Η Ελλάδα στον μισό και πλέον αιώνα της Γ’ Δημοκρατίας της, είναι «επαρκής» οικονομικός χώρος. Ήταν και πριν από δεκαπέντε χρόνια.
Δεν είχε συστήματα διοίκησης και δικαιοσύνης, το κράτος δεν μπορούσε να μαζέψει ούτε τους βεβαιωμένους φόρους, η παραγωγή και η παραγωγικότητα υστερούσαν, πόροι του προϋπολογισμού των κοινοτικών ταμείων και των τραπεζών διασπαθίζονταν.
Ωστόσο η ιδέα να πάει στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο – όπως προέβλεπαν λίγοι κινδυνολόγοι πολιτικοί, αφού έχασαν την εξουσία – ήταν εξωφρενική.
Άλλωστε υπήρχαν οι κανόνες της Ευρωζώνης, που έβαζαν φρένο στις δημοσιονομικές εκτροπές.
Είχε γίνει το 2004, όταν οι Βρυξέλλες επέβαλαν στην κυβέρνηση Καραμανλή την απογραφή όσων παρέλαβε από την κυβέρνηση Σημίτη.
Η χώρα μπήκε σε επιτήρηση από την οποία βγήκε το 2007 «καθαρή» και με υγιέστερα οικονομικά του κράτους.
Γιατί δεν έγινε το ίδιο το 2009, όταν η κυβέρνηση Παπανδρέου κληρονόμησε από την κυβέρνηση Καραμανλή τα δημοσιονομικά σε εκτροπή; Με υψηλό χρέος, αλλά με ικανότητα να δανείζεται – κατά τα «σπρεντ» της εποχής.
Γιατί οδηγήθηκε σε διεθνή οικονομικό έλεγχο με ταπεινωτικά Μνημόνια, εκχώρησης κυριαρχίας ενώ διέθετε πλούτο – έστω ανεξέλεγκτο – και στις τράπεζες καταθέσεις άνω των 250 δισ. ευρώ;
Αυτή η συζήτηση κινείται ακόμη ανάμεσα στην μια εκδοχή ότι «τη χρεωκόπησε η κυβέρνηση Καραμανλή» και την άλλη ότι «η κυβέρνηση Παπανδρέου την οδήγησε σκόπιμα στην Τρόικα».
Καθώς αμφότερα στον πυρήνα τους έχουν ιδεολογικά και πολιτικά στοιχεία, η απάντηση περιέρχεται στην αρμοδιότητα ιστορικών του μέλλοντος.
Ο ένας από τους δυο πρωταγωνιστές της περιόδου που έγινε η μνημονιακή «τομή» δεν μίλησε ως τώρα. Δεν έχει κάτι να πει; Δεν υπάρχει ακροατήριο να τον ακούσει;
Ή κρίνει πως όσα είναι σε θέση να πει, θα βλάψουν τη χώρα και περιμένει την κατάλληλη στιγμή;
Η αλήθεια πάντως είναι ότι μόλις έναν μήνα πριν από τις εκλογές κατέθεσε από τη ΔΕΘ κυβερνητικό πρόγραμμα με περικοπές – πρωτοφανές για εν ενεργεία Πρωθυπουργό.
Το εκμεταλλεύτηκε ο αντίπαλος του, με το δικό του πρόγραμμα παροχών και τον ισχυρισμό ότι «υπάρχουν λεφτά» για να το χρηματοδοτήσουν.
Κέρδισε άνετα τις εκλογές και εφτά μήνες αργότερα πήγε – ανήμερα στης γιορτής του – στο Καστελόριζο και ανήγγειλε ότι εκχωρεί τη χώρα στους δανειστές της.
Χωρίς περίσκεψη και διάθεση αυτοκριτικής και με άγνοια κινδύνου, ο Γιώργος Παπανδρέου επανήλθε – από το «Βήμα» – με τη θολή θεωρία του: δια του Μνημονίου, ενώ… έσωσε τη χώρα, δεν στηρίχθηκε από τις άλλες πολιτικές δυνάμεις.
Ο ισχυρισμός δεν αντέχει για έναν απλό λόγο: ουδείς του ανέθεσε, με την ψήφο του, να «σώσει» καμία χώρα. Αυτό που του ανατέθηκε ήταν πολύ συγκεκριμένο: να εφαρμόσει το πρόγραμμά του.
Έτσι όπως το διαμόρφωσαν η Διαμαντοπούλου για τις εκλογές του 2007 και η Κατσέλη για το 2009 – και πρόβαλε ο ίδιος ως υποψήφιος πρωθυπουργός.
Αν η κατάσταση που παρέλαβε δεν το επέτρεπε, όφειλε να καταθέσει την εντολή και να ζητήσει νέα, με άλλο πρόγραμμα. Έτσι συνηθίζεται στον κοινοβουλευτισμό.
Κοντολογίς, ο τρίτος των Παπανδρέου αποδείχθηκε μοιραίος όχι γιατί έκαναν λάθος οι άλλοι, αλλά γιατί πρωτίστως ο ίδιος έκανε το λάθος που δεν επιτρέπεται στη Δημοκρατία:
Έλαβε στρατηγικές αποφάσεις για την Ελλάδα, χωρίς σχετική εξουσιοδότηση. Του διαφεύγει ακόμη ότι, ακριβώς γι’ αυτό έγιναν πρόωρες εκλογές.