Ως υπουργός Εργασίας στην κυβέρνηση Παπανδρέου το 1987, ο Γιώργος Γεννηματάς έλεγε «για τον άνεργο το ποσοστό της ανεργίας είναι 100%».
Με άλλα λόγια το πρόβλημα ανεργίας γι’ αυτόν που το έχει, δεν κρύβεται πίσω από στατιστικές. Άλλωστε όπως έλεγε ο Μαρκ Τουέιν, «υπάρχουν ψέματα, μεγάλα ψέματα και στατιστικές».
Συνδυάζοντας και τα τρία, ο Κυριάκος Μητσοτάκης μιλάει για μείωση της ανεργίας «κάτω από 10% από 18% που παρέλαβε» από τον Τσίπρα. Αποσιωπώντας ότι ο προκάτοχός του την παρέλαβε στο 29%.
Το κλάσμα της «φιλεργατικής» πολιτικής του είναι παραμορφωμένο: Μειώθηκε ο παρονομαστής, με τον εκπατρισμό μεγάλης μερίδας του εργατικού δυναμικού και εγγράφονται στον αριθμητή η ημιαπασχόληση και η εργασία δυο ημερών την εβδομάδα.
Με αντίστοιχο τρόπο παρουσιάζεται και η – ονομαστική αύξηση – του κατώτατου μισθού, παραλείποντας η αγοραστική δύναμη του υποχωρεί. Όσο για τον «μέσο μισθό» είναι τυπική στατιστική έννοια, που δεν αφορά κανέναν. Οι αποδοχές είναι απολύτως προσωπική υπόθεση.
Η κυβέρνηση κρύβει ότι με τους νόμους της, οι εργαζόμενοι έγιναν φτωχότεροι και περισσότερο ευάλωτοι, αφού εξουδετερώθηκαν τα «εργαλεία» πίεσης για καλύτερους όρους: Ο συνδικαλισμός και οι συλλογικές συμβάσεις.
Κατέστη παρωδία η «επιθεώρηση εργασίας», με επιδείνωση συνθηκών εργασίας και ασφάλειας και πύκνωσαν τα εργατικά ατυχήματα – θανατηφόρα συχνότερα από το παρελθόν.
Με την αναστροφής της πυραμίδας των κεκτημένων δικαιωμάτων, επιδεινώνεται ο χρόνος εργασίας. Το αδιαπραγμάτευτο 40ωρο εξελίσσεται σε υπόθεση του εργοδότη – με περιθώριο διαπραγμάτευσης του εργαζόμενου, μόνο στα χαρτιά…
Μετά το δεκάωρο που ο Χατζηδάκης παρουσίαζε ως παροχή… χρόνου για να μαζεύουν ελιές που – δεν – έχουν οι εργαζόμενοι, θεσπίσθηκε το 13ωρο με σε δυο εργοδότες.
Υποκριτικά η Νίκη Κεραμέως εμφανίζει τώρα ως εργατικό προνόμιο ότι το περιορίζει σε έναν εργοδότη.
Οι μεταβολές σε βάρος του εργαζομένου υποκρύπτουν τη διευκόλυνση του εργοδότη να μην πληρώνει υπερωρίες.
Ο ισχυρισμός της «περιπτωσιακής εφαρμογής» και ότι η άρνηση του εργαζομένου δεν μπορεί να τον βλάψει, δεν αποκλείει τις καταχρηστικές πρακτικές του εργοδότη.
Το επιχείρημα ότι… δεν αλλάζει ο ετήσιος χρόνος εργασίας είναι σαθρό: Ποια εταιρία θα δεχόταν να πωλούνται τα προϊόντα με… κυμαινόμενες τιμές – που ορίζουν οι αγοραστές – αλλά με ετήσιο συμψηφισμό;
Κοροϊδεύουν τον κόσμο. Η υπεραπασχόληση δεν είναι ποτέ επιλογή του εργαζόμενου. Ο χρόνος που κερδίζει αποφεύγοντας τη μετακίνηση από τη μια δουλειά στην άλλη, είναι όφελος για τον εργοδότη.
Τις ημέρες που κατέθετε το «εργατοκτόνο» νομοσχέδιο της η Νίκη Κεραμέως, η επικαιρότητα αναδείκνυε περισσότερο το 1,3 εκατομμύριο ευρώ των καταθέσεων της – με τον αναπόφευκτο συμβολισμό του.
Αλλά όταν άνοιξε η συζήτηση στη Βουλή, φάνηκε ότι είναι μια ακόμη μεθόδευση ελαστικοποίησης όχι απλώς του χρόνου εργασίας, αλλά και του ιδίου του εργαζομένου.
Η εξουθένωση δεν αλλάζει, αν συμβαίνει σποραδικά – θα έλεγε ο Γεννηματάς.
Ενώ η κυβέρνηση αποδιαρθρώνει την αγορά εργασίας προς όφελος της εργοδοσίας, στην Ευρώπη επανέρχεται η μείωση των ημερών εργασίας, με τις ίδιες αποδοχές. Όπου το δοκίμασαν αποδίδει, παραγωγικά.
Στην Ελλάδα μια κυβέρνηση που ακούει μόνο από ένα αυτί, επιβάλει διαρκώς μείωση του μισθολογικού κόστους. Και εργοδοτικές ασφαλιστικές ελαφρύνσεις, που μειώνουν τις μέλλουσες συντάξεις των εργαζόμενων…
Χωρίς κανένα συλλογικό όφελος, όπως προκύπτει από τη μείωση στις εξαγωγές προϊόντων, που – δεν – παράγονται.
Με τις βιωμένες ταξικές αντιλήψεις της, η Κεραμέως βάζει την τελευταία ταφόπλακα στο νεκροταφείο της εργασιακής βαρβαρότητας που ονομάζει «ευελιξία».