Το Forbes δίνει πιθανές απαντήσεις στο ερώτημα γιατί ο Πούτιν μοιάζει «σε μεγάλο βαθμό αδιάφορος» για τις τιμωρίες που επιβλήθηκαν στους δισεκατομμυριούχους της χώρας του. Σύμφωνα με το δημοσίευμα, ο πρόεδρος της Ρωσίας θα μπορούσε ακόμη και να ευνοηθεί από τις κυρώσεις, επειδή οι ολιγάρχες θα αναγκαστούν να μεταφέρουν τα δισεκατομμύριά τους στη Ρωσία και έτσι ο ίδιος να αυξήσει τη μόχλευση που ασκεί επάνω τους. «Ίσως ο Ρώσος πρόεδρος, που πολλοί πιστεύουν ότι είναι ο πλουσιότερος άνθρωπος στον πλανήτη, δεν νοιάζεται για τα χρήματα, παρά μόνο για την εξουσία».
Τις τελευταίες δύο και πλέον εβδομάδες, οι ολιγάρχες της Ρωσίας είδαν την περιουσία τους να κλονίζεται. Το Forbes μετρά εννέα στους οποίους έχουν επιβληθεί κυρώσεις από την ΕΕ, τις ΗΠΑ ή το Ηνωμένο Βασίλειο από τότε που η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία. Σε άλλους ένδκεα είχαν επιβληθεί κυρώσεις πριν από την εισβολή της 24ης Φεβρουαρίου. Έχουν χάσει τον έλεγχο των σούπερ γιοτ, των μεγάλων αρχοντικών και των ομάδων ποδοσφαίρου τους. Εάν παραμείνουν οι κυρώσεις, οι εξαγωγές από τα ορυχεία, τις μονάδες επεξεργασίας μετάλλων και τις εγκαταστάσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου θα επιβραδυνθούν. «Μπορεί να έχουν μάθει ορισμένα κόλπα που θα τους βοηθήσουν να προστατεύσουν ένα ποσοστό των περιουσιακών στοιχείων τους, αλλά η ζωή ενός παρία σε διεθνές επίπεδο δεν είναι δυνατόν να είναι πολύ διασκεδαστική».
Δεν μπορούν να περιμένουν συμπάθεια από τον άνθρωπο που προκάλεσε όλη αυτή την αναταραχή, λένε οι ειδικοί.
«Ο Πούτιν είναι ένας τύπος που έπαιζε πάντα το παιχνίδι ''φίλοι με οφέλη''», τονίζει ο Ντέιβιντ Τσαρλς Λίνγκελμπαχ, ο οποίος τη δεκαετία του 1990 πέρασε αρκετά χρόνια ως πρόεδρος της Bank of America Russia και γράφει ένα βιβλίο για τους ολιγάρχες. «Συμμαχεί με ανθρώπους κι έπειτα τους πετά στη θάλασσα, όταν πια δεν του ταιριάζουν». Σύμφωνα με τον Λίνγκελμπαχ, το 2014, όταν ο Πούτιν εισέβαλε στην Κριμαία, η Δύση επέβαλε κυρώσεις σε όλους τους δισεκατομμυριούχους που ήταν πραγματικοί σύμμαχοί του -τον Γιούρι Κοβάλτσουκ, τον Αρκάντι Ρότενμπεργκ και τον Μπόρις Ρότενμπεργκ- και που τον βοήθησαν ν’ ανεβεί την «σκάλα του πλούτου» τη δεκαετία του 1990. Ο Πούτιν είναι «σε μεγάλο βαθμό αδιάφορος» για την υπόλοιπη επιχειρηματική ελίτ, ακόμη και γι’ αυτούς που ισχυρίζονται ότι είναι κοντά στον πρόεδρο, προσθέτει ο Λίνγκελμπαχ. Ένα παράδειγμα αυτής της δυναμικής, το οποίο το είδαμε δημοσίως, ήταν η συνάντηση που είχε ο Πούτιν στις 24 Φεβρουαρίου με μια ομάδα της επιχειρηματικής ελίτ της χώρας. Ο Πούτιν μίλησε, κι έπειτα σηκώθηκε κι έφυγε. Κανένας από τους δισεκατομμυριούχους δεν επιτρεπόταν να κάνει μία ερώτηση ή να πει μία λέξη.
