Η Γαλλική τσιμεντοβιομηχανία Lafarge SA δήλωσε την Τρίτη ένοχη και συμφώνησε να καταβάλει 790 εκατομμύρια ευρώ για την επίλυση ομοσπονδιακής ποινικής δίωξης των ΗΠΑ που σχετίζεται με τις πληρωμές της γαλλικής εταιρείας προς τον ISIS και μια άλλη τρομοκρατική ομάδα για να συνεχίσει να λειτουργεί ένα εργοστάσιο τσιμέντου Jalabiya στη Συρία.
Οι πληρωμές ύψους 10,24 εκατομμυρίων δολαρίων προς το ISIS, το Μέτωπο αλ Νούσρα και τους μεσάζοντες πραγματοποιήθηκαν από τον Αύγουστο του 2013 έως τον Οκτώβριο του 2014 και συνέβησαν ακόμη και όταν η τρομοκρατική ομάδα απήγαγε και σκότωνε Δυτικούς.
«Η Lafarge παραδέχτηκε και ανέλαβε την ευθύνη για το συγκλονιστικό έγκλημά της», δήλωσε σε ανακοίνωσή του ο εισαγγελέας των ΗΠΑ Μπρίον Πις. «Ποτέ στο παρελθόν δεν έχει κατηγορηθεί εταιρεία για παροχή υλικής υποστήριξης και πόρων σε ξένες τρομοκρατικές οργανώσεις» πρόσθεσε.
Το γραφείο του Πις δήλωσε ότι τα στελέχη της Lafarge Cement Syria αγόραζαν υλικά που χρειάζονταν για το εργοστάσιο τσιμέντου τους στην περιοχή Jalabiyeh της βόρειας Συρίας από προμηθευτές που ελέγχονταν από το ISIS και πλήρωναν μηνιαίες «δωρεές» στο ISIS και το Μέτωπο Αλ- Νούσρα (ANF), ώστε οι εργαζόμενοι, οι πελάτες και οι προμηθευτές να μπορούν να περνούν τα σημεία ελέγχου γύρω από το εργοστάσιο.
Η Lafarge Cement Syria (LCS) «τελικά συμφώνησε να καταβάλλει πληρωμές στην ISIS με βάση τον όγκο του τσιμέντου που η LCS πωλούσε στους πελάτες της, κάτι που τα στελέχη της Lafarge και της LCS παρομοίαζαν με την καταβολή «φόρων»», ανέφερε το γραφείο του Πις.
Το κατηγορητήριο κατά της Lafarge και της καταργημένης συριακής θυγατρικής της αποκαλύφθηκε στο Περιφερειακό Δικαστήριο των ΗΠΑ στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, κατηγορώντας τους για συνωμοσία και την παροχή υλικής υποστήριξης σε χαρακτηρισμένη ξένη τρομοκρατική οργάνωση, η Lafarge δήλωσε ένοχη και καταδικάστηκε σε ακρόαση εκεί.
Κανένα άτομο δεν έχει κατηγορηθεί για την υπόθεση, αλλά οι αρχές δήλωσαν ότι η έρευνά τους συνεχίζεται.
«Εν μέσω ενός εμφυλίου πολέμου, η Lafarge έκανε την αδιανόητη επιλογή να δώσει χρήματα στα χέρια του ISIS, μιας από τις πιο βάρβαρες τρομοκρατικές οργανώσεις στον κόσμο, ώστε να συνεχίσει να πουλάει τσιμέντο», δήλωσε ο Πις για να προσθέσει ότι «η Lafarge το έκανε αυτό όχι μόνο σε αντάλλαγμα για την άδεια λειτουργίας του εργοστασίου τσιμέντου της - που θα ήταν αρκετά κακό - αλλά και για να αξιοποιήσει τη σχέση της με τον ISIS για οικονομικό όφελος, ζητώντας τη βοήθεια του ISIS για να πλήξει τον ανταγωνισμό της Lafarge με αντάλλαγμα ένα μερίδιο από τις πωλήσεις της Lafarge».
Ενώ η εξέλιξη αυτή αναφέρθηκε ως έκτακτη είδηση από ειδησεογραφικά πρακτορεία και ιστότοπους σε όλο τον κόσμο, ο γαλλικός Τύπος παρέμεινε σιωπηλός.
Το ίδιο σιωπηλή έχει μείνει και η Γαλλική Κυβέρνηση με την Γαλλίδα βουλευτή Κλεμεντίν Οταίν να αντιδρά με σκληρή γλώσσα στο γεγονός ότι η γαλλική εταιρεία Lafarge, δεν αντιμετώπισε κυρώσεις στη χώρα της, αφού παραδέχθηκε την ενοχή της στις ΗΠΑ.
