Αντίστροφα μετράει ο χρόνος για την κρίσιμη εκλογική μάχη στις ΗΠΑ που θα κρίνει το νέο ένοικο του Λευκού Οίκου. Κάμαλα Χάρις ή Ντόναλντ Τραμπ; Με τις ΗΠΑ να έχουν πλέον ρόλο παρατηρητή στις διεθνείς εξελίξεις, καθώς ο Τζο Μπάιντεν δεν είναι παρά ένας απερχόμενος ηγέτης, τα διακυβεύματα των προεδρικών εκλογών της 5ης Νοεμβρίου πληθαίνουν και γίνονται όλο και σημαντικότερα, από τους πολέμους στη Μέση Ανατολή και την Ουκρανία μέχρι την παγκόσμια οικονομία και τις διεθνείς συμμαχίες.
Οι εκλογές ήταν αρχικά μια ρεβάνς του 2020, αλλά στο δρόμο τα δεδομένα ανατράπηκαν. Ο Τζο Μπάιντεν κρίθηκε από το ίδιο το κόμμα του ως ακατάλληλος να ηγηθεί της προεκλογικής εκστρατείας αλλά και της χώρας. Τυπικά παραιτήθηκε, αλλά ουσιαστικά απομακρύνθηκε για να πάρει τη θέση του η Κάμαλα Χάρις.
Η κίνηση αποδείχθηκε σε πρώτη φάση σωστή. Η νυν αντιπρόεδρος των ΗΠΑ έδωσε νέα πνοή στην προεκλογική εκστρατεία των Δημοκρατικών. Ο Τζο Μπάιντεν βρισκόταν πίσω από τον Ντόναλντ Τραμπ σε όλες τις δημοσκοπήσεις και ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων διεύρυνε διαρκώς το προβάδισμά του. Σήμερα, ένα μήνα πριν από τις κάλπες, τα δημοσκοπικά δεδομένα έχουν ανατραπεί.
Η Κάμαλα Χάρις έχει πάρει «κεφάλι» στην κούρσα με τον Ντόναλντ Τραμπ με τις δημοσκοπήσεις να τη δείχνουν σχεδόν 3 μονάδες μπροστά. Παράλληλα η αντιπρόεδρος των ΗΠΑ φαίνεται να έχει οριακό προβάδισμα και στις κρίσιμες πολιτείες, που αποτελούν το κλειδί για την εκλογή προέδρου στις ΗΠΑ.
Το μεγάλο ερώτημα είναι εάν η Κάμαλα Χάρις θα καταφέρει να ολοκληρώσει με επιτυχία την ανατροπή και να γίνει η πρώτη γυναίκα πρόεδρος των ΗΠΑ ή εάν ο Ντόναλντ Τραμπ θα επιστρέψει στον Λευκό Οίκο.
Προβάδισμα Χάρις στις εθνικές δημοσκοπήσεις
Η Χάρις προηγείται του Τραμπ στους μέσους όρους των εθνικών δημοσκοπήσεων από τότε που μπήκε στην κούρσα στα τέλη Ιουλίου, όπως φαίνεται στο παρακάτω διάγραμμα με τα τελευταία στοιχεία. Μάλιστα η υποψήφια των Δημοκρατικών διεύρυνε οριακά το προβάδισμά της μετά το ντιμπέιτ της 10ης Σεπτεμβρίου από 2,5% σε 3,3%.
Όπως φαίνεται στα γραφήματα του 538/ABC News, αυτή η δημοσκοπική ώθηση οφείλεται κυρίως στην επιβράδυνση του Τραμπ, του οποίου ο μέσος όρος περιορίστηκε κατά μισή μονάδα μια εβδομάδα μετά την τηλεμαχία την οποία παρακολούθησαν περίπου 64 εκατομμύρια τηλεθεατές.
Η μάχη στις κρίσιμες πολιτείες
Οι εθνικές δημοσκοπήσεις μπορεί να αποτελούν ένα χρήσιμο οδηγό για τη δημοφιλία των δύο υποψηφίων σε ολόκληρη τη χώρα, αλλά για το εκλογικό σύστημα των ΗΠΑ δεν βοηθούν ιδιαίτερα στην πρόβλεψη του εκλογικού αποτελέσματος.
Κάθε πολιτεία έχει έναν συγκεκριμένο αριθμό εκλεκτόρων, ανάλογα με το μέγεθός της, και ο νικητής τους παίρνει όλους. Συνολικά οι εκλέκτορες είναι 538 και ο νέος πρόεδρος χρειάζεται την ψήφο 270 εξ αυτών.
Οι περισσότερες από τις 50 πολιτείες των ΗΠΑ ψηφίζουν παραδοσιακά ένα από τα δύο κόμματα, οπότε το αποτέλεσμα εξαρτάται από τις «ρευστές» πολιτείες. Όποιος κερδίσει τις περισσότερες από τις αποκαλούμενες «πολιτείες swing» τότε κερδίζει και τις εκλογές.
Αυτή τη στιγμή η μάχη στις επτά κρίσιμες πολιτείες είναι οριακή. Το προβάδισμα των δύο υποψηφίων είναι μόλις 1% ή 2% και σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη και κάτω από μια μονάδα. Η Πενσυλβάνια θεωρείται ως η κρισιμότερη πολιτεία αυτή τη στιγμή, λόγω του μεγάλου αριθμού εκλεκτόρων (19) που δίνει.
Ενδεικτικό της ανατροπής της Χάρις είναι πως επί Τραμπ οι Δημοκρατικοί υστερούσαν σχεδόν πέντε μονάδες - κατά μέσο όρο - στις επτά κρίσιμες πολιτείες. Σήμερα προηγούνται σε τέσσερις και οι Ρεπουμπλικάνοι σε τρεις. Συγκεκριμένα η Χάρις προηγείται σε Μίσιγκαν, Νεβάδα, Πενσυλβάνια και Ουισκόνσιν, ενώ ο Τραμπ σε Βόρεια Καρολίνα, Τζόρτζια και Αριζόνα.
Μπορούμε να εμπιστευτούμε τις δημοσκοπήσεις;
Αυτή τη στιγμή, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η Καμάλα Χάρις και ο Ντόναλντ Τραμπ έχουν οριακές διαφορές στις πολιτείες swing και αυτό σημαίνει πως οι προβλέψεις για τον τελικό νικητή είναι εξαιρετικά επισφαλείς.
Υπενθυμίζεται πως τόσο το 2016, όσο και το 2020, οι δημοσκοπήσεις είχαν αποτύχει να καταγράψουν την υποστήριξη στον Ντόναλντ Τραμπ. Οι εταιρείες ερευνών υποστηρίζουν πως ακολουθούν νέες μεθόδους για να μην επαναληφθεί η αστοχία στις εκτιμήσεις, όμως μέχρι το τελικό αποτέλεσμα, κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος ότι οι προσαρμογές αυτές έχουν αποτέλεσμα.