Ας ξεκινήσουμε με μερικές διαπιστώσεις. Όταν συμμετέχει κανείς σε μία αγορά, επωμίζεται και ένα ρίσκο. Δε υπάρχει αγορά που να διασφαλίζει μόνο κέρδη. Επίσης, δε μπορεί να προσδοκά πως τα κέρδη τα διαμοιράζονται οι μέτοχοι και τις ζημίες τις πληρώνει εξ ολοκλήρου το κράτος και ο καταναλωτής.
Ούτε γίνεται σε καμία σωστά λειτουργούσα αγορά, να αγοράζει ο καταναλωτής ένα προϊόν και να μαθαίνει εκ των υστέρων ότι το κόστος του είναι τελικά πολλαπλάσιο. Και αν λόγω ακραίων συνθηκών, όπως πράγματι είναι ο πόλεμος στη γειτονιά μας, μπορεί να υπάρξει μία στρέβλωση για ένα μικρό διάστημα, αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει εδώ και κοντά 9 μήνες. Οι αυξήσεις που εμφανίζονται όλο αυτό το διάστημα, μέσω της Ρήτρα Αναπροσαρμογής, στους λογαριασμού ρεύματος, έχουν τινάξει τους προϋπολογισμούς των καταναλωτών (νοικοκυριών και επιχειρήσεων) στον αέρα.
Όμως, η Ρήτρα Αναπροσαρμογής, με βάση τους κώδικες προμήθειας, προϋποθέτει σαφή και ενδελεχή ενημέρωση του καταναλωτή, για το πότε ακριβώς ενεργοποιείται, σε ποιο ύψος μπορεί να φτάσει και πώς επηρεάζει το τελικό ποσό που καλείται να πληρώσει. Αυτό δεν έχει συμβεί. Άλλωστε, η ίδια η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, διαπίστωσε ότι υφίσταται έλλειμμα διαφάνειας ως προς την επιβολή και την ενεργοποίηση της Ρήτρας και ζήτησε μία σειρά από παρεμβάσεις στους προμηθευτές. Ακόμα και σήμερα οι παρεμβάσεις αυτές δεν εφαρμόζονται.
Μπροστά στο σοβαρό αδιέξοδο, ακούμε ότι η Κυβέρνηση έχει σα στόχο να επιβάλει πλαφόν στην είσοδο του συστήματος που διαμορφώνει τις τιμές. Η Κυβέρνηση δηλαδή επεξεργάζεται σενάρια για να επιβληθεί ένα πλαφόν στις τιμές χονδρικής. Κοινός παρονομαστής σε όλα τα σενάρια, η αποζημίωση των ηλεκτροπαραγωγών από το κράτος για τη διαφορά από το πλαφόν έως το κόστος παραγωγής των μονάδων ορυκτών καυσίμων.
Συνεχίζεται δηλαδή η επιδότηση των εταιριών (και της υπέρ κερδοσκοπίας), χωρίς να είμαστε σίγουροι ότι ρυθμίζοντας την είσοδο, θα φτάσει η διατίμηση και στην έξοδο.
Είναι προφανές ότι η Κυβέρνηση, έχοντας καθυστερήσει να λάβει κάποιο σχετικό ρυθμιστικό μέτρο, προσπαθεί να μεταφέρει (άρον άρον) το μοντέλο του πλαφόν στην χονδρική της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, που πήραν την έγκριση εφαρμογής του στη διάρκεια του τελευταίου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (ως εξαίρεση, λόγω χαμηλής διασυνδεσιμότητας με την υπόλοιπη Ευρώπη).
