Οι Ταλιμπάν είναι οι τελικοί νικητές στο πόλεμο του Αφγανιστάν και πλέον προσπαθούν να εδραιώσουν την εξουσία τους, αλλά και να αποκαταστήσουν τις διεθνείς σχέσεις τους.
Βασικός στόχος τους είναι να αναπτύξουν φιλικές σχέσεις με τα δυτικά κράτη, ιδιαίτερα τις χώρες της Ευρώπης, οι οποίες έχουν «παγώσει» τις χρηματοδοτήσεις για την ανοικοδόμηση του Αφγανιστάν. Για να επιτύχουν τις επιδιώξεις τους, θα χρησιμοποιήσουν το δυνατό τους «χαρτί», το οποίο όμως είναι «δίκοπο μαχαίρι» για αυτούς.
Πρόκειται για το εμπόριο οπίου και λευκής παπαρούνας, καθώς στο Αφγανιστάν παράγεται το 95% της ηρωίνης που διακινείται στην Ευρώπη, ενώ η μεταφορά γίνεται μέσω χερσαίων οδών σε ποσοστό 90%. Ταυτόχρονα, η χώρα αποτελεί τον μεγαλύτερο προμηθευτή οπίου στον κόσμο, καθώς διαθέτει σχεδόν το μονοπώλιο στην παγκόσμια καλλιέργεια.
Μάλιστα, η πανδημία του κορονοϊού και οι απαγορεύσεις στις μετακινήσεις -ιδιαίτερα στις αεροπορικές- σε συνδυασμό με τα καθολικά lockdown, εκτίναξαν στα ύψη, τόσο την ζήτηση των ναρκωτικών, όσο και την τιμή τους. «Πρωταθλητής» αναδείχθηκε το όπιο με την ζήτηση να αυξάνεται σε σημαντικό βαθμό, ώστε να πολλαπλασιαστούν οι καλλιέργειες για να καλυφθεί οποιοδήποτε κενό στην αγορά.
Παρόλα αυτά, η τελική απόφαση που πρέπει να λάβουν οι Ταλιμπάν δεν είναι εύκολη, καθώς έχουν διαλέξουν ανάμεσα σε δύο επιλογές.
Πρώτον, απαγορεύουν το εμπόριο ναρκωτικών και αποκαθιστούν τις διεθνείς σχέσεις τους, με αποτέλεσμα να ανοίξει ο δρόμος για οικονομική βοήθεια από το εξωτερικό. Ρισκάρουν όμως με την κοινωνική κατακραυγή στη χώρα τους, καθώς χιλιάδες εξαρτώνται οικονομικά από το εμπόριο ναρκωτικών. Παράλληλα, χάνουν ένα σημαντικό μέρος της χρηματοδότησης τους, ενώ διαταράσσονται οι σχέσεις που έχουν με γειτονικές οργανώσεις, όπου συμμετέχουν στο εμπόριο ναρκωτικών.
Δεύτερον, προωθούν το εμπόριο οπίου με αποτέλεσμα να απομονωθούν διεθνώς και να βρεθούν μόνοι, αντιμέτωποι με μια ανθρωπιστική κρίση στη χώρα, η οποία είναι ούτως ή άλλως προ των πυλών. Στον αντίποδα όμως, κερδίζουν χρήματα αλλά και την υποστήριξη γειτονικών οργανώσεων.
Καλλιέργειες οπίου και εμπόριο
Στο Αφγανιστάν η καλλιέργεια οπίου υπάρχει αρκετούς αιώνες, όμως ανθίζει την δεκαετία του 1970 και αρχικά κορυφώνεται με την εισβολή της ΕΣΣΔ το 1979.
Οι Μουτζαχεντίν αρχίζουν να καλλιεργούν μεγάλες ποσότητες στα σύνορα με το Πακιστάν, ώστε να βρουν χρήματα για όπλα, που έχουν ανάγκη στον πόλεμο εναντίων των Σοβιετικών.
