Από τις ελλείψεις τροφίμων στα ράφια του σούπερ μάρκετ, μέχρι και την ξέφρενη άνοδο στις τιμές των καυσίμων, ολόκληρος ο πλανήτης έχει πληγεί από τον πόλεμο στην Ουκρανία, το τέλος του οποίου ακόμα δε διαφαίνεται στον ορίζοντα.
Είναι γεγονός ότι το εμπάργκο της Ρωσίας σε ουκρανικά λιμάνια, σε συνδυασμό με τις επακόλουθες κυρώσεις που επέβαλε η Δύση στη Μόσχα, έφεραν τρομακτική αύξηση στις τιμές των τροφίμων, εγείροντας φόβους για ελλείψεις σε δημητριακά και κορύφωση της παγκόσμιας πείνας.
Καθώς, μάλιστα, οι τιμές ανεβαίνουν διαρκώς -με τις ανάγκες των λιγότερο προνομιούχων συνανθρώπων μας να μεγαλώνουν ανάλογα- το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα, που το 2019 τάισε 97 εκατομμύρια ανθρώπους, έρχεται αντιμέτωπο με σοβαρά οικονομικά προβλήματα.
Την περασμένη Τρίτη, το Πρόγραμμα ανακοίνωσε τη διακοπή της επισιτιστικής αρωγής στο Νότιο Σουδάν, καθώς η χρηματοδότηση εξαντλήθηκε.
«Πλέον πρέπει να αποφασίσουμε ποια παιδιά θα φάνε και ποια όχι, ποια παιδιά θα ζήσουν και ποια θα πεθάνουν», ανακοίνωσε ο εκτελεστικός διευθυντής του Προγράμματος, Ντέιβιντ Μπίσλεϊ.
Οι επιπτώσεις του πολέμου στην παγκόσμια πείνα
Η Ουκρανία μαζί με τη Ρωσία παράγουν το ένα τρίτο των σιτηρών της παγκόσμιας αγοράς και περίπου το 25% της ποσότητας κριθαριού του πλανήτη, με βάση τα στοιχεία του Διεθνούς Ινστιτούτου Έρευνας Διατροφικών Αρχών (IFPRI). Οι εξαγωγές από τις δύο αυτές χώρες απαρτίζουν το 12% της συνολικής θερμιδικής αξίας που εμπορεύεται η ανθρωπότητα.
Όπως δήλωσε ο ουκρανός υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης στο Reuters, Μίκολα Σόλσκι, ο πόλεμος θα μπορούσε να επηρεάσει τρεις σοδειές σιτηρών στην Ουκρανία, ενώ η περσινή σοδειά είναι ακόμα εγκλωβισμένη στα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας.
Τόσο οι αμερικανοί όσο και οι ευρωπαίοι αξιωματούχοι κατηγορούν το Κρεμλίνο για εργαλειοποίηση του φαγητού, απευθύνοντας έκκληση για το άνοιγμα των λιμανιών. Η επισιτιστική κρίση έρχεται να μαστίσει τον πλανήτη τη στιγμή που οι κλιματικές καταστροφές, οι εσωτερικές διαμάχες και οι οικονομικές δυσκολίες μετά την πανδημία του κορονοϊού έχουν ήδη εντείνει το ζήτημα της παγκόσμιας πείνας σε πολλές χώρες, ιδίως στην Αφρική και τη Μέση Ανατολή.
Σύμφωνα με τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, ο αριθμός των ανθρώπων που βιώνουν επισιτιστική ανασφάλεια αναμένεται να αυξηθεί κατά 47 εκατομμύρια φέτος, με τον πόλεμο στην Ουκρανία να αποτελεί βασικό παράγοντα που συνεισφέρει στο ζήτημα της επισιτιστικής κρίσης.
Οι χώρες που έχουν χτυπηθεί περισσότερο, δυστυχώς, είναι οι αναπτυσσόμενες, αφού η ευάλωτη οικονομία τους δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στις προκλήσεις με τις οποίες έχει έρθει αντιμέτωπη.
Όπως εξηγεί, μάλιστα, στην Washington Post η τοπική διευθύντρια του Παγκόσμιου Επισιτιστικού Προγράμματος, Κορίν Φλέτσερ, οι περιοχές της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής έχουν επηρεαστεί σημαντικά από τον πόλεμο, λόγω της εγγύτητάς τους στη Μαύρη Θάλασσα.
