Η 11η Σεπτεμβρίου του 2021 είναι μια ημερομηνία σταθμός για την ανθρωπότητα. Ό,τι συνέβη εκείνη την ημέρα στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, έμοιαζε να ξεπηδά μέσα από πλάνα χολιγουντιανής ταινίας.
{https://youtu.be/2-9TD3oQq3g}
Ο τρόμος είχε απλωθεί πάνω από ολόκληρο τον πλανήτη και οι άνθρωποι παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα. Τότε, τα γεγονότα ήταν πάρα πολύ θολά. Τόσο, ώστε εκείνα που ακολούθησαν να φαντάζουν σαν μια αυτονόητη εξέλιξη των πραγμάτων. Ωστόσο τόσο τα γεγονότα της 11η Σεπτεμβρίου του 2021 όσο και οι εξελίξεις που ακολούθησαν, είναι δεμένα με τους κρίκους μιας αλυσίδας που πηγαίνει αρκετά πίσω στον χρόνο, συνεχίζεται στο παρόν και οδεύει ολοταχώς προς το μέλλον.
Συνδεδεμένη με αυτήν τη αλυσίδα, είναι η γεωπολιτική σκακιέρα των μεγάλων δυνάμεων, της οποίας τα πιόνια αλλάζουν θέσεις μέσα από τους πολέμους, τις κρίσεις... την τρομοκρατία. Μια τρομοκρατία που έχει γεννήτορες, συντηρητές και μελλοντικούς μνηστήρες. Μια τρομοκρατία που άλλαξε πολλά. Για την ακρίβεια, άλλαξε όλο τον κόσμο.
Αυτήν την αλληλουχία συμβάντων, η οποία είχε ως σημείο καμπής την 11η Σεπτεμβρίου του 2021, ανέλυσε ο κ. Κωνσταντίνος Φίλης, αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδας και αναλυτής Διεθνών Θεμάτων του ΑΝΤ1. Μιλώντας στο iEidiseis, ο καθηγητής αποκάλυψε μιαν άλλη εικόνα - πίσω από την τραγωδία:
Οι αυταπάτες της Δύσης
«Νομίζω ότι αυτό που μπορεί κανείς να πει για να καταλάβουμε πόσο καθοριστική ήταν η 11η Σεπτεμβρίου 2001, είναι ότι μιλάμε για τον κόσμο πριν την 11η και μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Αυτό από μόνο του δείχνει, όταν την ορίσουμε ως όριο, ότι ήταν πράγματι καθοριστική η επίδρασή της στις διεθνείς εξελίξεις σε διάφορα επίπεδα.
Μετά την 11η Σεπτεμβρίου συνειδητοποίησαν οι δυτικοί, μόλις 11-12 χρόνια μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, που υπήρχε μια ευφορία, την δεκαετία του ’90 δηλαδή, σε πολλές χώρες δυτικές και σε πολλές κοινωνίες, ότι χάρη στην επικράτησή τους έναντι του υπαρκτού σοσιαλισμού τα πράγματα θα μπορούσαν να γίνουν μόνο καλύτερα, ότι πλέον ο κόσμος θα ζούσε σε καλύτερες συνθήκες, ότι το καπιταλιστικό μοντέλο θα επικρατούσε παγκοσμίως, θα έφερνε δημοκρατία ή τέλος πάντων περισσότερη δημοκρατία, λιγότερη ανασφάλεια, περισσότερη δικαιοσύνη ενδεχομένως, λιγότερη φτώχεια και ανέχεια. Θα έκλεινε την ψαλίδα των κοινωνικών ανισοτήτων και θα δημιουργούσε έναν νέο κόσμο, ο οποίος θα ήτανε κομμένος και ραμμένος στα δυτικά πρότυπα και φτιαγμένος, ας το πούμε, κατά μία αμερικανική θεώρηση του πώς θα μπορούσε να είναι ο κόσμος».
Απότομη προσγείωση
«Η 11η Σεπτεμβρίου λοιπόν έρχεται και ουσιαστικά βάζει σε αυτό το αφήγημα ένα τέλος. Θα μπορούσε να πει κανείς τότε ότι ίσως να ήταν άνω τελεία αλλά αποδείχθηκε τελικά ότι δεν ήταν η άνω τελεία, ακριβώς όπως σας είπα στην αρχή επειδή μιλάμε για προ και μετά 11ης Σεπτεμβρίου διεθνές σύστημα, κλόνισε την ασφάλεια που αισθανόταν ο δυτικός πολίτης: ότι στη χώρα του ναι μεν είχαμε τρομοκρατία αριστερή, δεξιά στο παρελθόν, τρομοκρατία στην Ιρλανδία που ήταν με άλλα χαρακτηριστικά.
