Οι ψηφοφόροι στις ΗΠΑ προσέρχονται στις κάλπες στις 5 Νοεμβρίου για να εκλέξουν τον επόμενο πρόεδρο. Οι εκλογές φαινόταν αρχικά ως μια επανάληψη του 2020, αλλά η ανατροπή ήρθε τον Ιούλιο, όταν ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν αναγκάστηκε να αποσυρθεί και να υποστηρίξει την αντιπρόεδρο Κάμαλα Χάρις.
Το μεγάλο ερώτημα τώρα είναι: θα αποκτήσει η Αμερική την πρώτη γυναίκα πρόεδρο ή θα έχει μια δεύτερη θητεία ο Ντόναλντ Τραμπ;
Καθώς πλησιάζει η ημέρα των εκλογών, το BBC έριξε μια ματιά στις δημοσκοπήσεις και εξετάζει τι επίδραση έχει η εκστρατεία των δύο υποψηφίων στην κούρσα για τον Λευκό Οίκο.
Ποιος προηγείται στις εθνικές δημοσκοπήσεις
Η Χάρις είχε ένα μικρό προβάδισμα έναντι του Τραμπ στους μέσους όρους των εθνικών δημοσκοπήσεων από τότε που μπήκε στην κούρσα στα τέλη Ιουλίου -και παραμένει μπροστά, όπως φαίνεται στο παρακάτω διάγραμμα. Τα τελευταία στοιχεία παρουσιάζονται στρογγυλοποιημένα στον πλησιέστερο ακέραιο αριθμό.
Η Χάρις σημείωσε άνοδο στα ποσοστά της κατά τις πρώτες εβδομάδες της προεκλογικής της εκστρατείας, αποκτώντας προβάδισμα σχεδόν 4 ποσοστιαίων μονάδων προς τα τέλη Αυγούστου. Ωστόσο, όσο πλησιάζουμε προς την 5η Νοεμβρίου τόσο ο Τραμπ δείχνει να καλύπτει τη διαφορά.
Οι δημοσκοπήσεις ήταν σχετικά σταθερές τον Σεπτέμβριο και στις αρχές Οκτωβρίου, αλλά έχουν «στενέψει» τις τελευταίες δύο εβδομάδες, όπως φαίνεται στο παρακάτω διάγραμμα. Οι γραμμές τάσης δείχνουν τους μέσους όρους και οι κουκκίδες τα μεμονωμένα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων για κάθε υποψήφιο.
Αν και οι εθνικές δημοσκοπήσεις είναι ένας χρήσιμος οδηγός για το πόσο δημοφιλής είναι ένας υποψήφιος σε ολόκληρη τη χώρα, δεν είναι ο καλύτερος τρόπος πρόβλεψης του εκλογικού αποτελέσματος.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι ΗΠΑ χρησιμοποιούν ένα σύστημα εκλεκτορικού σώματος, στο οποίο κάθε πολιτεία λαμβάνει έναν αριθμό ψήφων που αντιστοιχεί περίπου στο μέγεθος του πληθυσμού της. Συνολικά υπάρχουν 538 ψήφοι του εκλεκτορικού σώματος, οπότε ένας υποψήφιος πρόεδρος πρέπει να φτάσει τις 270 για να κερδίσει.
Υπάρχουν 50 πολιτείες στις ΗΠΑ, αλλά επειδή οι περισσότερες από αυτές ψηφίζουν σχεδόν πάντα το ίδιο κόμμα, στην πραγματικότητα υπάρχουν μόνο μια χούφτα πολιτείες όπου και οι δύο υποψήφιοι έχουν πιθανότητες να κερδίσουν. Αυτές είναι οι περιοχές στις οποίες θα κριθούν οι εκλογές, γνωστές ως «πολιτείες μάχης» ή «swing states».
Ποιος κερδίζει στις δημοσκοπήσεις των swing state;
Αυτήν τη στιγμή η διαφορά στις πολιτείες με... ταλαντευόμενες εκλογικές τάσεις είναι τόσο μικρή, που είναι αδύνατο να γνωρίζουμε ποιος πραγματικά προηγείται, κοιτάζοντας τους μέσους όρους των δημοσκοπήσεων.
Οι δημοσκοπήσεις έχουν σχεδιαστεί έτσι, ώστε να εξηγούν σε γενικές γραμμές πώς αισθάνεται το κοινό για έναν υποψήφιο ή ένα θέμα -όχι για να προβλέπουν το αποτέλεσμα μιας εκλογικής αναμέτρησης με διαφορά μικρότερη από μία ποσοστιαία μονάδα. Συνεπώς, είναι σημαντικό να λαμβάνεται αυτό υπόψη, όταν μπαίνουν ως κριτήριο οι αριθμοί.
Είναι επίσης σημαντικό να θυμάται κανείς ότι οι επιμέρους δημοσκοπήσεις που χρησιμοποιήθηκαν για τη δημιουργία αυτών των μέσων όρων, έχουν περιθώριο σφάλματος περίπου 3 έως 4 ποσοστιαίων μονάδων. Οπότε, οποιοσδήποτε υποψήφιος θα μπορούσε να τα πάει καλύτερα ή χειρότερα από ό,τι υποδηλώνουν σήμερα οι αριθμοί.
Αμερικανικές εκλογές: Οι πολιτείες που θα κρίνουν το αποτέλεσμα
Αν εξεταστούν οι τάσεις από τότε που η Χάρις μπήκε στην κούρσα, αναδεικνύονται κάποιες διαφορές μεταξύ των πολιτειών.