Όταν ο Πούτιν φυλάκισε τον πλουσιότερο άνθρωπο της Ρωσίας
«Αυτός τους έκανε πλούσιους», υπογραμμίζει η Αλεξάνδρα Βακρού, διευθύντρια του Κέντρου Ρωσικών και Ευρασιατικών Σπουδών Ντέιβις του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ. Για τον Πούτιν, οι ολιγάρχες είναι «βασικά υπηρέτες που υποτίθεται ότι θα διατηρούσαν την οικονομία εν λειτουργία». Εάν τα έθνη που είναι σύμμαχα με την Ουκρανία πρόκειται ν’ ακρωτηριάσουν τη ρωσική οικονομία, τότε οι υπηρέτες είναι απλώς περισπασμοί, τόνισε η Βακρού. Ο Πίτερ Ράτλαντ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Γουέσλιαν που μελέτησε τη Ρωσία επί περισσότερες από τρεις δεκαετίες, επισημαίνει τη σύλληψη του πλουσιότερου τότε ανθρώπου της Ρωσίας, Μιχαήλ Χοντορκόφσκι, το 2003, ως «σημείο καμπής» στις σχέσεις του Πούτιν με τους δισεκατομμυριούχους.
Ο Χοντορκόφσκι, του οποίου η περιουσία εκτιμάται ότι ήταν 3,7 δισεκατομμύρια δολάρια, ρίχτηκε στη φυλακή για φερόμενη φοροδιαφυγή αφότου χρηματοδότησε κόμματα της αντιπολίτευσης. Εκ των υστέρων, μπορούμε να δούμε ότι τότε ήταν η εποχή που ο Πούτιν άρχισε να επιλέγει την ασφάλεια έναντι της οικονομίας, λέει ο Ράτλαντ. Αυτό, η εισβολή στην Ουκρανία το πάει ένα βήμα παραπέρα. «Τώρα ξέρουμε πολύ καλά ότι βασικά δεν δίνει δεκάρα τσακιστή για τις κυρώσεις της Δύσης», συμπληρώνει. Άλλοι υποστηρίζουν ότι ο Πούτιν βλέπει τις κυρώσεις ως ένα μέσο ισχυροποίησης της εξουσία που ασκεί επάνω στους ολιγάρχες. Ο Πούτιν έχει δομήσει το οικονομικό σύστημα της Ρωσίας ούτως ώστε οι κυρώσεις να κάνουν τους δισεκατομμυριούχους να εξαρτώνται περισσότερο από αυτόν, δηλώνει ο Ντανιέλ Τράισμαν, καθηγητής πολιτικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες.
«Οι ολιγάρχες της Ρωσίας βασίζονται στον Πούτιν, του οποίου η προσωπική άδεια απαιτείται για να κερδίσουν μεγάλα χρηματικά ποσά εντός της χώρας», τονίζει. Επί χρόνια οι ολιγάρχες πωλούσαν περιουσιακά στοιχεία κι ελέγετο θα μετέτρεπαν τα ρούβλια τους σε δολάρια και θα τα μετέφεραν εκτός Ρωσίας για να μειώσουν τους κινδύνους χρησιμοποιώντας ένα πιο σταθερό νόμισμα. Όποτε δεν τους επιτρέπεται να αποκομίσουν κέρδη στο εξωτερικό, οι ολιγάρχες αναγκάζονται να διπλασιάσουν τις δραστηριότητές τους στη Ρωσία. «Υπό αυτήν την έννοια, η τρέχουσα απομόνωση και η μείωση του πλούτου των ολιγαρχών αυξάνει τη μόχλευση που ασκεί ο Πούτιν επάνω τους», εξηγεί ο Τράισμαν.
