη να ολοκληρώσουν τη θητεία τους.
Η προτεινόμενη ρύθμιση είναι καταφανώς αντίθετη και με τις απαιτήσεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφορικά με τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας των μελών των Ανεξάρτητων Αρχών και την τήρηση των αρχών της σαφήνειας και της διαφάνειας που πρέπει να διέπουν τους κανόνες και τις διαδικασίες επιλογής, πρόσληψης ή διορισμού τους. Η αντίθεσή της συνίσταται προεχόντως στο γεγονός ότι κατατείνει στην πρόωρη διακοπή της θητείας μελών, είτε πρόκειται για Αντιπροέδρους είτε για Συμβούλους, προκειμένου αυτά να «προαχθούν» σε θέσεις Προέδρου ή Αντιπροέδρων αντιστοίχως, για λόγους, όμως, που δεν είχαν οριστεί εκ των προτέρων στη νομοθεσία.
Αξίζει να σημειωθεί η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να αντιληφθούμε το μέγεθος του ατοπήματος. Πιο συγκεκριμένα, το ΔΕΕ αναφορικά με Ανεξάρτητες Αρχές που εγγυώνται την προστασία των προσωπικών δεδομένων, αποφαίνεται ρητά ότι «αν επιτρεπόταν σε κάθε κράτος-μέλος να θέσει τέρμα στη θητεία αρχής ελέγχου πριν την αρχικώς προβλεπόμενη λήξη της κατά παράβαση των κανόνων και των εγγυήσεων που έχουν προβλεφθεί προς αυτόν τον σκοπό από την εφαρμοστέα νομοθεσία», θα θιγόταν ο ίδιος ο «πυρήνας» της ανεξαρτησίας τους. Κι αυτό γιατί είτε η «προσδοκία» είτε η «απειλή»της πρόωρης διακοπής, «θα μπορούσε να οδηγήσει σε μιας μορφής υπακοή της στην πολιτική εξουσία, ασυμβίβαστη με την απαίτηση περί ανεξαρτησίας». Και προσθέτει το ΔΕΕ: «Τούτο ισχύει ακόμα και όταν ο πρόωρος τερματισμός της θητείας αποτελεί συνέπεια της αναδιαρθρώσεως ή της αλλαγής θεσμικού πλαισίου (όπως εν προκειμένω), τα οποία αμφότερα πρέπει να δρομολογηθούν κατά τρόπο ώστε να πληρούνται οι απαιτήσεις περί ανεξαρτησίας που θέτει η εφαρμοστέα νομοθεσία. Επιπροσθέτως, σε τέτοια περίπτωση, η αρχή ελέγχου δεν θα μπορούσε να εκληφθεί ως δυνάμενη να λειτουργήσει, υπό οιεσδήποτε συνθήκες, υπεράνω κάθε υποψίας μεροληψίας. Η απαίτηση περί ανεξαρτησίας ...πρέπει, συνεπώς, να ερμηνευθεί κατ’ ανάγκην ως περιλαμβάνουσα την υποχρέωση σεβασμού της θητείας των αρχών ελέγχου μέχρι της λήξεώς της και του μη πρόωρου τερματισμού της παρά μόνον κατόπιν των κανόνων και των εγγυήσεων της εφαρμοστέας νομοθεσίας ... Η αλλαγή θεσμικού πλαισίου δεν μπορεί αφ’ εαυτής να δικαιολογήσει αντικειμενικώς τον τερματισμό της θητείας του προσώπου που κατείχε το αξίωμα ...χωρίς τη λήψη μεταβατικών μέτρων τα οποία θα επέτρεπαν τη διασφάλιση του σεβασμού της διάρκειας της θητείας του» .
Η συνδυαστική ερμηνεία της ενωσιακής νομοθεσίας και νομολογίας με τις εγγυήσεις του άρθρου 101Α του Συντάγματος, οδηγούν στο αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα ότι η επίμαχη νομοθετική ρύθμιση δεν γίνεται ανεκτή, διότι δεν διασφαλίζει την ανεξαρτησία του ΑΣΕΠ, πολλώ δε μάλλον όταν δεν έχει προβλεφθεί κανενός είδους μεταβατικό πλαίσιο για την ολοκλήρωση της ήδη «διανυόμενης θητείας» των μελών των Αρχών. Το Σύνταγμα επιβάλλει, κατά το παράδειγμα της προαναφερθείσας νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την υποχρέωση σεβασμού της θητείας των μελών τους μέχρι τη λήξη της και την υποχρέωση αυτή να μην διακοπεί πρόωρα, παρά μόνο βάσει των κανόνων που είναι εκ των προτέρων γνωστοί. Συνεπώς, κατά το Σύνταγμα, αλλαγή του θεσμικού πλαισίου δεν μπορεί από μόνη της να δικαιολογήσει τον πρόωρο τερματισμό της θητείας μέλους Αρχής,εάν δεν ληφθούν μεταβατικά μέτρα, τα οποία θα επέτρεπαν τη διασφάλιση του σεβασμού της διάρκειας της θητείας του. Ο νομοθέτης όφειλε, κατά τα προαναφερθέντα, να σεβαστεί τη θητεία των μελών του ΑΣΕΠ μέχρι τη λήξη της και να μην προβλέψει τη δυνατότητα διακοπής της βάσει κανόνων που δεν ήταν εκ των προτέρων γνωστοί.