Η κατάσταση όμως αρχίζει και βγαίνει εκτός ελέγχου, όταν λαμβάνουν στρατιωτική υποστήριξη από τις ΗΠΑ και πλέον μπορούν ανενόχλητοι να «επενδύουν» αλλού τα χρήματα από το όπιο, καθώς δεν έχουν ανάγκη από όπλα.
Έπειτα, η παραγωγή της λευκής παπαρούνας αποκτά βασική θέση στην οικονομία της χώρας και σπάει όλα τα ρεκόρ με την παραγωγή να αυξάνεται έως και 9 φορές, όταν οι Ταλιμπάν αναλαμβάνουν την εξουσία το 1996.
Έπειτα, όμως από διεθνείς κυρώσεις και απομονωμένοι, οι Ταλιμπάν απαγορεύουν το 2000 την παραγωγή οπίου, ενώ καταστρέφουν σχεδόν όλες τις καλλιέργειες στο Αφγανιστάν.
Το πλήγμα που δέχονται, τόσο σε οικονομικό, όσο και σε πολιτικό επίπεδο, είναι αρκετά βαθύ όμως, ενώ αναλυτές υποστηρίζουν πως είναι μία από τις βασικές αιτίες που οδηγούν στη γρήγορη πτώση του Ισλαμικού καθεστώτος το 2001 με την εισβολή των ΗΠΑ.
Από το 2002 μέχρι και σήμερα, οι Ταλιμπάν υποστηρίζουν ξανά το εμπόριο οπίου, από το οποίο πλέον εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό οικονομικά.
Τα χρήματα από τις λευκές παπαρούνες
Η φράση «τα παράνομα ναρκωτικά είναι μεγαλύτερη βιομηχανία της χώρας (σ.σ. του Αφγανιστάν) εκτός από τον πόλεμο», ανήκει στον πρώην σύμβουλο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Μπάρνετ Ρούμπιν και συνοψίζει την κατάσταση που επικρατεί σχετικά με τα κέρδη από την συγκεκριμένη δραστηριότητα.
Έρευνα από το Γραφείο για τα Ναρκωτικά και το Έγκλημα των Ηνωμένων Εθνών (UNODC) τονίζει πως η καλλιέργεια οπίου είναι μια σημαντική πηγή απασχόλησης στο Αφγανιστάν και ότι το 2019 η συγκομιδή οπίου παρείχε σχεδόν 120.000 θέσεις εργασίας
Το εκτιμώμενο ρεκόρ παραγωγής οπίου καταγράφεται το 2017 με 9.900 τόνους αξίας περίπου 1,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων ή περίπου 7% του ΑΕΠ του Αφγανιστάν, αναφέρει το UNODC, υπολογίζοντας τη συνολική παράνομη οπιοειδή οικονομία της χώρας εκείνο το έτος σε 6,6 δισεκατομμύρια δολάρια.
Παράλληλα, αξιωματούχοι του ΟΗΕ επισημαίνουν ότι οι Ταλιμπάν πιθανότατα κέρδισαν περισσότερα από 400 εκατομμύρια δολάρια μεταξύ του 2018 και του 2019 από το εμπόριο ναρκωτικών ενώ πιστεύεται ότι αντλούν έως και το 60% των ετήσιων εσόδων τους από παράνομα ναρκωτικά.
Επίσης, σύμφωνα με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, οι Ταλιμπάν κερδίζουν μέσω φόρων στην καλλιέργεια οπίου και έμμεσα μέσω της μεταποίησης και της εμπορίας. Σύμφωνα με πληροφορίες, εισπράττεται φόρος καλλιέργειας 10% από τους καλλιεργητές οπίου, ενώ εισπράττονται φόροι από τα εργαστήρια μετατροπής του οπίου σε ηρωίνη, καθώς και από τους εμπόρους που διακινούν λαθραία ναρκωτικά.
