Μια από τις στιγμές στην ιστορία σαν σήμερα, 17 Νοεμβρίου του 1980. Η Ιταλίδα δημοσιογράφος Οριάνα Φαλάτσι ήταν στο στούντιο του NBC στη Νέα Υόρκη.
Μιλά με τον Tom Brokaw στην εκπομπή NBC-TV Today για το νέο της βιβλίο για τον Αλέκο Παναγούλη. Φόντο στο βάθος, η μεγάλη φωτογραφία του Παναγούλη.
Το βιβλίο της Φαλάτσι «Ένας άντρας» εκδόθηκε στην Ιταλία και πούλησε εκατομμύρια αντίτυπα.
Η Οριάνα Φαλάτσι γεννήθηκε το 1929 και ο Παναγούλης το 1939. Όταν συνήθηκαν, στις 23 Αυγούστου του 1973, η Φαλάτσι ήταν 44 ετών και ο Παναγούλης 34.
Η Φαλάτσι ήταν πλέον διάσημη. Και πολλοί την θωρούν ως την καλύτερη δημοσιογράφο των δεκαετιών του '60 και του '70. Ήταν πολεμική ανταποκρίτρια και η δημοσιογράφος που πήρε την ιστορική συνέντευξη από τον Χένρι Κίσινγκερ το 1971.
Τότε που Κίσινγκερ της είπε ότι ο πόλεμος του Βιετνάμ ήταν «ένας άχρηστος πόλεμος». Αργότερα, βέβαια, ο Κίσινγκερ δήλωσε ότι ήταν «η πιο καταστροφική συνομιλία που είχα ποτέ με οποιοδήποτε μέλος του Τύπου».
Για πολλά χρόνια η Φαλάτσι ήταν ειδική ανταποκρίτρια του πολιτικού περιοδικού «L'Europeo». Έφτασε στην Αθήνα την ημέρα της αποφυλάκισης του Παναγούλη, που είχε καταδικαστεί δις εις θάνατον για την απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα Παπαδόπουλου το 1968. Ο Παναγούλης βασανίστηκε αλλά είχε αρνηθεί να υποβάλει αίτηση χάριτος.
Η φυλάκιση και τα βασανιστήρια στον Παναγούλη είχαν ξεσηκώσει παγκόσμια κατακραυγή που θορύβησε τη χούντα, ματαιώνοντας την εκτέλεσή του.
Ο Παναγούλης αποφυλακίστηκε βάσει της γενικής αμνηστίας που απένειμε το καθεστώς των συνταγματαρχών στους πολιτικούς κρατουμένους.
Συναντήθηκε στο πατρικό του σπίτι, στη Γλυφάδα, με τη Φαλάτσι που είχε έρθει ως απεσταλμένη του «Europeo» για να του πάρει συνέντευξη.
Στο βιβλίο της περιγράφει εκείνη, την πρώτη τους συνάντηση:.
««Σε περίμενα. Έλα». Με πήρες απ’ το χέρι, με τράβηξες μακριά από το πλήθος, με οδήγησες, περνώντας από τον διάδρομο, σ’ ένα δωμάτιο με μια ντουλάπα που είχε μετατραπεί σε εικονοστάσι.
Εικόνες του Χριστού, της Παναγίας, των αγίων, η μία πάνω στην άλλη μέσα σ’ ένα αργυρόχροο δεισιδαίμον στραφτάλισμα, και αναμμένα κεριά, λιβανιστήρια, λειτουργικά βιβλία. Στην απέναντι γωνία ένα κρεβάτι καλυμμένο με ελληνικά βιβλία. Πάνω στα βιβλία μια μεγάλη ανθοδέσμη με κόκκινα τριαντάφυλλα. Την πήρες, χαρούμενος, μου την έδωσες:
«Για σένα». «Για μένα;!» «Ναι, για σένα». Και έπειτα, αυταρχικά: «Αντρέα!». Μπήκε ο νεαρός που είχες φωνάξει Αντρέα, ένας ψηλός και κομψός τύπος με μπλε κοστούμι κι άσπρο πουκάμισο, στάθηκε σχεδόν σε στάση προσοχής, και σ’ εκείνη την παράδοξη στάση έμεινε να ακούει αυτά που έλεγες στη γλώσσα σου, κι έπειτα μετέφραζε στα αγγλικά.
Ήξερες ιταλικά, είπε, είχες μάθει στη φυλακή, αλλά εκείνα τα χρόνια είχες συνομιλήσει με τη γραμματική και μόνο, επομένως προτιμούσες να έκανε αυτός τον διερμηνέα.
Ήθελες καταρχήν να ζητήσεις συγγνώμη που με υποδεχόσουν σε μια κρεβατοκάμαρα, ήταν η κρεβατοκάμαρα της μητέρας σου και ο μοναδικός χώρος όπου θα μπορούσαμε να μιλήσουμε ανενόχλητοι· ήθελες επίσης να εξηγήσεις πως εκείνα τα βιβλία ήταν τα μεταφρασμένα στα ελληνικά βιβλία μου, πως για να αποκτήσεις ένα απ’ αυτά είχες κάνει απεργία πείνας, πως στη μοναξιά του κελιού σου συχνά σου είχαν κρατήσει συντροφιά και πως τα τριαντάφυλλα σήμαιναν αυτό.
Μου τα ’χες στείλει στο αεροδρόμιο με δυο φίλους, που όμως δεν με είχαν βρει, καθώς το τηλεγράφημα δεν ανέφερε την πτήση που θα έπαιρνα, και τώρα να τα, εδώ. Εγώ άκουγα ξαφνιασμένη, ανίκανη να απαντήσω με μια οποιαδήποτε φράση…»