Ο Βλαντιμίρ Πούτιν, σε ομιλία του πριν από μερικές ημέρες, δήλωσε πως η Ρωσία έχει νικήσει τις δυτικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν μετά την εισβολή της χώρας στην Ουκρανία. Το ΔΝΤ – και κυρίως τα στοιχεία – επιβεβαιώνουν τον Ρώσο Πρόεδρο: Το 2024 η οικονομία της χώρας θα «τρέξει» με ανάπτυξη 2,6%.
Η πορεία της ρωσικής οικονομίας ανάγκασε το ΔΝΤ να αναθεωρήσει προς τα πάνω την πρόβλεψή του, αυξάνοντας κατά 1,5 μονάδα την εκτίμηση του περασμένου Οκτωβρίου. Η ρωσική αναβάθμιση είναι η μεγαλύτερη που καταγράφεται στις παγκόσμιες προβλέψεις του Ταμείου.
«Προέβλεψαν την παρακμή, την αποτυχία, την κατάρρευση. Έλεγαν πως δεν θα αντέξουμε, θα εγκαταλείψουμε ή θα καταρρεύσουμε. Τα αποτελέσματα σε κάνουν να θέλεις να προχωρήσεις στη γνωστή χειρονομία, αλλά δεν θα το κάνω», είπε ο Πούτιν εν μέσω αποθέωσης από τους παρευρισκόμενους. «Δεν θα τα καταφέρουν! Η οικονομία μας αναπτύσσεται, σε αντίθεση με τη δική τους».
Δυτικοί αναλυτές αλλά και αξιωματούχοι - συνήθως υπό τον όρο της ανωνυμίας - συνομολογούσαν την αποτυχία των κυρώσεων όλο το προηγούμενο διάστημα. Η ανθεκτικότητα της ρωσικής οικονομίας έχει εκπλήξει πολλούς οικονομολόγους, που πριν από σχεδόν δύο χρόνια προέβλεπαν μια καταστροφική συρρίκνωση. «Σίγουρα η ρωσική οικονομία τα πάει καλύτερα απ' ό,τι περιμέναμε εμείς και πολλοί άλλοι», είπε ο Πιερ - Ολιβιέ Γκουρίνχας, επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ, στους Financial Times.
Ωστόσο πλέον η Μόσχα έχει και άλλους λόγους να πανηγυρίζει. Όχι μόνο άντεξε στην «ασφυξία» που επιχειρήθηκε, αλλά η ανάπτυξη της, βάσει δεδομένων, είναι μια από τις ισχυρότερες στον κόσμο και η ταχύτερη από όλες τις χώρες της G7. Στην κατάταξη της Παγκόσμιας Τράπεζας για το ΑΕΠ με βάση και την ισοτιμία της αγοραστικής δύναμης, η Ρωσία βρίσκεται ελαφρώς μπροστά από τη Γερμανία.
«Όλοι οι κλάδοι συνέβαλαν σε αυτή την επιτυχία», υποστήριξε ο Πούτιν. Ωστόσο το ένα τρίτο του προϋπολογισμού της Ρωσίας περίπου, όπως υπογραμμίζεται σε δημοσίευμα των Financial Times, κατευθύνεται στην πολεμική βιομηχανία και εν γένει στον στρατιωτικό τομέα. Πρόκειται για μια τριπλάσια αύξηση σε σχέση με το 2021, το τελευταίο έτος πριν από την εισβολή στην Ουκρανία. «Τα πάντα για το μέτωπο, τα πάντα για τη νίκη», είχε δηλώσει ο υπουργός Οικονομικών Άντον Σιλουάνοφ κατά την παρουσίαση της νέας προσέγγισης του προϋπολογισμού στους Ρώσους βουλευτές, αναγεννώντας ένα σοβιετικό σύνθημα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.
Στα κεφάλαια που δαπανώνται περιλαμβάνονται εκτός από την παραγωγή και οι κοινωνικές δαπάνες που σχετίζονται με τους στρατιώτες στην Ουκρανία και τις οικογένειές τους, αλλά και την υποστήριξη των πολιτών που βρίσκονται στα εδάφη που έχουν καταληφθεί.
Όλα αυτά θα ήταν αδύνατο να επιτευχθούν εάν η Ρωσία δεν συνέχισε να απολαμβάνει κολοσσιαία έσοδα από τους ενεργειακούς πόρους. Το 2023 τα κέρδη της έφτασαν τα 8,8 τρισεκατομμύρια ρούβλια. Αν και πρόκειται για μείωση κατά περίπου 25% σε σχέση με το ρεκόρ του 2022, τα συγκεκριμένα κέρδη είναι πολύ υψηλότερα από το μέσο όρο των τελευταίων δεκαετιών.
Τα κλειδιά της επιτυχίας και ένας κίνδυνος
Και προφανώς αυτό οφείλεται στους συμμάχους της Μόσχας και πρωτίστως στο Πεκίνο. Το σινο-ρωσικό εμπόριο το 2022 έφτασε στο επίπεδο ρεκόρ των 190 δισεκατομμυρίων δολαρίων, αύξηση 30% σε σύγκριση με το έτος πριν από τον πόλεμο. Και το 2023, ο αριθμός αυτός είναι πιθανό να είναι αρκετά μεγαλύτερος. Οι μισές εξαγωγές πετρελαίου της Ρωσίας το 2023 πήγαν στην Κίνα, ενώ το μερίδιο της Ινδίας ανήλθε σε δύο χρόνια στο 40% των συνολικών ρωσικών εξαγωγών πετρελαίου. Επίσης οι αποστολές άνθρακα προς την Κίνα υπερδιπλασιάστηκαν από το 2020 και η προμήθεια φυσικού αερίου προς το κινεζικό έδαφος διαρκώς αυξάνεται.
Οφείλεται ωστόσο και στους τεχνοκράτες που έχει γύρω του ο Βλαντιμίρ Πούτιν, οι οποίοι, στοχεύοντας επιθετικά τον πληθωρισμό και ενισχύοντας το τραπεζικό σύστημα της χώρας, δημιούργησαν συναλλαγματικά αποθέματα και προσπάθησαν να περιορίσουν τις πρόσθετες δαπάνες.
«Το οικονομικό μπλοκ [το υπουργείο Οικονομικών και η Κεντρική Τράπεζα] συνεχίζει να σώζει το καθεστώς. Έχουν αποδειχθεί πολύ πιο χρήσιμοι για τον Πούτιν από τους στρατηγούς», λέει στους Financial Times η Αλεξάντα Προκοπένκο, πρώην στέλεχος της Ρωσικής Κεντρικής Τράπεζας. Από την πλευρά της η Ελίνα Ριμπάκοβα, ανώτερη συνεργάτιδα στο Peterson Institute for International Economic, τονίζει πως «το ρωσικό καθεστώς είναι ανθεκτικό επειδή κάθεται σε μια εξέδρα άντλησης πετρελαίου». «Η ρωσική οικονομία μοιάζει τώρα με ένα βενζινάδικο που παράγει τεράστιες ποσότητες», σημειώνει.
Η στροφή του Κρεμλίνου σε αυτό που ο Βασίλι Αστρόφ, ανώτερος οικονομολόγος στο Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σπουδών της Βιέννης (WIIW), αποκαλεί «στρατιωτικό κεϋνσιανισμό» είναι μια ριζική ρήξη από τη συντηρητική μακροοικονομική πολιτική των δύο πρώτων δεκαετιών στην εξουσία του Πούτιν. Ο κίνδυνος για τη Ρωσία, όπως προειδοποιούν ορισμένοι τεχνοκράτες ακόμη και εντός του Κρεμλίνου, σύμφωνα με τους Finacial Times, είναι ότι οι αχαλίνωτες δαπάνες στον τομέα της στρατιωτικής βιομηχανίας θα μπορούσαν να δημιουργήσουν έναν εθισμό: Τη στρατιωτική παραγωγή. Και αυτού του τύπου η ανάπτυξη θα μπορούσε με την πάροδο του χρόνου να δημιουργήσει έντονες ανισορροπίες.
Σε κάθε περίπτωση, προς ώρας, ο Βαλντιμίρ Πούτιν δικαιολογημένα καυχιέται πως οι «Κασσάνδρες» της Δύσης διαψεύστηκαν και όπως είπε «μπορεί να τους σηκώνει το μεσαίο δάχτυλο».