Υπήρχανε δηλαδή επιθέσεις. Αλλά όπως και στις Ηνωμένες Πολιτείες την δεκαετία του ΄90 στο Μετρό. Υπήρχαν κάποια περιστατικά αλλά ήταν τόσο μεμονωμένα με εξαίρεση βέβαια την Ιρλανδία, όπου μαίνονταν πόλεμος. Και στην Ιταλία βέβαια υπήρξε η αριστερή δημοκρατία και αλλού η δεξιά τρομοκρατία... Δεν ήταν μεμονωμένα αλλά υπήρχε μια συνέχεια μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, ήξερες περίπου ποιους έχεις απέναντί σου και υπήρχε μια ιδεολογία».
Η γέννηση της «υβριδικής απειλής»
«Μετά από την 11η Σεπτεμβρίου ουσιαστικά δημιουργήθηκε ή επινοήθηκε ή έλαβε σάρκα και οστά ο όρος «υβριδική απειλή»: ότι δηλαδή έχεις μια απειλή, η οποία δεn ξέρεις ακριβώς από που προέρχεται, έμαθες εκ των υστέρων, άρα μαθαίνεις όταν πλέον έχει γίνει το χτύπημα, από έναν δρώντα ο οποίος δεν είναι κρατικός ούτε είναι ακριβώς ή ήταν μέχρι τότε τρομοκρατία με τα χαρακτηριστικά μιας τρομοκρατικής οργάνωσης, όπως είχαμε σε διάφορες περιπτώσεις στην Ευρώπη. Και προφανώς βέβαια οι Αμερικανοί αισθάνθηκαν για πρώτη φορά ότι η χώρα τους -παρά το ότι τη χωρίζει ο Ατλαντικός από την Ευρώπη, ο Ειρηνικός από άλλες χώρες κ.τ.λ.- δεν είναι άτρωτη και δεν είναι επαρκώς προστατευμένη απέναντι σε έναν τέτοιο κίνδυνο.
Το άλλο στοιχείο είναι ότι η εσωτερική αυτή ανασφάλεια των Αμερικανών και η ανάγκη της κυβέρνησης Μπους να απαντήσει για να σώσει τη χαμένη αίγλη των μυστικών υπηρεσιών, των μηχανισμών εσωτερικής ασφάλειας κ.τ.λ., ουσιαστικά εξωτερικοποίησε την εσωτερική απειλή. Δηλαδή οι Αμερικανοί βγήκαν από τη χώρα και διεξήγαγαν έναν πόλεμο, ο οποίος φάνηκε εκ του αποτελέσματος ότι θα είναι καταδικασμένος σε αποτυχία -αναφέρομαι στο Αφγανιστάν- προκειμένου να κατοχυρώσουν την εσωτερική τους ασφάλεια. Και το ερώτημα βέβαια που τίθεται εδώ είναι κατά πόσο το γεγονός ότι ο Μπάιντεν με ένα κυνισμό ισχυρίστηκε ότι: «Μα εμείς στο Αφγανιστάν δεν πήγαμε για να φτιάξουμε κάποιο νέο κράτος, ούτε πήγαμε για να το εκδημοκρατίσουμε, πήγαμε για να εξουδετερώσουμε τον τρομοκρατικό κίνδυνο».