Ήδη, ο υποσιτισμός στην ευρύτερη περιοχή έχει αυξηθεί κατά 25%, ως απόρροια της πανδημίας του κορονοϊού: «Αναμένουμε περεταίρω 10 με 12% άνοδο, διότι αυτοί οι άνθρωποι που τώρα κινδυνεύουν βλέπουν τις τιμές να αυξάνονται. Το πρόβλημα εφοδιασμού ίσως θα είναι η σταγόνα που θα κάνει το ποτήρι να ξεχειλίσει για πάρα πολλούς ανθρώπους», είπε η ίδια.
Σύμφωνα με το σχετικό δημοσίευμα της Washington Post, οι 5 χώρες που έχουν χτυπηθεί περισσότερο από τον ουκρανικό πόλεμο είναι οι παρακάτω:
Νιγηρία
Η πολυπληθέστερη χώρα της Αφρικής είναι σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από τα εισαγόμενα σιτηρά, καθώς η κατανάλωση είναι μεγάλη, αλλά η εγχώρια παραγωγή δεν ξεπερνά το 1%.
Περίπου το 43% των κατοίκων της χώρας ζουν κάτω από το όριο της φτώχιας, ενώ ο υποσιτισμός έχει προκαλέσει καθυστέρηση ανάπτυξης σε περισσότερα από το 33% των παιδιών κάτω των 5 ετών, όπως αναφέρουν στοιχεία που δημοσιοποίησε η νιγηριανή κυβέρνηση το 2018. Φέτος, ο αριθμός των ανθρώπων που συμπεριλαμβάνονται στην κατηγορία «έκτακτης ανάγκης» της αναφοράς για τα «Επίκεντρα Πείνας» αναμένεται να φτάσει το 1,2 εκατομμύριο μέχρι τον Αύγουστο.
Ο Ουκρανικός πόλεμος έχει επιδεινώσει μια κατάσταση που είναι ήδη οριακή, αφού η Νιγηρία μαστίζεται από εξεγέρσεις, ενώ οι προβλέψεις για ξηρασία ανησυχούν σημαντικά τις Νότιες περιοχές της χώρας.
«Η Αφρική δεν έχει κανέναν έλεγχο στις αλυσίδες παραγωγής και βρίσκεται στο έλεος της όλης κατάστασης», δήλωσε ο Πρόεδρος της Σενεγάλης Macky Sall, πριν από ένα ταξίδι στη Ρωσία που έκανε πρόσφατα, επιδιώκοντας να βρεθεί μια λύση για την επισιτιστική κρίση. Όπως τόνισε ο ίδιος, ο λιμός θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει ολόκληρη την ήπειρο.
Σομαλία και Αιθιοπία
Μαζί με την Κένυα, η Σομαλία και η Αιθιοπία υποφέρουν από την χειρότερη ξηρασία που έχει σημειωθεί εδώ και δεκαετίες. Το Παγκόσμιο Πρόγραμμα Διατροφής προειδοποιεί ότι 20 εκατομμύρια άνθρωποι στην περιοχή θα βιώσουν την επισιτιστική ανασφάλεια, μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους.
«Οι χώρες στο Κέρας της Αφρικής χρειάστηκε να εισάγουν περισσότερο φαγητό από ό,τι συνήθως φέτος, εξαιτίας των ακραίων κλιματικών συνθηκών. Αλλά η Σομαλία στηρίζεται στη Ρωσία και την Ουκρανία όσον αφορά τα σιτηρά, οι οποίες καλύπτουν πάνω από το 90% των εισαγωγών», τονίζει ο διευθυντής έρευνας του IFPRI, Ντέιβιντ Λαμπόρντ.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει ήδη οδηγήσει σε κατακόρυφη αύξηση των τιμών στα είδη πρώτης ανάγκης, με τις ομάδες αρωγής να αναφέρουν πως υπάρχει «τεράστια έλλειψη» σε λάδι και ψωμί. Αλλά και στην Αιθιοπία, άνω των 9 εκατομμυρίων ανθρώπων έχουν χρειαστεί επισιτιστική βοήθεια λόγω του πολέμου, σύμφωνα με τα στοιχεία των Ηνωμένων Εθνών. Αυτή τη στιγμή παιδιά πεθαίνουν από υποσιτισμό, μεταδίδουν οι New York Times, ενώ 2 εκατομμύρια σε Σομαλία Αιθιοπία και Κένυα χρήζουν άμεσης ιατρικής βοήθειας.