Η σημερινή στάση των Ταλιμπάν
Οι Ταλιμπάν μπορεί επίσημα να μην έχουν αποφασίσει για την στάση που θα ακολουθήσουν, όμως μέχρι στιγμής υποστηρίζουν πως θα σταματήσουν το εμπόριο οπίου.
Χαρακτηριστικά, ο ο εκπρόσωπος των Ταλιμπάν, Zabihullah Mujahid, αναφέρει, μετά την ανάληψη της εξουσίας στο Αφγανιστάν, τα εξής:
«Όταν ήμασταν στην εξουσία, δεν υπήρχε καθόλου παραγωγή ναρκωτικών. Θα ρίξουμε ξανά την καλλιέργεια του οπίου στο μηδέν...Δεν θέλουμε να επαναλάβουμε καμία σύγκρουση ξανά. Θέλουμε να εξαλείψουμε παράγοντες σύγκρουσης. Επομένως, το Ισλαμικό Εμιράτο δεν έχει καμία εχθρότητα και δεν εχθρεύεται με κανέναν. Οι εχθρότητες έχουν τελειώσει και θα θέλαμε να ζούμε ειρηνικά. Δεν θέλουμε εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς».
ISIS-Κ και Τουρκία
Παρόλα αυτά, οποιαδήποτε απόφαση για την καλλιέργεια της λευκής παπαρούνας, δεν θα ληφθεί μόνο από τους Ταλιμπάν.
Οι διεθνείς πιέσεις, για να τεθεί υπό έλεγχο η κατάσταση, έχουν ήδη ξεκινήσει, όμως το συμφέρον της εκάστοτε πλευράς είναι διαφορετικό.
-ISIS-Κ: Οι ακραίοι Ταλιμπάν του Αφγανιστάν που φοβούνται και οι Ισλαμιστές
Αρχικά, το ISIS-Κ -απασχόλησε την επικαιρότητα με τις πρόσφατες βομβιστικές επιθέσεις στη Καμπούλ- επιδιώκει να αναβιώσει την ιστορική επαρχία του Χορασάν, που βρίσκεται πάνω στο «δρόμο του οπίου», δηλαδή οι περιοχές της πρώην επαρχίας αποτελούν την διαδρομή που ακολουθεί το εμπόριο οπίου από το Αφγανιστάν στην Ευρώπη.
Ελέγχεται από τον ISIS και λαμβάνει υποστήριξη μαχητών από περιοχές που βρίσκονται στο «δρόμο του οπίου», ενώ ένας από τους στόχους του, είναι να ελέγξει τις καλλιέργειες λευκής παπαρούνας, ώστε να έχει χρήματα για τον πόλεμο έναντι της Δύσης.
-Αφγανιστάν: «Μάχη» Ταλιμπάν - ΗΠΑ για το αεροδρόμιο της Καμπούλ
Έπειτα, η Τουρκία έχει αναλάβει τον έλεγχο του αεροδρομίου της Καμπούλ για λογαριασμό της Δύσης και έτσι πρόκειται να ελέγχει το μόνο μέρος μαζικής εισόδου ή εξόδου από την χώρα.
Ως αποτέλεσμα, πρέπει να θέσει υπό έλεγχο το εμπόριο λευκής παπαρούνας που θα γίνεται από τον διεθνή αερολιμένα του Αφγανιστάν, καθώς μπορεί να αποτελεί μόνο το 10% των συνολικών εξαγωγών, όμως οι ποσότητες που φεύγουν από την χώρα, είναι ιδιαίτερα μεγάλες.
Η Ρωσία και το κενό των ΗΠΑ
Η αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν, αναμένεται να απελευθερώσει το εμπόριο οπίου, καθώς πλέον έχουν σταματήσει οι πιέσεις που ασκούνταν για να τεθεί υπό έλεγχο, όπως στρατιωτικές έφοδοι σε εργαστήρια και βομβαρδισμοί καλλιεργειών.