Εδώ λοιπόν τα δύο εύλογα ερωτήματα είναι, πρώτον: Αν ο τρομοκρατικός κίνδυνος αποσοβήθηκε με την εξόντωση του Οσάμα Μπιν Λάντεν και γιατί οι Αμερικανοί συνέχισαν να παραμένουν στο Αφγανιστάν. Δεύτερον: Τώρα που έφυγαν από το Αφγανιστάν και με τον τρόπο που έφυγαν και με τους όρους που κυριαρχούν οι Ταλιμπάν, ο τρομοκρατικός κίνδυνος θα είναι μικρότερος από δω και πέρα; Τρίτον: Γιατί χρειάστηκαν πάνω από δύο τρισεκατομμύρια δολάρια, πάνω από δυόμιση χιλιάδες Αμερικανοί στρατιώτες που σκοτώθηκαν και ογδόντα τρία με ογδόντα πέντε δισεκατομμύρια αμερικανικά οπλικά συστήματα, τα οποία πέφτουν στα χέρια των Ταλιμπάν, έστω και αν αργότερα ξεμείνουν από ανταλλακτικά. Γιατί χρειάστηκε λοιπόν όλο αυτό και όλο το κόστος το οποίο επωμίσθηκαν οι Αμερικανοί και δευτερευόντως το ΝΑΤΟ, για να έχουμε τη παλινόρθωση των Ταλιμπάν και να έχουμε μετά από είκοσι χρόνια έναν κόσμο ο οποίος είναι ακόμα περισσότερο ανασφαλής απ’ ότι ήταν την 11η Σεπτεμβρίου;».
Ο προάγγελος του πλήγματος στην καρδιά του εχθρού
«Αυτό που έχει αξία και δεν έχουν δώσει πολλή σημασία σε σχέση με την επίθεση αυτή καθεαυτή, είναι ότι σε ένα δεκάλογο της Αλ Κάιντα που είχε κυκλοφορήσει ήδη στα μέσα της δεκαετίας του ΄90, ένα από τα στοιχεία αυτού του δεκαλόγου έλεγε ότι η Αλ Κάιντα θα πρέπει να χτυπήσει τον εχθρό στο εσωτερικό του, δηλαδή εν προκειμένω τις Ηνωμένες Πολιτείες στο εσωτερικό τους, για να τον υποχρεώσει να πάει να χτυπήσει την Αλ Κάιντα εκτός Ηνωμένων Πολιτειών και έτσι να κερδίσει οπαδούς η τζιχαντιστική τρομοκρατία, η οποία θα χρησιμοποιούσε ως επιχείρημα ότι οι Αμερικανοί διεξάγουν έναν πόλεμο σε βάρος του Ισλάμ. Δηλαδή θα έδινε πολιτιστικά και θρησκευτικά χαρακτηριστικά: ότι οι Αμερικανοί για μια ακόμα φορά δείχνουν ότι είναι μια δύναμη παγκόσμια, ανήθικη, η οποία θέλει να επιβάλλει τις επιθυμίες της, ότι είναι σταυροφόροι, ότι είναι κατακτητές, όλα τέλος πάντων αυτά τα οποία ισχυρίζονται οι της Αλ Κάιντα.
Άρα υπό αυτήν την έννοια το χτύπημα της Αλ Κάιντα είχε επιτυχία. Ακόμα και αν φαίνεται από κάποια αποχαρακτηρισμένα έγγραφα ότι ο Οσάμα Μπιν Λάντεν θεωρούσε ότι θα έπρεπε να είναι πιο ισχυρό το χτύπημα, να υπάρχουν νεκροί στο Καπιτώλιο, νεκροί στο υπουργείο Άμυνας κ.τ.λ., το χτύπημα δηλαδή να κλόνιζε ακόμα περισσότερο την αμερικανική πρωτοκαθεδρία. Η αλήθεια είναι ότι με βάση το πώς η Αλ Κάιντα είχε προετοιμάσει μια τέτοια κατάσταση, τον σκοπό της σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό τον κατάφερε. Χτύπησε τον εχθρό στο εσωτερικό του, τον ανάγκασε να βγει από εκεί. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πράγματι εξωτερικοποίησαν την εσωτερική τους απειλή και την εσωτερική τους ανασφάλεια και τα αποτελέσματα είναι αυτά τα οποία βιώνουμε όλα τα τελευταία χρόνια. Θα έβλεπα, δε, την 11η Σεπτεμβρίου συνδυαστικά -και δεν μπορεί να είναι αλλιώς- και με το τι συνέβη στο Ιράκ, διότι η 11η Σεπτεμβρίου είναι ένα turning point για την αμερικανική εξωτερική πολιτική».
