Το ημερολόγιο γράφει: 13 Αυγούστου 2024. Είκοσι ένα χρόνια από το βράδυ, που η τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, πέρασε την Ελλάδα απέναντι.
Από τότε δύο πράγματα δεν έχουν αλλάξει.
Το πρώτο είναι η παγκόσμια αναγνώριση ότι, υπήρξε η καλύτερη διοργάνωση από την αναβίωση των Αγώνων. Θαύμα, για τη συνήθως αποσυντονισμένη και βραδυπορούσα χώρα, στον νότο των Βαλκανίων.
Το δεύτερο ότι, το γιγαντιαίο κεφάλαιο που αποκτήθηκε εκείνον τον Αύγουστο, έμεινε ανεκμετάλλευτο, τόσο στο εξωτερικό, όσο και -κυρίως- στο εσωτερικό.
Εκτός από την εγκατάλειψη των υποδομών, η πολιτική εξουσία άφησε στη φθορά του χρόνου και τα άυλα κεκτημένα.
Από τον Εθελοντισμό μέχρι τη νέα κουλτούρα που εγκιβωτίσθηκε στην κοινωνία και τις νέες μεθόδους εργασίας και διαχείρισης του κράτους.
Στην ούγια το επίτευγμα είχε το όνομα της Γιάννας Αγγελοπούλου. Στη, σχετικά πρόσφατη, παρουσία του βιβλίου «Η μπαλάντα των Ολυμπιακών Αγώνων» – του υπογράφοντος τη στήλη, από τις «Εκδόσεις Λιβάνη»- ο Βαγγέλης Βενιζέλος, κεντρικός διαχειριστής της προετοιμασίας από τη πλευρά της Πολιτείας, είπε:
– «Η Γιάννα Αγγελοπούλου είναι η μεγάλη κυρία των Ολυμπιακών Αγώνων… Η επιτυχία τους μεγάλωσε την Ελλάδα…».
Χρειάσθηκε να περάσουν χρόνια, για να ηττηθεί η μεταολυμπιακή εκστρατεία πολιτικών, μιντιακών και οικονομικών κέντρων… εναντίον των Αγώνων!
Πρακτικά εναντίον της Αγγελοπούλου. Επειδή άρχισαν να τη φαντασιώνονται, ως εν δυνάμει πολιτικό αντίπαλο. Προκειμένου να αναχαιτιστεί ο «κίνδυνος» παραγκωνισμού τους, ας πάει και το παλιάμπελο.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης υπήρξε ο πρώτος μεταπολυμπιακός Πρωθυπουργός, που φρόντισε να αξιοποιηθεί, έστω με καθυστέρηση ένα Ολυμπιακό έργο.
Παραδίδοντας σε χρήση τις υποδομές της Παιανίας, έδειξε ότι το ολυμπιακό κληροδότημα δεν έχασε τη αξία του, ούτε μετά από δυο δεκαετίες.
Αποτελεί στίγμα ότι μετά τον θρίαμβο του 2024, οι Αγώνες συκοφαντήθηκαν δαιμονοποιήθηκαν ως «ακριβοί», ως γενεσιουργός αίτια της… χρεοκοπίας και ως περιττή υπόθεση ματαιοδοξίας.
Έπρεπε να ακολουθήσε η μελέτη του ΙΟΒΕ -με τον καθηγητή Νίκο Βέττα- δέκα χρόνια αργότερα, για να αλλάξει η ανεστραμμένη πυραμίδα και να αναγορευθεί η διοργάνωση σε εθνική κατάκτηση.
Σ΄ αυτή τη διαδρομή -από τον θρίαμβο, στην εσωτερική υπονόμευση και στην τελική αναγνώριση- μένει ακόμη σε εκκρεμότητα ένα θέμα:
– Πώς αντιμετώπισε η Πολιτεία τη διαπιστωμένη ικανότητα της Γιάννας, να αναμετράται με μεγάλα μεγέθη και να αφιερώνει την επικράτηση στη «συλλογική προσπάθεια των Ελλήνων»;
Σε άλλη χώρα θα της είχαν απονεμηθεί ύψιστες τιμές.
Στην Ελλάδα, κλήθηκε από τον Γ. Παπανδρέου στο συνέδριο του… ΠΑΣΟΚ, όταν ήταν στην αντιπολίτευση- αλλά όχι και όταν κέρδισε τις εκλογές.
Σε ό,τι αφορά τις κυβερνήσεις, επιστρατεύθηκε σε εθνικό ρόλο, πάλι μόνο από τον Μητσοτάκη, το 2019: για τον εορτασμό της 200ετηρίδας του 1821. Παρά τους περιορισμούς της πανδημίας που ακολούθησε, πέτυχε – χωρίς την παραμικρή κρατική δαπάνη.
Ουδείς άλλος Πρωθυπουργός της ανέθεσε ρόλο. Μάλιστα η κυβέρνηση Τσίπρα την ανάγκασε να καταθέσει τον τίτλο της πρέσβειρας επί τιμή, που της είχε απονείμει ο Πάγκαλος, ως υπουργός Εξωτερικών.
Γιατί δεν ορίσθηκε -για παράδειγμα- με διακομματική σύγκλιση, υπουργός Εξωστρέφειας – όπου θα διέπρεπε στην προβολή της χώρας;
Γιατί η σημερινή κυβέρνηση έκανε μικρομεσαίες επιλογές για την προεδρία της Δημοκρατίας και δεν προτίμησε την πιο γνωστή Ελληνίδα στον πλανήτη;
Η απάντηση, 21 χρόνια μετά, είναι η ίδια: το πολιτικό σύστημα ενοχλείται από τους συμβολισμούς του 2004.