Στην Αριζόνα, την Τζόρτζια, τη Νεβάδα και τη Βόρεια Καρολίνα το προβάδισμα έχει αλλάξει χέρια μερικές φορές από τις αρχές Αυγούστου, αλλά ο Τραμπ έχει μικρό προβάδισμα σε όλες αυτές προς το παρόν.
Στις τρεις άλλες πολιτείες -Μίσιγκαν, Πενσιλβάνια και Ουισκόνσιν- η Χάρις προηγούνταν από τις αρχές Αυγούστου, μερικές φορές με 2 ή 3 ποσοστιαίες μονάδες, αλλά οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ντέρμπι. Μάλιστα, ο Τραμπ έχει τώρα πολύ μικρό προβάδισμα στην Πενσιλβάνια.
Και οι τρεις αυτές πολιτείες ήταν προπύργια των Δημοκρατικών, πριν ο Τραμπ τις μετατρέψει σε «κόκκινες» στην πορεία του προς την κατάκτηση της προεδρίας το 2016. Ο Μπάιντεν τις ανακατέλαβε το 2020 και αν η Χάρις μπορέσει να κάνει το ίδιο, τότε θα είναι σε τροχιά εκλογικής νίκης.
Ενδεικτική του πόσο έχει αλλάξει η κούρσα από τότε που η Χάρις ανέλαβε το χρίσμα των Δημοκρατικών, την ημέρα που ο Μπάιντεν εγκατέλειψε την κούρσα ήταν πίσω από τον Τραμπ κατά σχεδόν 5 ποσοστιαίες μονάδες κατά μέσο όρο στις επτά ταλαντευόμενες πολιτείες.
Στην Πενσυλβάνια, ο Μπάιντεν ήταν πίσω κατά σχεδόν 4,5 ποσοστιαίες μονάδες όταν αποσύρθηκε, όπως δείχνει το παρακάτω διάγραμμα. Πρόκειται για μια πολιτεία-κλειδί και για τις δύο εκστρατείες, καθώς έχει τον μεγαλύτερο αριθμό εκλεκτόρων από τις επτά. Συνεπώς, η νίκη διευκολύνει την επίτευξη των 270 ψήφων που απαιτούνται.
.
ΗΠΑ: Πώς δημιουργούνται αυτοί οι μέσοι όροι
Τα στοιχεία που χρησιμοποιούνται στα παραπάνω γραφήματα, είναι μέσοι όροι που δημιουργήθηκαν από την ιστοσελίδα ανάλυσης δημοσκοπήσεων «538», η οποία ανήκει στο αμερικανικό ειδησεογραφικό δίκτυο ABC News.
Για τη δημιουργία τους, η «538» συλλέγει τα δεδομένα από μεμονωμένες δημοσκοπήσεις που διεξάγονται τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και σε πολιτείες που δίδεται μάχη, από πολλές εταιρείες δημοσκοπήσεων.
Στο πλαίσιο του ποιοτικού ελέγχου, η «538» περιλαμβάνει μόνο δημοσκοπήσεις από εταιρείες που πληρούν ορισμένα κριτήρια, όπως η διαφάνεια σχετικά με τον αριθμό των ατόμων που συμμετείχαν στη δημοσκόπηση, το πότε διεξήχθη η δημοσκόπηση και τον τρόπο διεξαγωγής της (τηλεφωνικές κλήσεις, γραπτά μηνύματα, διαδικτυακά κ.λπ.).
Μπορούμε να εμπιστευτούμε τις δημοσκοπήσεις;
Οι δημοσκοπήσεις έχουν υποεκτιμήσει την υποστήριξη προς τον Τραμπ στις δύο τελευταίες εκλογές και το εθνικό σφάλμα των δημοσκοπήσεων το 2020 ήταν το υψηλότερο των τελευταίων 40 ετών, σύμφωνα με μια εκ των υστέρων εξέταση από ειδικούς σε σχετικά θέματα. Οπότε, υπάρχει ένας καλός λόγος να είμαστε επιφυλακτικοί ως προς αυτές ενόψει των φετινών εκλογών.
Η δημοσκοπική αστοχία το 2016 αποδόθηκε στο ότι οι ψηφοφόροι άλλαξαν γνώμη τις τελευταίες ημέρες της εκστρατείας και επειδή οι ψηφοφόροι με πανεπιστημιακή μόρφωση -οι οποίοι ήταν πιθανότερο να υποστηρίξουν τη Χίλαρι Κλίντον- είχαν υπερεκπροσωπηθεί στα δείγματα των δημοσκοπήσεων.
Το 2020 οι εμπειρογνώμονες επισήμαναν τα προβλήματα συμμετοχής στις δημοσκοπήσεις υποστηρικτών του Τραμπ, αλλά δήλωσαν ότι είναι «αδύνατο» να γνωρίζουν ακριβώς τι προκάλεσε το δημοσκοπικό σφάλμα, ιδίως καθώς οι εκλογές διεξήχθησαν κατά τη διάρκεια πανδημίας και είχαν ρεκόρ συμμετοχής.
Οι δημοσκόποι έχουν κάνει πολλές αλλαγές από τότε και η βιομηχανία αυτή «είχε έναν από τους πιο επιτυχημένους εκλογικούς κύκλους στην ιστορία των ΗΠΑ» στις ενδιάμεσες εκλογές του 2022, σύμφωνα με τους αναλυτές της «538».
Αλλά, ο Ντόναλντ Τραμπ δεν ήταν στο ψηφοδέλτιο στις ενδιάμεσες εκλογές και δεν θα γνωρίζουμε μέχρι την ημέρα των εκλογών αν αυτές οι αλλαγές μπορούν να αντιμετωπίσουν την εισροή «παράτυπων» ψηφοφόρων που τείνει να προσελκύει.