Σημείο καμπής, η αλλαγή των προτεραιοτήτων
«Οι Αμερικανοί, εάν δεν είχε μεσολαβήσει η 11η Σεπτεμβρίου, ήδη από το 2001 είχαν δόγμα το οποίο θεωρούσε τη Κίνα ως τη μεγάλη απειλή για τα αμερικανικά συμφέροντα. Αυτό άλλαξε. Πρωτεραιοποιήθηκε το ζήτημα της διεθνούς τρομοκρατίας και όχι η Κίνα, κάτι το οποίο έδωσε στη Κίνα το περιθώριο για σχεδόν είκοσι χρόνια να κάνει μια δουλειά υποδομής με πολλές άλλες χώρες και αυτήν τη στιγμή να είναι μια αδιαμφισβήτητα πάρα πολύ ισχυρή ή οιονεί, de facto δηλαδή, νούμερο 2 παγκόσμια δύναμη. Αλλά θα συνέδεα την 11η Σεπτεμβρίου και με το τι συνέβη στο Ιράκ. Διότι ο G.W. Bush, ο οποίος δεν είχε εμπειρία και ο οποίος είχε δύο πολύ επικίνδυνους ανθρώπους γύρω του -ο ένας ήταν ο Channing και ο άλλος ήταν ο Rumsfeld, ειδικά ο Rumsfeld ως υπουργός άμυνας- οι οποίοι τον επηρέαζαν και καταλυτικά. Η Αμερική λοιπόν μπήκε σε μια λογική «ή είσαι μαζί μου ή είσαι απέναντί μου», σε μια μανιχαϊστική αντίληψη.
Αυτή η μανιχαϊστική αντίληψη μάς οδήγησε στο Ιράκ, εκ των πραγμάτων, επειδή οτιδήποτε συνέβαινε οι Αμερικανοί το έβλεπαν υπό το πρίσμα του είσαι σύμμαχος ή είσαι αντίπαλος, είσαι εχθρός. Σας θυμίζω τον «Άξονα του Κακού» που δημιούργησαν οι Αμερικανοί μετά την 11η Σεπτεμβρίου και ποιες χώρες συμπεριέλαβαν. Και το Ιράκ, όπου με την επίκληση της ύπαρξης όπλων μαζικής καταστροφής είχαμε μια ακόμα καταστροφικότερη επέμβαση, όπως ήταν αυτή με τη «Συμμαχία των Προθύμων» το 2003.
Άρα αλλάζει η αντίληψη των Αμερικανών συνολικά για το κόσμο, επηρεάζεται πάρα πολύ από την 11η Σεπτεμβρίου, καταλυτικά. Και νομίζω ότι η 11η Σεπτεμβρίου λειτουργεί σαν ένας οιονεί προθάλαμος και της επέμβασης στο Ιράκ που ακολουθεί το 2003, διότι οι Αμερικανοί πλέον τα βλέπουν όλα υπό το πρίσμα -όπως προείπα- ή είσαι μαζί μου ή είσαι απέναντί μου, αλλά και υπό το πρίσμα ότι το Ιράκ μπορεί να αποκτήσει όπλα μαζικής καταστροφής, τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσει όχι μόνο σε βάρος των γειτόνων του αλλά με κάποιον τρόπον θα μπορούσαν να πέσουν στα χέρια των λάθος ανθρώπων και να χρησιμοποιηθούν σε βάρος των ίδιων των ΗΠΑ, είτε στρατιωτών οι οποίοι στρατοπεδεύουν σε αυτές τις περιοχές, είτε ακόμα και για να πλήξει την ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών».
Όταν ο πραγματιστής Πούτιν άδραξε την ευκαιρία
«Επιπροσθέτως, οι Αμερικανοί, στρεφόμενοι στο Αφγανιστάν, έχασαν κεφάλαιο και οικονομικό και ανθρώπινο και διπλωματικό, το οποίο σπαταλούσαν στο Αφγανιστάν και θα μπορούσαν υπό άλλες συνθήκες να το έχουν χρησιμοποιήσει αλλού, ας πούμε για την ανάσχεση της Κίνας. Αλλά αυτό το οποίο έχει ιδιαίτερη αξία είναι η αντίδραση της Ρωσίας, διότι μετά την 11η Σεπτεμβρίου ο Πούτιν είναι ο πρώτος ο οποίος καλεί τον Μπους για να τον συλλυπηθεί, εκμεταλλεύεται πλήρως τη κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι Αμερικανοί και καταφέρνει προσφέροντάς τους υποστήριξη στο πόλεμο του Αφγανιστάν να ενταχθεί το τσετσενικό κίνημα στο διεθνές τρομοκρατικό δίκτυο -όπως το όριζαν οι Αμερικανοί- και ουσιαστικά αυτό ήταν η αρχή του τέλους για τους Τσετσένους, διότι οι Τσετσένοι μέχρι το 2001 απολάμβαναν μιας θετικής, ευνοϊκής μεταχείρισης από πλευράς ΗΠΑ.
