Από την επίθεση της Χαμάς, στις 7 Οκτωβρίου, οι ΗΠΑ – και εν γένει το δυτικό μπλοκ – επιχείρησαν να κρατήσουν «εκτός πολεμικού κάδρου» το Ιράν, παρότι η Τεχεράνη είναι εκ των βασικών υποστηρικτών της παλαιστινιακής οργάνωσης. Αλλά και το ίδιο το Ιράν, παρά τις απειλές, προσπάθησε να κρατήσει ασφαλείς αποστάσεις από τη σύγκρουση.
Ο λόγος ήταν απλός: Και οι δύο πλευρές γνώριζαν πως η ενεργή εμπλοκή τους θα οδηγούσε σε μια διάχυση της σύγκρουσης και της αστάθειας με σοβαρές διεθνείς επιπτώσεις, όχι μόνο σε στρατιωτικό αλλά και σε οικονομικό επίπεδο.
Το Ιράν ελέγχει σε σημαντικό βαθμό τη βασική οδό διακίνησης του «μαύρου χρυσού», το Στενό του Ορμούζ, του πορθμού που αποτελεί το μοναδικό θαλάσσιο πέρασμα του κόλπου. Από αυτό περνάει το 25% με 30% της παγκόσμιας κατανάλωσης πετρελαίου.
Οι παρεμβάσεις της Τεχεράνης αναμφίβολα θα πυροδοτούσαν νέες αναταράξεις στην παγκόσμια οικονομία, την ώρα που η Δύση μαστίζεται ακόμη από το πληθωριστικό κύμα που προκάλεσε η ενεργειακή κρίση ύστερα από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Ωστόσο, οι δύο πλευρές φαίνεται πως οδηγούνται όλο και πιο κοντά σε μια κατάσταση που εξ αρχής ήθελαν να αποφύγουν.
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ προσπάθησε να αποτρέψει την μετατροπή της σύγκρουσης του Ισραήλ με τη Χαμάς σε έναν σοβαρό περιφερειακό πόλεμο στη Μέση Ανατολή δια αντιπροσώπων. Όμως το Ισραήλ αρνείται προς ώρας να ακολουθήσει τις αμερικανικές «συστάσεις» για αποκλιμάκωση της έντασης στη Λωρίδα της Γάζας και διαμηνύει πως θα συνεχίσει μέχρι τέλους τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στον παλαιστινιακό θύλακα.
Απαντώντας, ο αποκαλούμενος «άξονας της αντίστασης» του Ιράν πραγματοποιεί όλο και πιο επικίνδυνα χτυπήματα, αποδεικνύοντας πως παραμένει μια «ασύμμετρη απειλή» για τις ΗΠΑ, οι οποίες «σέρνονται» σε ένα ακόμη θερμό μέτωπο στη Μέση Ανατολή, από την οποία μέχρι πριν από μερικούς μήνες, σχεδίαζαν να απεγκλωβιστούν.
Οι σύμμαχοι της Τεχεράνης σε Ιράκ και Συρία έχουν εξαπολύσει πλήθος επιθέσεων με ρουκέτες και μη επανδρωμένα αεροσκάφη κατά αμερικανικών στρατευμάτων από την έναρξη του πολέμου στη Γάζα. Οι ΗΠΑ ανταπάντησαν χτυπώντας θέσεις των συμμάχων του Ιράν. Στο Λίβανο, ο παλαιότερος και ισχυρότερος περιφερειακός σύμμαχος του Ιράν, η σιίτικη Χεζμπολάχ, ανταλλάσσει τακτικά πυρά με τις ισραηλινές δυνάμεις.
Στη Υεμένη οι Χούτι, οι αντάρτες που επίσης υποστηρίζονται από το Ιράν, έχουν βάλει στο στόχαστρο τα εμπορικά πλοία που περνούν από την Ερυθρά Θάλασσα και τη διώρυγα του Σουέζ, τη κεντρική θαλάσσια οδό του διεθνούς εμπορίου.
Οι πύραυλοι και τα drones του Χούτι έχουν ταράξει την παγκόσμια αγορά, με πολλές ναυτιλιακές εταιρείες να αναγκάζονται να αναδρομολογήσουν τα πλοία τους. Κάνοντας πλέον τον γύρο της Αφρικής αυξάνεται σημαντικά ο χρόνος του ταξιδιού, προκαλούνται σημαντικές καθυστερήσεις στην εφοδιαστική αλυσίδα και αυξάνεται το κόστος, το οποίο αναμένεται να μετακυλήσει στην αγορά.