Ξεπούλημα κι εξαγορά
Άλλο ένα πιθανό όφελος για τον Πούτιν:
Τα προβλήματα των ολιγαρχών θα μπορούσαν να τους οδηγήσουν να πωλούν «κοψοχρονιά» περιουσιακά στοιχεία τους και μια νέα σοδειά επενδυτών να τα πάρει φθηνά και ως εκ τούτου να είναι υπόχρεη στον πρόεδρο, δηλώνει ο Στάνισλαβ Μάρκους, καθηγητής διεθνών επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καρολίνας. «Η πρόβλεψή μου είναι ότι θα εξαγοραστούν από τους φίλους του Πούτιν στις υπηρεσίες επιβολής του νόμου», προσθέτει ο Μάρκους. Δεν είναι όλοι πεπεισμένοι ότι οι κυρώσεις θα μπορούσαν να έχουν θετικό αντίκτυπο στον Πούτιν. Πηγή εξοικειωμένη με τις εσωτερικές λειτουργίες της ρωσικής κυβέρνησης, που ζήτησε να παραμείνει ανώνυμη λόγω των ευαισθησιών του θέματος, συμφώνησε μεν ότι ο Πούτιν καλοβλέπει την εισροή των ρωσικών κεφαλαίων που είχαν σπρωχτεί στο εξωτερικό, αλλά πιστεύει ότι η θέση του προέδρου γίνεται πιο αδύναμη όσο μειώνεται η πρόσβαση της Ρωσίας στον υπόλοιπο κόσμο.
Ο Μπιλ Μπράουντερ, Αμερικανός χρηματοοικονομικός σύμβουλος και εξέχων επικριτής του Πούτιν, ο οποίος επιμένει ότι ο Ρώσος πρόεδρος έχει εκβιάσει τους κορυφαίους ολιγάρχες της χώρας για να του δώσουν το 50% του πλούτου τους (ειδάλλως θα τους φυλακίσει και θα τους πάρει το 100%), υποστηρίζει ότι οι κυρώσεις θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο τέλος των πόρων που χρειάζεται ο Πούτιν για να συνεχίσει τον πόλεμο. Εν τω μεταξύ, η Σάρα Μέντελσον, επικεφαλής του Κολεγίου Χάιντς του Πανεπιστημίου Κάρνεγκι Μέλον στην Ουάσιγκτον, λέει ότι οι κυρώσεις έχουν «απειλήσει» ένα από τα θεμέλια του καθεστώτος του Πούτιν. Φυσικά, είναι αδύνατο να γνωρίζουμε τι ακριβώς σκέφτεται ο Πούτιν. Οι χώρες που τάσσονται στο πλευρό της Ουκρανίας βασίζονται στις κυρώσεις κατά των δισεκατομμυριούχων της Ρωσίας. Θεωρούν ότι θα βοηθήσουν να αυξηθεί η πίεση που ασκείται στον πρόεδρο να αλλάξει πορεία και να τερματίσει τη βία. Τα σημάδια από το Κρεμλίνο, ωστόσο, δείχνουν ότι ο Πούτιν μπορεί να μην ενοχληθεί ούτε κατ’ ελάχιστον.
Γιατί ορισμένοι Ρώσοι ολιγάρχες δεν έχουν τιμωρηθεί
Ύστερα από την εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία, είκοσι Ρώσοι ολιγάρχες έχουν πληγεί με κυρώσεις από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους (εδώ). Ενώ ο κατάλογος μεγαλώνει μέρα με τη μέρα και ο πόλεμος στην Ουκρανία μαίνεται, προκύπτουν πολλά ερωτήματα όσον αφορά στο ποιος τιμωρείται και ποιος όχι. Πάρτε για παράδειγμα τον Ισκάντερ Μαχμούντοφ, τον ιδιοκτήτη του ρωσικού κολοσσού μετάλλων Ural Mining. Ο Μαχμούντοφ κατηγορήθηκε -μαζί με τον επιχειρηματικό του εταίρο, τον υπόδικο Όλεγκ Ντεριπάσκα- ότι ηγήθηκαν ενός «μαζικού εκβιασμού» που περιελάμβανε «σωματική βία, απάτη αλληλογραφίας και ηλεκτρονικών μηνυμάτων και ξέπλυμα χρήματος στις Ηνωμένες Πολιτείες» σε ομοσπονδιακή αγωγή των ΗΠΑ που κατατέθηκε το 2003 (η υπόθεση απορρίφθηκε για λόγους δικαιοδοσίας· ο Makmudov αρνήθηκε οποιαδήποτε αδικοπραγία). Ο μεγιστάνας των ορυχείων είναι «πολύ κοντά στο Κρεμλίνο», λέει ο Άντερς Άσλουντ, οικονομολόγος και ειδικός στην πλουτοκρατία της Ρωσίας.