Οι ΗΠΑ, λοιπόν, συμπεριλαμβάνουν τους Τσετσένους στη λίστα τρομοκρατικών οργανώσεων και οι Τσετσένοι τελειώνουν. Οι Τσετσένοι είχαν υποστήριξη από από συμμαχικές χώρες των ΗΠΑ και είχαν και μία αναγνώριση από τις ΗΠΑ. Όταν κόπηκε αυτή η αναγνώριση και ο Πούτιν έκανε μια συμφωνία με τον Μπους ότι θα τον βοηθήσει στο Αφγανιστάν αλλά εκείνος θα απομονώσεις τους Τσετσένους, ουσιαστικά αυτή ήταν η αρχή του τέλους - έστω και αν μετά το 2001 ακολούθησαν κάποια θεαματικά τρομοκρατικά χτυπήματα από την πλευρά του τσετσενικού κινήματος.
Η Ρωσία επίσης -και αυτό είναι ενδεικτικό του πραγματισμού του Πούτιν- θα έλεγα καταφέρνει με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Δηλαδή όχι μόνο καταφέρνει να εντάξει τους Τσετσένους στο τρομοκρατικό δίκτυο και ουσιαστικά να τους τελειώσει -να τους εξουδετερώσει και επιχειρησιακά και οικονομικά και πολιτικά, έστω και αν αυτό πήρε κάποια χρόνια- αλλά ο Πούτιν ενώ οι σύμβουλοί του τον προτρέπουν να μην υποστηρίξει τους Αμερικανούς -ήταν πάρα πολύ βαρύ, 11 με 12 χρόνια μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η Ρωσία να υποστηρίξει μια αμερικανονατοϊκή επέμβαση στη γειτονιά της, όπως είναι η περιοχή της Ασίας και μάλιστα με τους Αμερικανούς να έχουν ζητήσει τη χρήση αεροπορικών βάσεων σε χώρες της κεντρικής Ασίας- εκείνος το δέχεται. Αλλά ο Πούτιν αγνοεί τους συμβούλους του λόγω του πραγματισμού του. Δέχεται όλα τα παραπάνω για έναν πολύ συγκεκριμένο λόγο.
Τι έλεγε ο πραγματισμός του; Το ένα σενάριο ήταν οι Αμερικανοί να τα καταφέρουν στο Αφγανιστάν, οπότε, πρώτον: οι Ρώσοι δεν θα έχαναν δικό τους στρατιώτη ή χρήματα - παρά μόνο στηρίζοντας την Βόρεια Συμμαχία- και δεύτερον: οι Αμερικανοί και οι Νατοϊκοί θα έκαναν την λεγόμενη βρώμικη δουλειά και δεν θα υπήρχε πλέον ο κίνδυνος της Αλ Κάιντα, άρα, η Ρωσία, ως γειτονική χώρα, είχε να κερδίσει απ’ αυτό, διότι η Αλ Κάιντα συνδεόταν και θα μπορούσε να συνδεθεί στο μέλλον ακόμα περισσότερο με τους Τσετσένους».
Ο αδιέξοδος πόλεμος και η Λερναία Ύδρα της τρομοκρατίας
«Το άλλο σενάριο ήταν οι Αμερικανοί να μην τα καταφέρουν. Και νομίζω πως αυτή ήταν η εκτίμηση των Ρώσων -είχαν μάθει από το δικό τους πάθημα με τους Σοβιετικούς το 1979-1987- και ότι αυτό θα έπληττε το κύρος των ΗΠΑ και τότε θα εμπλέκονταν σε έναν σχεδόν ατέρμονο πόλεμο ή τέλος πάντων πολύ μακρύ, όπερ και εγένετο, διότι κράτησε είκοσι χρόνια χωρίς να αποδώσει τίποτα περισσότερο για τους Αμερικανούς σε επίπεδο εικόνας και ουσίας, παρά την εξουδετέρωση του Μπιν Λάντεν και της Αλ Κάιντα, η οποία όμως -ενδεχομένως με άλλο όνομα- επανακάμπτει ή μετατρέπεται σε ακόμα χειρότερη έκδοση, όπως είναι το ISIS-K στο Αφγανιστάν ή το ISIS γενικότερα στη περιοχή της Μέσης Ανατολής, της Αφρικής, όπου δυστυχώς το τρομοκρατικό δίκτυο έχει απλώσει τα πλοκάμια του.
