Πρώτο: Κανονικά η Φώφη Γεννηματά έπρεπε να αφαιρέσει από τον Ανδρέα Λοβέρδο την εντολή να την εκπροσωπεί στη Βουλή, την ημέρα που η εισαγγελέας Ελένη Τουλουπάκη παρήγγειλε την άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον του.
Την αφορά προσωπικά. Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος εκπροσωπεί τον αρχηγό, όχι το κόμμα. Υπάρχει στη Βουλή αντ’ αυτού και έχει όλα τα προνόμια που δίνει ο Κανονισμός στον επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας.
Απολύτως θεμιτό να τον θέσει σε διαθεσιμότητα – μέχρι να εκκαθαριστεί η υπόθεσή του. Κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος με μια δίωξη στην πλάτη του, δεν είναι και η πιο σοφή επιλογή για κόμμα.
Δεύτερο: Κανονικά τη δικαστική εμπλοκή ενός στελέχους έπρεπε να συνοδεύει η αποστασιοποίηση του κόμματος – με τη δέουσα συνδρομή, ώστε να υπερασπιστεί τον εαυτό του, με τους καλύτερους δυνατούς όρους.
Αλλά στο ελληνικό πολιτικό σύστημα η πυραμίδα έχει αναστραφεί από χρόνια. Η εμπλοκή επισύρει την προστασία του από το κόμμα. Από φορέας νομιμότητας, μετατρέπεται σε λημέρι. Σαν αυτό που έβρισκε καταφύγιο ο λήσταρχος Νταβέλης.
Έτσι η Φώφη κράτησε το Λοβέρδο ως εκπρόσωπο της, ο Μητσοτάκης έδιωξε την Παπακώστα και τον Αντώναρο, όταν ζήτησαν την αυτονόητη διαθεσιμότητα για τον Γεωργιάδη, ο Τσίπρας κατέβασε υποψήφια περιφερειάρχη τη Δούρου, επειδή είχε δίωξη για το Μάτι.
Εδώ είναι Βαλκάνια – και θεωρείται «άδειασμα» το αυτονόητο: στην πολιτική η ευθύνη είναι αντικειμενική. Γι’ αυτό η παραίτηση θεωρείται «παραδοχή ενοχής».
Τρίτο: Κανονικά ο Ανδρέας Λοβέρδος, ως νομομαθής, έπρεπε να απεκδυθεί αυτοβούλως τα κομματικά του αξιώματα, για να μην συνδέσει το κόμμα του με την προσωπική του περιπέτεια. Τα ζητήματα ηθικής είναι αυστηρά προσωπικά.
Έκανε το αντίθετο, φτάνοντας να θέσει και υποψηφιότητα για την ηγεσία. Ήταν άκαιρη σε σχέση με τις εσωκομματικές αρχαιρεσίες, αλλά έγκαιρη ως μήνυμα προς το Δικαστικό Συμβούλιο, που θα κρίνει τη συνέχεια της υπόθεσής του.
Τέταρτο: Κανονικά κατά το νομικό μας πολιτισμό και τη θεσπισμένη νομοθεσία, κανείς δεν θεωρείται ένοχος χωρίς τελεσίδικη δικαστική απόφαση. Πόσο μάλλον ένας πολιτικός.
Αλλά στο σκάνδαλο Νοβάρτις οι πολιτικοί κατάργησαν τους κανόνες. Αντί να διευκολύνουν την εισαγγελική έρευνα, ώστε να προκύψει χωρίς δυσκολία ότι δεν έχουν σχέση με όσα τους απέδωσαν μαρτυρίες, καταγγελίες και ενδείξεις, εξαπέλυσαν ολοκληρωτικό και ανίερο πόλεμο κατά των εισαγγελέων. Σε άλλη χώρα παραπέμπονταν για αυτό.
Συμπέρασμα: Συνιστά πράξη εξυγίανσης της πολιτικής -και των εσωκομματικών διεργασιών- ότι η Γεννηματά απάλλαξε τον συγκεκριμένο βουλευτή από την ιδιότητα του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου. Ότι δεν το εξήγησε είναι η εξήγηση.
Εκτός από τη δίωξη και τα συναφή, θα μπορούσε να το έχει κάνει όταν, ως συγγραφέας, ο πρώην εκπρόσωπος αποκάλυπτε την αντικομματική συνεργασία του με… βουλευτές αντίπαλου κόμματος.
Σε εποχές που αναζητείται η κανονικότητα, παραήταν αντικανονική η περίπτωση Λοβέρδου. Ότι η Γεννηματά άσκησε ορθολογικά τα προνόμιά της ως προέδρου, αφαιρεί τοξικότητά από το κόμμα της.