Έτσι, η Ρωσία έχει αρχίσει να κινητοποιείται, καθώς απειλούνται τα συμφέροντα που έχει στην περιοχή.
Συγκεκριμένα, ο «δρόμος του οπίου» που ξεκινάει από το Αφγανιστάν, διασχίζει αρκετές πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες, οι οποίες διατηρούν στενές διπλωματικές και κυρίως οικονομικές σχέσεις με την Ρωσία.
Σε περίπτωση άνθισης του εμπορίου ναρκωτικών -από το οποίο αποκομίζουν κέρδη οι εξτρεμιστικές οργανώσεις-, ενδέχεται να τεθούν σε κίνδυνο τα οικονομικά σχέδια της Ρωσίας, όπως οι αγωγοί φυσικού αερίου στις γειτονικές χώρες του Αφγανιστάν.
Έτσι, ο Βλαντιμίρ Πούτιν έχει επικοινωνία με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στις 21/8, με το Κρεμλίνο να τονίζει πως «οι δύο πλευρές συζήτησαν λεπτομερώς την κατάσταση στο Αφγανιστάν. Έδωσαν έμφαση στη σημασία του να διασφαλιστεί η σταθερότητα και η ειρήνη στη χώρα, η αυστηρή τήρηση της τάξης και του κράτους δικαίου. Υπογράμμισαν επίσης ότι προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί στη μάχη κατά της τρομοκρατίας και της διακίνησης ναρκωτικών. Οι πρόεδροι συμφώνησαν να ενισχύσουν τον διμερή συντονισμό σχετικά με αφγανικά θέματα».
Επίσης, φέρνει στο προσκήνιο τον Οργανισμό της Συνθήκης Συλλογικής Ασφαλείας (ΟΣΣΑ), που δημιουργήθηκε το 1992 από πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες, ελέγχεται από την Ρωσία και αποτελείται από τις εξής χώρες:
- Αρμενία
- Καζακστάν
- Κιργιζία
- Λευκορωσία
- Ρωσία
- Τατζικιστάν
Στις 23/8 ο αντιπρόεδρος της ρωσικής κυβέρνησης, Γιούρι Μπορίσοφ, δηλώνει πως η Ρωσία είναι έτοιμη να πουλήσει σε χαμηλές τιμές όπλα στις χώρες μέλη του Οργανισμού που γειτονεύουν με το Αφγανιστάν με σκοπό να ενισχύσουν τα σύνορά τους με το κράτος των Ταλιμπάν.
«Θα κάνουμε ό,τι είναι αναγκαίο για να ενισχύσουμε τα νότια σύνορά μας, συμπεριλαμβανομένου αυτού που ρωτήσατε. Είναι δυνατόν», τονίζει στους δημοσιογράφους, ενώ ο γενικός γραμματέας του ΟΣΣΑ, Στανισλάβ Ζάας, αναφέρει πως ελπίζει να τηρηθούν οι υποσχέσεις των Ταλιμπάν να καταπολεμήσουν τη διεθνή διακίνηση ναρκωτικών.
Νέος γρίφος
Η στάση που τηρήσουν οι Ταλιμπάν στο θέμα των ναρκωτικών είναι άγνωστη, όμως οποιαδήποτε απόφαση θα επηρεάσει ριζικά τις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή.
Όλες οι πλευρές έχουν στραμμένη την προσοχή τους στις καλλιέργειες παπαρούνας στο Αφγανιστάν και στα τεράστια κέρδη που αποφέρει ετησίως, τα οποία διαχειρίζονται κυρίως εξτρεμιστικές οργανώσεις.
Το μέλλον είναι άγνωστο, όμως είναι σίγουρο πως αρχίζει ένας διαφορετικός πόλεμος για τα ναρκωτικά και συγκεκριμένα μια νέα σύγκρουση στη χώρα που τροφοδοτεί την Ευρώπη με ηρωίνη σε ποσοστό 95%.