Οι εσωτερικές διαμάχες περιπλέκουν περεταίρω την πρόσβαση στο φαγητό, με τις συγκρούσεις μεταξύ της κυβέρνησης και της ένοπλης οργάνωσης al-Shabab -συνδεδεμένης με την Αλ Κάιντα- να κλιμακώνει την ήδη τεταμένη κατάσταση. Στην Αιθιοπία, από την άλλη, η κυβέρνηση του πρωθυπουργού, Άμπιι Αχμέντ, παλεύει με τους επαναστάτες από την περιοχή του Βόρειου Τιγκράι τα τελευταία δύο χρόνια.
Αίγυπτος
Η γειτονική μας Αίγυπτος είναι ένας από τους μεγαλύτερους εισαγωγείς σε σιτηρά, με τη Ρωσία και την Ουκρανία να απαρτίζουν άνω του 80% των εισαγωγών αυτών -ή τουλάχιστον αυτό γινόταν πριν την έναρξη του πολέμου.
Είναι εμφανές το πώς ο πόλεμος αποδιοργάνωσε τα αποθέματα σε τρόφιμα, τη στιγμή που η αιγυπτιακή κυβέρνηση επιχορηγεί το ψωμί σε πάνω από 70 εκατομμύρια εκ των συνολικά 102 κατοίκων του κράτους. Ήδη, η κυβέρνηση έχει επιβάλει αυστηρότερες προϋποθέσεις για τους δικαιούχους, προσπαθώντας να μειώσει την ποσότητα σιτηρών που θα επιχορηγεί.
«Η πείνα δεν αποτελεί πηγή ανησυχίας στην Αίγυπτο. Η ανησυχία σχετίζεται με το κόστος που θα κληθεί να πληρώσει η κυβέρνηση προκειμένου να διατηρήσει τα προγράμματα κοινωνικής ασφάλειας και να αποφύγει την πολιτική αστάθεια», επισημαίνει ο Λαμπόρντ. Η άνοδος στις τιμές των τροφίμων, εξάλλου, ήταν ένας βασικός παράγοντας που οδήγησε στις επαναστάσεις της «Αραβικής Άνοιξης» του 2011.
«Η σύγκρουση οδηγεί στην πείνα και η πείνα ‘ταΐζει’ τις συγκρούσεις», προσθέτει η Φλέτσερ.
«Για να μειώσει τον αντίκτυπο του ρωσο-τουρκικού πολέμου, η κυβέρνηση της Αιγύπτου ψάχνει για νέους προμηθευτές, ενώ έχει διατάξει τους αγρότες να θερίσουν το σιτάρι τους νωρίτερα. Ταυτόχρονα, η αναζήτηση κεφαλαίων από τη Σαουδική Αραβία και το ΔΝΤ, προκειμένου να συνεχίσει τη χρηματοδότηση των επιδοτήσεων ψωμιού, έχει ξεκινήσει», μεταδίδει η Wall Street Journal.
Υεμένη
Οι τιμές των τροφίμων αλλά και των καυσίμων ήταν ήδη υψηλές στην Υεμένη, η οποία μαστίζεται από έναν σχεδόν οκταετή εμφύλιο πόλεμο, με αποτέλεσμα το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα να προσφέρει επισιτιστική βοήθεια σε 13 εκατομμύρια ανθρώπους, προτού καν ξεκινήσει ο πόλεμος.
Υπό φυσιολογικές συνθήκες, το Πρόγραμμα αγοράζει τις μισές περίπου από τις προμήθειές του από την Ουκρανία, αλλά οι εξελίξεις στο ρωσο-ουκρανικό μέτωπο έχουν προκαλέσει αναταραχές στη διαδικασία.
«Το Πρόγραμμα ήδη χρειάστηκε να κόψει τις μερίδες 8 εκατομμυρίων ανθρώπων στην Υεμένη, προτού ξεκινήσει η ρωσική εισβολή. Τώρα, φοβόμαστε πως θα χρειαστεί να αποκλείσουμε ακόμα περισσότερους», υπογραμμίζει η Φλέτσερ.