Η υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών το 2018, θεωρήθηκε από πολλούς ως το τελευταίο εμπόδιο που έπεσε, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων.
Όμως όπως αποδείχτηκε μέχρις στιγμής, λίγες ώρες πριν την έλευση του 2022, ήταν όνειρο απατηλό, καθώς η ΕΕ δεν πολυενδιαφέρεται, τουλάχιστον προς ώρας, για την ενσωμάτωση των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων.
Σ’ αυτό έπαιξε ιδιαίτερα αρνητικό ρόλο, σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, η ένταξη της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας που δεν άφησαν και τις καλύτερες εντυπώσεις στους Ευρωπαίους ως ευρωπαϊκές χώρες.
Από την άλλη, υπάρχουν χώρες της Ένωσης που δεν επιθυμούν για διαφορετικούς λόγους η καθεμία την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Αλβανία και την Βόρεια Μακεδονία, αλλά ούτε το άνοιγμα νέων κεφαλαίων σε Σερβία και Μαυροβούνιο που ήδη βρίσκονται, σε διαπραγματεύσεις με την ΕΕ.
Όσον αφορά τις άλλες δυο χώρες, Βοσνία-Ερζεγοβίνη και Κοσσυφοπέδιο, εκεί τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα και φαντάζει δύσκολο, αν όχι αδύνατο να ενσωματωθούν στην ευρωπαϊκή οικογένεια την επόμενη δεκαετία.
Παρότι οι Σύνοδοι Κορυφής ΕΕ-Δυτικών Βαλκανίων έχουν καταντήσει ένα «νόστιμο» καρότο για τις βαλκανικές χώρες, τελικά το μαστίγιο υπερισχύει στις Συνόδους των ευρωπαίων ηγετών, καθώς όταν είναι να συζητηθεί η διεύρυνση μετατίθεται συνεχώς στις ευρωπαϊκές καλένδες.
Σερβία και Μαυροβούνιο
Η αναποφασιστικότητα της ΕΕ για τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, δημιουργεί προβλήματα τόσο στις φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις των χωρών αυτών, αλλά και στην Ένωση που χάνει σε αξιοπιστία αλλά και σε επιρροή στην περιοχή, ενισχύοντας την πολιτική αστάθεια και τους εθνικιστές.
Σερβία και Μαυροβούνιο έχουν ήδη ξεκινήσει τον απαιτητικό δρόμο της ένταξης στην ΕΕ, όμως ο χρόνος περνάει χωρίς να υπάρχουν απτά αποτελέσματα για τις χώρες και τους πολίτες τους.
Στη Σερβία, ο Πρόεδρος Αλεκσάνταρ Βούτσιτς είναι ο απόλυτος κυρίαρχος της πολιτικής σκηνής, με το κόμμα του να έχει την απόλυτη πλειοψηφία και ο κυβερνητικός συνασπισμός τους 231 από τους 250 βουλευτές της Εθνοσυνέλευσης κάνοντας στην ουσία ότι θέλει.
Οι εκλογές που έχουν προκηρυχθεί για τον Απρίλιο του 2022, δεν θα αλλάξουν κάτι στον συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων, αφού η αντιπολίτευση είναι τελείως εξαφανισμένη και αδύναμη.
Τα μεγάλα αγκάθια στις σχέσεις της Σερβίας με την ΕΕ, είναι από τη μια πλευρά οι διαφορές με το Κοσσυφοπέδιο και από την άλλη οι πολύ καλές σχέσεις που διατηρεί με την Ρωσική
Ομοσπονδία και την Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Δυο χώρες που δεν είναι αποδεκτές για την Δύση.
Αυτό που αναζητά η Σερβία και ο Βούτσιτς είναι η ισορροπία στις σχέσεις με την ΕΕ, την Ρωσία και την Κίνα και τα μεγαλύτερα οφέλη που μπορεί να αποκομίσει από αυτές τις συνεργασίες. Στόχος να καταστεί η Σερβία ένας κόμβος που θα συνδέει την ανατολή με την κεντρική και βόρεια Ευρώπη.
Το Μαυροβούνιο έχοντας αλλάξει σελίδα μετά την εκλογική ήττα του κόμματος του Προέδρου Μίλο Τζουγκάνοβιτς, κυρίαρχου επί σχεδόν δυο δεκαετίες στη χώρα, προσπαθεί να βρει τον βηματισμό του με έναν εύθραυστο κυβερνητικό συνασπισμό που κανείς δεν γνωρίζει πόσο μπορεί να κρατήσει.
Κύρια προβλήματα για τη χώρα, που ακόμα περιμένει να ενταχθεί στην ΕΕ, είναι η διαφθορά, το οργανωμένο έγκλημα και ο «απογαλακτισμός» της από τη Σερβία. Ένα εκρηκτικό μείγμα που σε συνδυασμό με τον διχασμό που επικρατεί στους πολίτες που διευρύνεται όλο και περισσότερο, η πολιτική αστάθεια είναι το φυσικό επακόλουθο, μ’ ότι αυτό συνεπάγεται για την περιοχή.