Παρά το βιογραφικό του, ο Μαχμούντοφ απουσιάζει από τη λίστα του Υπουργείου Οικονομικών των Ηνωμένων Πολιτειών με τα άτομα που υπόκεινται σε κυρώσεις. Είναι ένας από τους πολλούς Ρώσους ολιγάρχες που στις 10 Μαρτίου γλύτωσαν τις κυρώσεις από τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Άλλες παραλείψεις περιλαμβάνουν:
- Tον μεγιστάνα της ενέργειας Λεονίντ Μίκελσον, ο οποίος κατέχει μεγάλα μερίδια στην εταιρεία παραγωγής φυσικού αερίου Novatek και στην πετροχημική εταιρεία Sibur μαζί με τον επιχειρηματικό του εταίρο, Γκενάντι Τιμτσένκο, βασικό σύμμαχο του Πούτιν που ήταν μεταξύ των πρώτων Ρώσων δισεκατομμυριούχων στους οποίους επιβλήθηκαν κυρώσεις από τις ΗΠΑ το 2014.
- Toν Βλαντιμίρ Ποτάνιν, τον πρώην αναπληρωτή πρωθυπουργό της Ρωσίας μεταξύ του Αυγούστου του 1996 και του Μαΐου του 1997, οπότε και ο Μπόρις Γέλστιν ήταν πρόεδρος.
- Τον Ντμίτρι Ριμπολόβλεφ, τον ιδιοκτήτη της γαλλικής ποδοσφαιρικής ομάδας AS Monaco της Ligue 1, ο οποίος είναι γνωστός σε πολλούς Αμερικανούς ως ο ολιγάρχης που αγόρασε το Maison de L’Amitie, την έπαυλη του Ντόναλντ Τραμπ μπροστά στον ωκεανό στο Παλμ Μπιτς, ένατι 95 εκατομμυρίων δολαρίων το 2008. Έκτοτε το πούλησε.
Το συνονθύλευμα κυρώσεων σε Ρώσους ολιγάρχες από τις δυτικές κυβερνήσεις έκανε πολλούς ειδικούς σε θέματα της Ρωσίας και παρατηρητές να ρωτήσουν:
«Πώς αποφασίζουν οι αξιωματούχοι των κυρώσεων ποιον να κυνηγήσουν και ποιον να γλυτώσουν;»
Η απάντηση είναι ένας συνδυασμός πολιτικών, οικονομικών και γεωστρατηγικών εκτιμήσεων, σύμφωνα με ειδικούς σε κυρώσεις, δικηγόρους και πρώην αξιωματούχους του Υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ που μίλησαν με το Forbes για τις συζητήσεις πίσω από τις αποφάσεις κυρώσεων, συμπεριλαμβανομένων πιθανών λόγων για τους οποίους ορισμένοι Ρώσοι ολιγάρχες δεν τιμωρήθηκαν. «Οι άνθρωποι που μπήκαν σε λίστες κυρώσεων τοποθετούνται εκεί για συγκεκριμένους λόγους πολιτικής», λέει ο Άνταμ Σμιθ, πρώην σύμβουλος του Γραφείου Ελέγχου Ξένων Περιουσιακών Στοιχείων του Υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ υπό τον Πρόεδρο Ομπάμα. Μερικοί ολιγάρχες «είναι πιο σημαντικοί, για λόγους πολιτικής, από άλλους».
