Το Σύνταγμα ορίζει ότι «ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ρυθμιστής του Πολιτεύματος».
Καμία συναφής διάταξη δεν επιτρέπει την, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, εμπλοκή του στο πολιτικό παιχνίδι.
Πώς αλλιώς θα μπορούσε να προσωποποιεί την ενότητα του έθνους;
Ορκιζόμενος, αναλαμβάνει ενώπιον της Βουλής την υποχρέωση να φυλάσσει το Σύνταγμα, που τον κρατάει ως ανώτατο πολιτειακό άρχοντα, μακριά από τη μεροληψία και τον κομματισμό.
Ενώπιον του οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας είναι ίσες και απόκλισή του προς τη μια ή την άλλη, ισούται με εκτροπή από τα καθήκοντα του.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν είναι άφωνος, είναι όμως αμέτοχος στην κομματική διαμάχη. Αλλιώς θα φτάναμε κάθε τόσο σε πολιτειακή κρίση.
Για να ενισχύσουν αυτήν την πλευρά της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, τα περισσότερα κόμματα φρόντισαν για την εκλογή Προέδρου διαφορετικής προέλευσης από τη κυβέρνηση -ώστε να μην κλείνει το κύκλωμα εξουσίας.
Ο Στεφανόπουλος, ο Παπούλιας και ο Παυλόπουλος αναδείχθηκαν με αυτήν τη συνθήκη, που κράτησε 25 χρόνια και αποδείχθηκε λυτρωτική σε δύσκολες περιόδους.
Ο Μητσοτάκης έδειξε ότι θα σεβαστεί αυτό το κεκτημένο, αλλά δεν το εννοούσε, όταν πρότεινε την εκλογή της Σακελλαροπούλου. Απλώς είχε τη βεβαιότητα ότι θα ήταν «του χεριού του». Τελικά το παραβίασε με κυνισμό, εκλέγοντας κομματικό Πρόεδρο, με την ελάχιστη πλειοψηφία και ελλιπείς προσωπικές προϋποθέσεις.
Με τον τρόπο εκλογής του, ο Κώστας Τασούλας ενίσχυε τις πιθανότητες να είναι κακός πρόεδρος και πράγματι είναι -αν πάρουμε ως πρώτο δείγμα γραφής του, τη στάση του στην 51η επέτειο της Μεταπολίτευσης.
Κλείνοντας μόλις έξι μήνες στο αξίωμα, είχε την ευκαιρία να δείξει ότι αυτή η εκτίμηση μπορεί να τον αδικεί -αλλά δεν την εκμεταλλεύτηκε.
Αντίθετα, η επίσκεψη του Πρωθυπουργού στο Προεδρικό Μέγαρο, μετά το κυβερνητικό κρεσέντο προπαγάνδας που συνόδευσε την παρουσία του στη ΔΕΘ, τον αποκάλυψε.
Αν η Σακελλαροπούλου αντιλαμβανόταν τον εαυτό της ως κυβερνητική προέκταση, ο διάδοχος της λειτουργεί ως ταπεινός χειροκροτητής του Πρωθυπουργού.
Απάντησε στην αυτοπροβολή Μητσοτάκη, ως ενεργός φορέας αυτής την προπαγάνδας. Εξήρε τις κυβερνητικές ανακοινώσεις -που αμφισβητούνται από τη αντιπολίτευση και μερίδα των ΜΜΕ- ως μάνα εξ ουρανού για την ελληνική κοινωνία.
Μητσοτακικότερος του Μητσοτάκη βρήκε πως «ήταν ανάγκη να ακουστούν μέτρα ανακουφιστικά και για τη νεολαία και για τους συνταξιούχους και για τους πολύτεκνους», βέβαιος ότι ΄ έγιναν δεκτά «με μεγάλη ικανοποίηση».
Υιοθετώντας το κυβερνητικό αφήγημα, είπε ως υποτακτικός: «Ευτυχώς, οι επιτυχίες και η πορεία της οικονομίας επιτρέπουν αυτά τα ανοίγματα» και ότι η κυβερνητική πολιτική «εξασφαλίζει τη χώρα από το να μην περιέλθει πάλι στις περιπέτειες του παρελθόντος».
Πρόσβαλε τη νοημοσύνη του μέσου πολίτη, να αναδεικνύει ο αρχηγός του κράτους ότι, ο Πρωθυπουργός όχι μόνο «διατηρεί τη δημοσιονομική σταθερότητα, ως κόρη οφθαλμού», αλλά δίνει σημασία και «στην πολιτική σταθερότητα».
Σύνθεση όσων είπε ο Μητσοτάκης για τον εαυτό του και παπαγάλισαν ο Άδωνις και άλλοι υπουργοί -κατώτερη του προεδρικού ρόλου.
Ήταν περισσότερο από άκομψο να υποκλίνεται σε ζωντανή μετάδοση ο Τασούλας στον Μητσοτάκη -με ευγνωμοσύνη και κατά παραβίαση της πολιτειακής τάξης.
Αν ζούσε ο Αμερικανός πολιτικός Αντλάι Στίβενσον θα τον τρολάριζε: «Η κολακεία δεν κάνει κακό, αν δεν την εισπνέεις».