Τέλος, ενώ οι Αμερικανοί θέλουν να απομονώσουν την τζιχαντιστική τρομοκρατία, με το Αφγανιστάν και με το Ιράκ, γεννιούνται από τη μήτρα της Αλ Κάιντα νέες τρομοκρατικές ομάδες και αυτήν τη στιγμή, είκοσι χρόνια μετά, ο κόσμος μας είναι πολύ πιο ανασφαλής σε σχέση με τη τζιχαντιστική τρομοκρατία απ’ ότι ήταν είκοσι χρόνια πριν, ακόμα και αν είμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι για να τον αντιμετωπίσουμε. Αλλά η τρομοκρατία έχει απλώσει τα πλοκάμια της σε πάρα πολλές περιοχές του πλανήτη. Όχι ότι αυτό δεν συνέβαινε και τη δεκαετία του ’90. Αλλά σήμερα, νομίζω, αυτό είναι πολύ πιο έντονο».
- Ερωτηθείς εάν τελικά η διάλυση καθεστώτων μέσω δυτικών επεμβάσεων, τόσο στη Μέση Ανατολή, όσο και στη Βόρεια Αφρική, αποσταθεροποίησε τις εν λόγω περιοχές και πυροδότησε την προέλαση των πιο ακραίων ισλαμικών στοιχείων, ο κ. Φίλης απάντησε:
«Αυτό θα έπρεπε να το έχουμε συνειδητοποιήσει εδώ και πάρα πολύ καιρό. Πολλά από αυτά τα καθεστώτα, όπως και σήμερα, όπως και τότε, ήταν περίπου ένα αναγκαίο κακό. Μπορεί να πει κανείς βέβαια ότι τα αυτά καθεστώτα γέννησαν περισσότερη τρομοκρατία επειδή γέννησαν απογοητευμένους, επειδή γέννησαν απελπισμένους, επειδή η νομή -η πίτα- της εξουσίας ήταν περιορισμένη, επειδή νέμονταν ελάχιστοι τον κρατικό πλούτο και ούτω καθεξής.
Αλήθεια είναι αυτό. Συνέβη και στη Λιβύη, συνέβη και στο Ιράκ, συνέβη και στην Αίγυπτο, συνέβη και σε άλλες περιοχές. Απλώς το ερώτημα είναι εάν η επιλογή σου είναι μεταξύ του καλού και του καλύτερου ή μεταξύ του κακού και του χειρότερου. Και μάλλον σε αυτές τις περιπτώσεις η επιλογή είναι μεταξύ του κακού και του χειρότερου, διότι δεν μπορώ να πω ότι θα ήμουν υποστηρικτικός απέναντι σε ένα καθεστώς τύπου Καντάφι, σε ένα καθεστώς τύπου Σαντάμ Χουσεΐν, σε ένα καθεστώς τύπου Άσαντ στη Συρία. Το αντίθετο,
Αλλά ο Άσαντ έχει μείνει στη Συρία -με τη συνεργασία των Ρώσων και των Ιρανών, για τους δικούς τους λόγους και τα δικά τους συμφέροντα- και βλέπουμε ότι εκεί η τρομοκρατία μάλλον έχει… όχι εξουδετερωθεί, αλλά πάντως έχει μετριασθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό. Αντιθέτως, στη Λιβύη, στο Ιράκ και σε άλλες περιοχές, βλέπουμε ότι χωρίς τη σιδηρά πυγμή κάποιου έχουν βγει όλες οι αντιθέσεις στην επιφάνεια. Αυτό έχει να κάνει και με ιστορικές συμφωνίες τύπου Σάικς-Πικό του 1916 ή με άλλες συμφωνίες που έγιναν για την Αφρικανική ήπειρο, όταν οι ξένοι, οι δυτικοί, οι αποικιοκράτες, όριζαν τα σύνορα κρατών και υποχρέωναν πληθυσμούς και φυλές να συνυπάρξουν και να συμβιώσουν και να ζήσουν μαζί κάτω από μία σημαία, χωρίς να υπάρχει ούτε ενιαία εθνική συνείδηση και χωρίς -σε τελική ανάλυση- να το επιθυμούν αυτές οι ομάδες».