Όμως, η αγορά η δικιά μας δεν είναι ίδια με τις δύο αυτές χώρες. Η πιο βασική διαφορά είναι πως σε αυτές η συμμετοχή του φυσικού αερίου και συνολικά των ορυκτών καυσίμων στο μείγμα τους είναι πολύ μικρή. Και στις δύο χώρες το ποσοστό είναι κάτω από 30%. Στην Ελλάδα, μόνο το φυσικό αέριο είναι στο 45% και μαζί με το λιγνίτη, τα ορυκτά καύσιμα συνολικά είναι πάνω από 57%. Η αποζημίωση δηλαδή θα είναι κοντά πολλαπλάσια στην Ελλάδα από ότι στις άλλες δύο χώρες. Μπορεί η Ελληνική οικονομία να αντέξει να επιδοτεί αυτό το κόστος στους ηλεκτροπαραγωγούς;
H δεύτερη διαφορά είναι πως σε αυτές τις 2 χώρες λειτουργούν πολύ αυστηρά συστήματα ελέγχου και εποπτείας της αγοράς. Στην Ελλάδα αντίθετα υπάρχουν σοβαρά ερωτήματα για το πώς τελικά διαμορφώνεται η τιμή στην χονδρική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, για ποιους λόγους είμαστε σταθερά στις 3 πρώτες θέσεις ακρίβειας από τις αρχές του 2021 μέχρι σήμερα σε όλη την Ευρώπη και γιατί μάλιστα τους περισσότερους μήνες είμαστε οι πιο ακριβοί. Όταν κανείς επιβάλει πλαφόν στην είσοδο του συστήματος, σημαίνει ότι μπορεί με μεγάλη σιγουριά να ελέγξει και την έξοδο. Αλήθεια, ποιος εγγυάται κάτι τέτοιο στην Ελλάδα;
Γιατί λοιπόν δεν προχωράμε σε έναν περισσότερο αποδοτικό τρόπο, που προτείνει και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην εργαλειοθήκη της, χωρίς να χρειάζεται να αιτηθούμε εξαίρεση;
Συγκεκριμένα, να υπάρξει πλαφόν στην έξοδο του συστήματος διαμόρφωσης της τιμής, στη λιανική δηλαδή τιμή. Με αυτόν τον τρόπο εκμηδενίζουμε τη ρήτρα αναπροσαρμογής στο επίπεδο που εμφανίζεται, κρατάμε σταθερά χαμηλά τα τιμολόγια και όλοι οι συντελεστές της αγοράς αναλαμβάνουν ένα μερίδιο στο κόστος. Επιπλέον, υλοποιείται αυτό το μέτρο χωρίς περίπλοκους μηχανισμούς και νέες, σύνθετες παραμέτρους για τις αποζημιώσεις των ηλεκτροπαραγωγών.
Πλαφόν στην λιανική εφαρμόζουν και άλλες χώρες, όπως στη Βρετανία, όπου και αναθεωρείται δύο φορές το χρόνο, και πρόσφατα στη Γαλλία, όπου η κυβέρνηση επέβαλε πλαφόν στις αυξήσεις στις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος για όλους τους καταναλωτές και τις μικρές επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα τα τιμολόγια να έχουν μείνει σταθερά όλο αυτό το διάστημα.
Η Κυβέρνηση άργησε πολύ να οχυρωθεί στο εσωτερικό της, απέναντι σε ένα περιβάλλον υπερ-κερδοσκοπίας και ακραίου πληθωρισμού. Άλλος χρόνος δεν υπάρχει και για αυτό οι λύσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές και άμεσα εφαρμόσιμες. Με το πλαφόν στην λιανική που προτείνουμε στο ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής, η Πολιτεία απαντά κατ’ ευθείαν εκεί όπου υπάρχει η οικονομική αιμορραγία του πολίτη, με τρόπο διαφανή και δίκαιο.
Όσο καθυστερεί η εφαρμογή της πρότασή μας, τόσο περισσότερο «ματώνουν» οι πολίτες και αυξάνονται τα υπερκέρδη των μεγάλων καθετοποιημένων ιδιωτών. Τα υπερκέρδη αυτά εκτιμώνται στην Ευρώπη, με βάση τον Παγκόσμιο Οργανισμό Ενέργειας, στα 200 δις € για το 2022. Και η σύσταση της Επιτροπής είναι να φορολογηθούν. Τα φορολογούν ήδη άλλες χώρες, όπως η Ιταλία και η Ρουμανία. Στην Ελλάδα δεν έχουμε καταφέρει ακόμα να τα υπολογίσουμε. Δεν χρειάζεται να τα αυξήσουμε κιόλας.
(Ο Χάρης Δούκας είναι Αν. Καθηγητής ΕΜΠ, Τομεάρχης Ενέργειας ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής)