«Το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον». Εδώ και καιρό όλα προμήνυαν το τέλος του κυβερνητικού συνασπισμού της Γερμανίας υπό τον Όλαφ και το ερώτημα ήταν το πότε. Η απάντηση ήρθε το βράδυ της Τετάρτης (6/11).
Ο προϋπολογισμός αποδείχθηκε ανυπέρβλητο εμπόδιο για την ετερόκλητη συμμαχία (Σοσιαλδημοκράτες, Φιλελεύθεροι και Πράσινοι) που ψυχορραγούσε και ο Όλαφ Σολτς τελικά απέπεμψε τον υπουργό Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ (επικεφαλής του FDP), επισφραγίζοντας το οριστικό τέλος της τρικομματικής κυβέρνησης.
Ο καγκελάριος ανακοίνωσε ότι θα ζητήσει στις 15 Ιανουαρίου ψήφο εμπιστοσύνης από το γερμανικό κοινοβούλιο. Καθώς εναλλακτικές συμμαχίες δεν υπάρχουν, αναπόφευκτα η κυβέρνηση θα καταψηφιστεί και ο Σολτς θα πρέπει να προκηρύξει πρόωρες εκλογές εντός 60 ημερών, δηλαδή μέχρι τις 15 Μαρτίου. Υπενθυμίζεται πως τυπικά οι κάλπες ήταν προγραμματισμένες για τον Σεπτέμβριο του 2025.
Κι αν η κατάληξη των πρόωρων εκλογών πρέπει να θεωρείται δεδομένη, δεν ισχύει το ίδιο για το χρονοδιάγραμμα. Η 15η Ιανουαρίου φαντάζει πλέον για πολλούς πολύ μακρινή. Ο Όλαφ Σολτς δέχεται ασφυκτικές πιέσεις να επιταχύνει τις διαδικασίες και να εμφανιστεί στη Μπουντεσταγκ για την ψήφο εμπιστοσύνης άμεσα, ώστε οι εκλογές να πραγματοποιηθούν με την έναρξη της νέας χρονιάς, στα μέσα του Ιανουαρίου.
Από δυο χωριά…
Ο κυβερνητικός συνασπισμός μαστιζόταν από εσωτερικές συγκρούσεις πολύ καιρό καθιστώντας δυσλειτουργική τη διακυβέρνηση. Κι αν μέχρι τώρα οι διαφωνίες, κάπως καμουφλάρονταν ή γίνονταν αποδεκτές στο πλαίσιο μιας κυβερνητικής συνεργασίας, ο κατήφορος της γερμανικής οικονομίας λειτούργησε ως καταλύτης των εξελίξεων.
Η «ατμομηχανή» της Ευρώπης βρίσκεται αντιμέτωπη με δομικά προβλήματα, που έχουν καταστήσει τη Γερμανία από κραταιά δύναμη στον μεγάλο ασθενή της Ευρώπης. Η ρήξη με τη Ρωσία, της στέρησε τη ζωτική φτηνή ενέργεια, η βαριά βιομηχανία βρίσκεται σε φθίνουσα πορεία αντιμέτωπη με το υψηλό κόστος, οι επενδύσεις περιορίζονται, οι εξαγωγές παραμένουν υποτονικές και ο ανταγωνισμός με την Κίνα έχει επιφέρει ένα καίριο πλήγμα.
Το χειρότερο για τη Γερμανία είναι πως τα στοιχεία δείχνουν πως δεν πρόκειται απλώς για μια συγκυριακή κρίση, αλλά για μια δομική αδυναμία που θέτει υπό αμφισβήτηση το μέλλον του του εξαγωγικού επιχειρηματικού της μοντέλου. «Σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς, χρειαζόμαστε μια ομοσπονδιακή κυβέρνηση προσανατολισμένη στις λύσεις, ικανή να αναλάβει δράση», δήλωσε ο Βολφγκανγκ Γκρος Έντρουπ, επικεφαλής της ομάδας λόμπι VCI που εκπροσωπεί τις βιομηχανίες φαρμάκων και χημικών της Γερμανίας. «Δεν μπορούμε να αντέξουμε μια πολύμηνη στασιμότητα και ένα πολιτικό αδιέξοδο».
Οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Πράσινοι υποστηρίζουν τις κρατικές επενδύσεις και απορρίπτουν περικοπές σε κοινωνικές δαπάνες. Από την άλλη, το FDP, ακραιφνώς νεοφιλελεύθερο, τάσσεται κατηγορηματικά εναντίον οποιασδήποτε αύξησης φόρων, ζητώντας παράλληλα την αυστηρή τήρηση των δημοσιονομικών κανόνων για το έλλειμμα και το χρέος και την περικοπή κοινωνικών επιδομάτων.
Κεντρική θέση στις τρέχουσες διαφωνίες του συνασπισμού ήταν η υιοθέτηση του προϋπολογισμού του 2025 από το κοινοβούλιο, ο οποίος θα πρέπει να προβλέπει μια σειρά από μέτρα για την αναζωογόνηση της οικονομίας της χώρας και να καλύπτει ταυτόχρονα μια τρύπα τουλάχιστον 2,4 δισεκατομμυρίων ευρώ - κατά άλλους αναλυτές ένα ποσό αρκετά μεγαλύτερο.
Οι συνομιλίες για τον προϋπολογισμό διακόπηκαν αφού ο Λίντνερ εξέδωσε μια ανακοίνωση με τα αιτήματά του για φιλελεύθερες οικονομικές μεταρρυθμίσεις που ήταν δύσκολο να αποδεχτούν τα άλλα δύο κόμματα, ζητώντας φορολογικές περικοπές και μείωση των πολιτικών για το κλίμα προκειμένου να τονωθεί η οικονομική ανάπτυξη.
Ο Όλαφ Σολτς δήλωσε επίσης πως ζήτησε από τον Κρίστιαν Λίντνερ να αποδεχτεί χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων και αναστολή εκ νέου του φρένου χρέους για να συγκεντρωθούν περισσότερα κεφάλαια για την Ουκρανία, αλλά ο επικεφαλής του FDP αρνήθηκε, λέγοντας ότι μια τέτοια κίνηση θα «παραβίαζε τον όρκο μου». Ο Λίντερ κατηγόρησε επίσης τον Σολτς για την πορεία της Γερμανικής οικονομίας. «Έχει αποτύχει εδώ και καιρό να αναγνωρίσει την ανάγκη για μια νέα οικονομική αφύπνιση της χώρας», είπε και πρόσθεσε: «έχει υποτιμήσει εδώ και καιρό τις οικονομικές ανησυχίες των πολιτών».
«Μια συμφορά σπάνια έρχεται μόνη»
«Μια συμφορά σπάνια έρχεται μόνη»… Η γερμανική παροιμία επιβεβαιώθηκε και με την νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ. Δεν είναι τυχαίο πως οι ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις στη Γερμανία ήρθαν λίγες ώρες μετά την πραγμάτωση του απευκταίου σεναρίου στις αμερικανικές εκλογές για το Βερολίνο και με αφορμή - θρυαλλίδα τη διαφωνία των κυβερνητικών εταίρων για τα κεφάλαια προς την Ουκρανία. Η εξάρτηση από τη στρατιωτική ισχύ των ΗΠΑ είναι μεγάλη και τα μηνύματα από τον νέο αμερικανό πρόεδρο δείχνουν πως η γερμανική ηγεσία, όπως και οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές ηγεσίες, δεν θα μπορούν πλέον να βασίζονται στην Ουάσινγκτον.
Πολλοί φοβούνται επιπλέον πως η εφαρμογή μιας πολιτικής δασμών από τον Τραμπ θα πλήξει περαιτέρω τη γερμανική βιομηχανία που ήδη υποφέρει. Μια ανάλυση από το Γερμανικό Οικονομικό Ινστιτούτο (IW) εκτιμά ότι ένας «εμπορικός πόλεμος» επί θητείας θα μπορούσε να κοστίσει στη Γερμανία 180 δισεκατομμύρια ευρώ.
«Αγαπητοί συμπολίτες, θα ήθελα να σας είχα γλιτώσει από αυτή τη δύσκολη απόφαση, ειδικά σε καιρούς σαν αυτούς, όπου η αβεβαιότητα αυξάνεται», δήλωσε ο Όλαφ Σολτς, ανακοινώνοντας τη διάλυση του κυβερνητικού συνασπισμού. «Πολύ συχνά ο υπουργός Λιντνερ μπλόκαρε νόμους με ακατάλληλο τρόπο», συνέχισε και πρόσθεσε: «Πολύ συχνά επιδόθηκε σε μικροκομματικές-πολιτικές τακτικές. Πολύ συχνά απώλεσε την εμπιστοσύνη μου».