Τίρανα, Βόρειος Μακεδονία και Βουλγαρία
Αλβανία και Βόρεια Μακεδονία, περιμένουν από το 2019 να ξεκινήσουν τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις, όμως το βέτο της Βουλγαρίας στα Σκόπια στάθηκε εμπόδιο στα όνειρα των δυο χωρών.
Μέχρι την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών, η Βουλγαρία έκρυβε πολύ καλά τις εθνικιστικές της επιδιώξεις έναντι της Βόρειας Μακεδονίας. Με την επίλυση της διαφοράς Αθηνών και Σκοπίων, φάνηκε ξεκάθαρα το πραγματικό πρόσωπο της ευρωπαϊκής Βουλγαρίας, με το εθνικιστικό της παραλήρημα για την αναγνώριση της ταυτότητας και της γλώσσας της Βόρειας Μακεδονίας ως «συνδεδεμένες» με τη Βουλγαρία.
Η νέα κυβέρνηση και ο νέος Πρωθυπουργός Κίριλ Πετκόφ, άφησαν μια χαραμάδα αισιοδοξίας από την πλευρά της Σόφιας ότι μπορεί να υπάρξει διευθέτηση της διαφοράς μεταξύ Βουλγαρίας και Βόρειας Μακεδονίας.
Όμως φαντάζει δύσκολο να ξεπεραστεί η αντίδραση από το Βουλγαρικό Σοσιαλιστικό Κόμμα που αναγκαστικά αποδέχτηκαν τα άλλα τρία κόμματα να συμμετάσχει στον κυβερνητικό σχηματισμό, καθώς δεν συμπλήρωναν τον μαγικό αριθμό των 121 εδρών που θα τους έδινε την πλειοψηφία στην Βουλγαρική Εθνοσυνέλευση.
Βέβαια δεν ευθύνεται μόνο η Βουλγαρία με το βέτο για την καθυστέρηση της έναρξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων των δυο χωρών με την ΕΕ.
Μερίδιο ευθύνης έχει και ο Γάλλος Πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν, που δεν θα ΄θελε να δει την Αλβανία να γίνεται θέμα αντιπαράθεσης με τους ακροδεξιούς αντιπάλους του στις Προεδρικές εκλογές του 2022.
Βοσνία-Ερζεγοβίνη και Κόσσοβο
Το πρόβλημα για τον Μακρόν είναι ότι οι Αλβανοί έρχονται πρώτοι σε αιτήματα ασύλου στην Γαλλία κι αυτό θα χρησιμοποιηθεί όπως είναι φυσικό κατά την προεκλογική περίοδο. Για τον λόγο αυτό ο σημερινός Πρόεδρος προσπαθεί να αποφύγει κάθε εμπλοκή της Αλβανίας στον προεκλογικό αγώνα.
Κοσσυφοπέδιο και Βοσνία Ερζεγοβίνη είναι οι δυο χώρες που βρίσκονται πολύ μακριά από την ένταξη τους στην ΕΕ, όμως μπορούν να προκαλέσουν ανάφλεξη στην περιοχή με απρόβλεπτες συνέπειες όχι μόνο για την περιοχή αλλά και για ολόκληρη την Ευρώπη.
Ο νέος χρόνος θα είναι δύσκολος για την Βοσνία Ερζεγοβίνη και δεν αποκλείεται να υπάρξει μια νέα συμφωνία τύπου Ντέιτον, καθώς οι διαβουλεύσεις μεταξύ των συνιστωσών κρατών, δίνουν και παίρνουν.
Όσον αφορά το Κοσσυφοπέδιο δεν έχει βρεθεί ακόμα η φόρμουλα που να πείσει τον Πρωθυπουργό Αλμπίν Κούρτι να πάρει στα σοβαρά τον διάλογο Βελιγραδίου Πρίστινα, κάτι που προκαλεί ένταση μεταξύ των δυο χωρών.
Δυστυχώς η ΕΕ λειτουργεί καιροσκοπικά έναντι των χωρών των Βαλκανίων. Η περιοχή μοιάζει με καζάνι που βράζει και χώρες όπως η Τουρκία, η Ρωσία και η Κίνα έχουν στρέψει το βλέμμα τους στα Βαλκάνια, για διαφορετικούς λόγους κάθε μια, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να δράσουν.
Η Ελλάδα δυστυχώς δεν έχει πλέον καμιά παρέμβαση ούτε επιρροή στην περιοχή ως συνέπεια του τρόπου που άσκησε τα τελευταία δυόμιση χρόνια την εξωτερική της πολιτική.