Το μεγάλο δίλημμα των ΗΠΑ και ο κίνδυνος ενός «ατυχήματος»
Η κυβέρνηση Μπάιντεν αποφάσισε να ξεκινήσει αεροπορικές επιδρομές κατά των Χούτι, ενώ σύμφωνα με τον Economist, αναμένεται να δεχτεί περισσότερες πιέσεις για να αναλάβει ισχυρότερη δράση ακόμη και εναντίον του ίδιου του Ιράν και όχι μόνο κατά των «αντιπροσώπων» του. Το δίλημμα για το Λευκό Οίκο είναι πραγματικά σοβαρό: «Να μη κάνει τίποτα και οι ΗΠΑ να εμφανιστούν αδύναμες ή να προχωρήσει σε αντίποινα διακινδυνεύοντας έναν νέο πόλεμο και μάλιστα σε μια εκλογική χρονιά».
Σύμφωνα με την Washington Post, η κυβέρνηση Μπάιντεν εκπονεί ήδη σχέδια για μια «παρατεταμένη στρατιωτική εκστρατεία» στην Υεμένη παρά τους ενδοιασμούς ορισμένων αξιωματούχων.
Οι ΗΠΑ και το Ιράν ισορροπούν σε μια επικίνδυνα λεπτή γραμμή. Η Τεχεράνη αναμφίβολα έχει βοηθήσει τους συμμάχους του «άξονα της αντίστασης» να οργανώσουν επιθέσεις για να αποδυναμώσουν το Ισραήλ και να υπονομεύσουν τις επαφές του προηγούμενου διαστήματος για συμφωνίες ειρήνης μεταξύ αραβικών κρατών και Ισραήλ.
Όμως η ισορροπία Ουάσινγκτον και Τεχεράνης θα μπορούσε να καταρρεύσει ανά πάσα ώρα και στιγμή. «Οι Ιρανοί εξακολουθούν να αποστρέφονται τον κίνδυνο», υπογραμμίζει στον Economist ο Αλί Βαέζ της Διεθνούς Ομάδας Κρίσεων. «Υπάρχει η αντίληψη πως το Ισραήλ επιχειρεί να τους παγιδεύσει ώστε να δικαιολογήσει μια επέκταση του πολέμου και να σύρει και τις ΗΠΑ σε αυτόν».
Από την άλλη αξιωματούχοι της κυβέρνησης Μπάιντεν διαμηνύουν επίσης πως δεν επιθυμούν έναν περιφερειακό πόλεμο, ιδιαίτερα ενώ μαίνονται ο πόλεμος στην Ουκρανία και ο ανταγωνισμός με την Κίνα. «Η αμερικανική κυβέρνηση γνωρίζει ότι έχει ένα πρόβλημα χωρίς λύση», λέει ο Άαρον Ντέβιντ Μίλερ του αμερικανικού think tank «Carnegie Endowment for International Peace». «Μπορεί μόνο να προσπαθήσει να το διαχειριστεί».
Η καλύτερη ελπίδα του Τζο Μπάιντεν, σύμφωνα με τον Economist, είναι το Ισραήλ να κερδίσει σύντομα ή τουλάχιστον να τερματίσει τον πόλεμο στη Γάζα, μια εξέλιξη που θα μείωνε την ένταση στην περιοχή. Ωστόσο προς ώρας η ισραηλινή ηγεσία δείχνει απρόθυμη να σταματήσει. Ο αριθμός των νεκρών Παλαιστινίων από τις επιθέσεις διαρκώς αυξάνεται, έχοντας ξεπεράσει τις 25.000.
Όλο και περισσότεροι κατηγορούν το Ισραήλ ακόμη και για γενοκτονία, ενώ ο Μπενιαμίν Νετανιάχου, απορρίπτει κατηγορηματικά την πρόταση του προέδρου των ΗΠΑ για τη δημιουργία ενός παλαιστινιακού κράτους.
Καθώς ο Τζο Μπάιντεν προσπαθεί να κρατήσει τις ισορροπίες στη Μέση Ανατολή, ο Άαρον Ντέβιντ Μίλερ εκτιμά πως ένα ατύχημα ή μια τρομοκρατική επίθεση θα μπορούσε τελικά να πυροδοτήσει τον περιφερειακό πόλεμο, που πολλοί θέλουν να αποφύγουν. «Εάν η κατάσταση συνεχιστεί ως έχει, και ένα από τα επιμέρους χτυπήματα καταλήξει πραγματικά να σκοτώσει έναν σημαντικό αριθμό Αμερικανών, η διοίκηση δεν θα έχει άλλη επιλογή από το να χτυπήσει τους Φρουρούς της Επανάστασης του Ιράν», εκτιμά.