Σε δήλωσή της στο λογαριασμό της στο Twitter, η Οταίν, μέλος του αριστερού Κινήματος Ανυπότακτη Γαλλία (LFI), υπενθύμισε ότι οι ΗΠΑ τιμώρησαν τη Lafarge για τη χρηματοδότηση της DAESH.
«Αλλά τι γίνεται με τη Γαλλία; Έχω καλέσει την κυβέρνηση πολλές φορές, έχουμε καλέσει την κυβέρνηση. Μάταια.» Η Οταίν επεσήμανε ότι η σιωπή και η αδράνεια της κυβέρνησης του προέδρου Εμανουέλ Μακρόν σημαίνει συνενοχή και δήλωσε ότι «αυτοί που έκαναν διαλέξεις για την Δημοκρατία δεν φαίνονται πουθενά σήμερα».
Στην υπόθεση της Lafarge εμπλέκεται όμως και η Τουρκία και το Πρακτορείο Anadolu που το 2021 δημοσίευσε έγγραφα που αποδείκνυαν την ενοχή της Γαλλικής εταιρείας τσιμέντου, η οποία χρηματοδοτούσε τις τρομοκρατικές οργανώσεις εν γνώση των γαλλικών μυστικών υπηρεσιών.
Η Τουρκία είχε κατηγορήσει επίσης γαλλικές εταιρείες τηλεπικοινωνιών για παροχή ίντερνετ και επικοινωνιών στις τρομοκρατικές οργανώσεις που βρίσκονταν στην Συρία.
Σύμφωνα με τα έγγραφα, η Lafarge ενημέρωνε συνεχώς τις γαλλικές υπηρεσίες πληροφοριών για τη σχέση της με την τρομοκρατική οργάνωση ISIS. Οι γαλλικές μυστικές υπηρεσίες και οι κρατικοί θεσμοί δεν προειδοποίησαν τη Lafarge ότι διέπραττε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας χρηματοδοτώντας την τρομοκρατία και το παραδέχθηκαν σε εμπιστευτικά πρακτικά. O ISIS χρησιμοποίησε τσιμέντο από τη Lafarge για την κατασκευή καταφυγίων και σηράγγων.
Στο πλαίσιο της έρευνας που ξεκίνησε κατά της εταιρείας τον Ιούνιο του 2017, ορισμένα ανώτερα στελέχη, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου της Lafarge Μπρούνο Λαφόντ, κατηγορήθηκαν για «χρηματοδότηση της τρομοκρατίας».
Η κατηγορία για «συνέργεια σε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας» κατά της εταιρείας τον Ιούνιο του 2018 αποσύρθηκε τον Νοέμβριο του 2019.
Οι εμπλεκόμενοι στην υπόθεση πολίτες, η ΜΚΟ κατά της διαφθοράς Sherpa και το Ευρωπαϊκό Κέντρο για τα Συνταγματικά και Ανθρώπινα Δικαιώματα, άσκησαν έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά της απόρριψης των κατηγοριών.
Στις 7 Σεπτεμβρίου 2021, το Ανώτατο Δικαστήριο της Γαλλίας αποφάνθηκε ότι η Lafarge μπορεί να κατηγορηθεί για «συνέργεια σε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας» για τη χρηματοδότηση τρομοκρατών του ISIS στη Συρία.
Στις 18 Μαΐου, το Εφετείο του Παρισιού ενέκρινε επίσης έρευνα κατά του γαλλικού κολοσσού τσιμέντου Lafarge, ο οποίος αποδείχθηκε ότι χρηματοδότησε την τρομοκρατική οργάνωση του ISIS στη Συρία με έγγραφα που εξασφάλισε το Anadolu, για φερόμενη «συνενοχή σε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας».
Η γαλλική Lafarge, μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες τσιμέντου στον κόσμο, συνέχισε τις δραστηριότητές της στη Συρία παρά τον εμφύλιο πόλεμο που ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2011.
Η εταιρεία, η οποία συνέχισε τις παραγωγικές της δραστηριότητες παρά την κατάληψη της περιοχής από την τρομοκρατική οργάνωση του ISIS, σταμάτησε τις δραστηριότητές της στα τέλη του 2014, αλλά αποκαλύφθηκε ότι η εταιρεία όχι μόνο πλήρωνε «φόρο τιμής» στους τρομοκράτες για να συνεχίσει τις δραστηριότητές της στην περιοχή Chalabiyeh, αλλά προμηθεύονταν επίσης υλικά και μαζούτ από την οργάνωση.
Τον Ιούλιο του 2015, η εταιρεία συγχωνεύθηκε με την ελβετική αντίπαλη Holcim και άλλαξε το όνομά της.