Ο Πίτερ Στάνο, εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας, αρνήθηκε να σχολιάσει τις συζητήσεις για τις κυρώσεις της ΕΕ και προσέθεσε: «Όλες οι αποφάσεις για την επιβολή νέων κυρώσεων λαμβάνονται από τα κράτη-μέλη στο Συμβούλιο με συναίνεση, αλλά τίποτα δεν είναι εκτός τραπεζιού». Ένας εκπρόσωπος του Γραφείου Εξωτερικών, Κοινοπολιτείας και Ανάπτυξης του Ηνωμένου Βασιλείου κατηύθυνε το Forbes στις πιο πρόσφατες κυρώσεις του και δήλωσε το εξής: «Από την έναρξη της εισβολής, το Ηνωμένο Βασίλειο έχει επιβάλει κυρώσεις σε περισσότερα από 200 από τα πιο σημαντικά και υψηλής αξίας άτομα, διοικητικούς φορείς, οργανώσεις, οργανισμούς και θυγατρικές εταιρείες της Ρωσίας, με πάνω από 500 από αυτά να καλύπτονται πλέον από τη λίστα κυρώσεων του Ηνωμένου Βασιλείου». Ένας εκπρόσωπος του Υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ αρνήθηκε να σχολιάσει.
Οι εμπορικές σχέσεις, οι επενδυτικοί δεσμοί και οι τιμές της παγκόσμιας αγοράς είναι κρίσιμοι παράγοντες στην πολιτική κυρώσεων μιας χώρας, σύμφωνα με ειδικούς. Η κυριαρχία της Ρωσίας στις εξαγωγές πετρελαίου, φυσικού αερίου και εμπορευμάτων έχει συνδέσει τη μοίρα των δυτικών κατασκευαστών και επιχειρήσεων με τις ρωσικές εταιρείες και τους ολιγάρχες ιδιοκτήτες τους. Οι Ρώσοι ολιγάρχες «μπορεί να είναι τραμπούκοι, αλλά δεν είναι τραμπούκοι άνευ σημασίας», λέει ο Ρίτσαρντ Νεφιού, ο οποίος εργάστηκε για την πολιτική κυρώσεων στο Ιράν στο Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ υπό την κυβέρνηση Ομπάμα. «Οι ολιγάρχες είναι άνθρωποι που έχουν σημαντικές οικονομικές σχέσεις τις οποίες πρέπει να συνυπολογίσεις. Αυτό δεν σημαίνει ότι αποκλείεται να τους επιβάλεις κυρώσεις, παρά ότι οφείλεις να το επεξεργαστείς παραπάνω και να είσαι πιο προσεκτικός».
Οι αξιωματούχοι των κυρώσεων των ΗΠΑ είναι εξοικειωμένοι με αυτήν τη λειτουργία εξισορρόπησης. Το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ ήρε τις κυρώσεις τον Δεκέμβριο του 2018 κατά της Rusal, παραγωγού μετάλλων του Όλεγκ Ντεριπάσκα, μα και της μητρικής της εταιρείας, En+, λιγότερο από ένα χρόνο μετά από την επιβολή τους, διότι αυτές οι κυρώσεις προκάλεσαν έκρηξη των τιμών του αλουμινίου με αποτέλεσμα να πληγούν οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι των ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ ισχυρίστηκαν ότι χαλάρωσαν τις κυρώσεις στις εταιρείες του Ντεριπάσκα επειδή ο ίδιος είχε παραιτηθεί από την ιδιοκτησία τους, αλλά ήταν τα ευρωπαϊκά λόμπι και τα εμπορικά συμφέροντα που ώθησαν τις ΗΠΑ να καταλήξουν σε συμφωνία, λέει ο Νεφιού. «Όπως διαπιστώσαμε με τον Ντεριπάσκα, προβήκαμε σε αυτήν την ενέργεια και στη συνέχεια οι παγκόσμιες τιμές αλουμινίου εκτοξεύτηκαν. Το συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι κάτι μπορεί να έχει πολύ νόημα και είναι απολύτως δικαιολογημένο, αλλά ταυτόχρονα μπορεί να έχει σημαντικές οικονομικές συνέπειες».