«Αυτό το βράδυ είναι λάθος και όχι σωστό», είπε ο Ρόμπερτ Χάμπεκ, υπουργός Οικονομίας από τους Πράσινους. Και πρόσθεσε: «Είναι εντελώς τραγική μια μέρα σαν αυτή, όταν η Γερμανία πρέπει να δείξει ενότητα και ικανότητα δράσης στην Ευρώπη».
Επιστροφή της δεξιάς στην εξουσία - Άνοδος της ακροδεξιάς
Μέχρι στιγμής η μόνη συγκολλητική ουσία για την κυβερνητική συμμαχία ήταν η τραγική επίδοση των τριών κομμάτων στις δημοσκοπήσεις, η οποία αποτυπώθηκε και στις πρόσφατες εκλογές σε κρατίδια της ανατολικής Γερμανίας.
Το FDP συγκεντρώνει στις δημοσκοπήσεις μόλις 4% και κινδυνεύει με εξαφάνιση από την κεντρική πολιτική σκηνή, καθώς πρόκειται για ποσοστό κάτω από το απαιτούμενο όριο για είσοδο στη γερμανική βουλή. Η ηγεσία του FDP απέφευγε εδώ και καιρό μια οριστική ρήξη, σκεπτόμενη το μέλλον του κόμματος. Αποφασίζοντας την αποπομπή του Λιντνερ, ο Σολτς ενδέχεται να έδωσε στους Φιλελεύθερους τη χαριστική βολή.
Όμως και για τους Σοσιαλδημοκράτες η κατάσταση είναι αρνητική, δείχνοντας πως κινδυνεύουν να βρεθούν στην τρίτη θέση, κάτω και από το ακροδεξιό κόμμα «Εναλλακτική Για τη Γερμανία», το οποίο καταγραφεί σημαντική αύξηση ποσοστών.
Οι προώρες εκλογές το πιθανότερο είναι πως θα οδηγήσουν σε μια νέα κυβέρνηση υπό την ηγεσία της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU), της παραδοσιακής κεντροδεξιάς δύναμης που ηγήθηκε για χρόνια της Γερμανίας υπό την Άνγκελα Μέρκελ. Ωστόσο η άνοδος της ακροδεξιάς στη Γερμανία προκαλεί προβληματισμό για τον σχηματισμό ενός συνεκτικού συνασπισμού.
Επί του παρόντος, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, οι συντηρητικοί συγκεντρώνουν το 33%, με το SPD και το AfD να μάχονται για τη δεύτερη θέση με ποσοστά που κινούνται γύρω από το 16% και την ακροδεξιά να φαίνεται να έχει προβάδισμα. Ακολουθούν οι Πράισνοι με 10%, ενώ στο 6% βρίσκεται το νέο αριστερό κόμμα BSW που έκανε εντυπωσιακή «πρεμιέρα» στις εκλογές στα κρατίδια της Θουριγγίας και της Σαξονίας. Κάτω από το όριο του 5%, μαζί με το FDP, βρίσκεται και το Die Linke.
Ο επικεφαλής των Χριστιανοδημοκρατών Φρίντριχ Μερτς πιέζει τον Όλαφ Σολτς να προχωρήσει στην ψήφο εμπιστοσύνης «το αργότερο στις αρχές της επόμενης εβδομάδας». «Δεν υπάρχει κανένας λόγος να αναβάλουμε τώρα τις πρόωρες εκλογές» τόνισε, υπογραμμίζοντας ότι η Γερμανία δεν μπορεί τους επόμενους μήνες να πορευθεί με μια κυβέρνηση που δεν διαθέτει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
«Η πολιτική κρίση έρχεται σε μια κρίσιμη συγκυρία για τη Γερμανία, με ισοπεδωμένη οικονομία, γερασμένες υποδομές και απροετοίμαστο στρατό. Αλλά θα μπορούσε επίσης να είναι μια ευλογία δεδομένων των εντάσεων που είχαν ταλαιπωρήσει αυτόν τον κυβερνητικό συνασπισμό», δήλωσε στο Reuters ο οικονομολόγος της ING Κάρστεν Μπρζέσκι. «Οι εκλογές και μια νέα κυβέρνηση θα μπορούσαν και θα έπρεπε να τερματίσουν την τρέχουσα παράλυση μιας ολόκληρης χώρας και να προσφέρουν νέα και σαφή πολιτική καθοδήγηση και βεβαιότητα», τόνισε.